Οι ανησυχίες για τα κρατικά ελλείμματα επισκέπτονται τη Wall Street, όπως κάνουν κατά διαστήματα. Οι επενδυτές λένε ότι η προοπτική μεγαλύτερων ανισορροπιών στον προϋπολογισμό κατά τη δεύτερη θητεία Τραμπ είναι ένας παράγοντας που οδήγησε στην πρόσφατη άνοδο των ομολογιακών αποδόσεων, οι οποίες παίζουν ρόλο στη ρύθμιση του κόστους δανεισμού σε ολόκληρη την οικονομία.

Το έλλειμμα του προϋπολογισμού που για εφέτος προβλέπεται να διαμορφωθεί στα 1,9 τρισ. δολάρια είναι ήδη πιθανό να υπερβεί το 6% της οικονομικής παραγωγής, ένα όριο που είχε ξεπεράσει στο παρελθόν μόνο στο Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, στην οικονομική κρίση του 2008-2009 και στην πανδημία της COVID-19. Και όμως, οι μετοχές εξακολουθούν τα ανοδικά ρεκόρ.

Καθώς οι φοροαπαλλαγές που έχει προτείνει ο Ντόναλντ Τραμπ – και τα αυξανόμενα κόστη για κοινωνική ασφάλιση και υγεία – προβλέπεται να κρατήσουν τα ετήσια ελλείμματα σε ιστορικά υψηλό επίπεδο, η σχετική συζήτηση έχει αναζωπυρωθεί. Ας ρίξουμε μια ματιά στο πώς η δημοσιονομική πολιτική επηρέασε τις επενδύσεις κατά τη διάρκεια κάποιων πρόσφατων περιόδων διακυβέρνησης:

Ρόναλντ Ρέιγκαν, 1981-1989:

Οι φοροαπαλλαγές του προέδρου Ρόναλντ Ρέιγκαν το 1981 συνέβαλαν ώστε, στο μέσον της διπλής προεδρίας του, να υπάρχει ένα σημαντικά υψηλότερο ομοσπονδιακό έλλειμμα: Εφτασε ως το 5,7% του ΑΕΠ το 1983 – και ήταν αρκετό για να προκαλέσει ανησυχία στις τάξεις των επενδυτών.

«Η έννοια των φρουρών των ομολόγων είναι ότι παρεμβαίνουν και διατηρούν το νόμο και την τάξη, όταν η νομισματική και δημοσιονομική πολιτική δεν πρόκειται να το κάνουν» ανέφερε σε πρόσφατη συνέντευξή του. «Στη δεκαετία του 1980, νομίζω ότι είχε περισσότερο να κάνει με έναν φόβο ότι ο πληθωρισμός θα επανέλθει, παρά με το έλλειμμα».

Η απόδοση του 10ετούς κρατικού ομολόγου κορυφώθηκε σε ποσοστό άνω του 15% στον πρώτο χρόνο της προεδρίας Ρέιγκαν, λόγω της καταπολέμησης του πληθωρισμού από τη Fed επί Volcker.

Ο συνδυασμός υψηλών επιτοκίων και επεκτατικής δημοσιονομικής πολιτικής προσέλκυσε χρήμα από το εξωτερικό. Το δολάριο ενισχύθηκε τόσο ώστε μια ομάδα ανεπτυγμένων χωρών συμφώνησε να το αποδυναμώσει σκόπιμα, κατά τη διάρκεια μιας συνάντησης στο Plaza Hotel του Μανχάταν.

Τζορτζ Μπους ο πρεσβύτερος, 1989-1993:

Εκτοτε, η μείωση του ελλείμματος έγινε προτεραιότητα στην Ουάσιγκτον. Ο πρόεδρος Τζορτζ Μπους ο πρεσβύτερος υπαναχώρησε από τη δέσμευσή του για μη επιβολή νέων φόρων, αφού κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η περικοπή του δημόσιου ελλείμματος θα χρειαζόταν τόσο περικοπές δαπανών όσο και αυξήσεις φόρων.

«Το 1981 περάσαμε μια τεράστια περικοπή φόρων. Μέχρι το 1982 ήταν αρκετά ξεκάθαρο ότι το πράγμα είχε ξεφύγει. Και έτσι, από το 1983 έως το 1997, με τρεις διαφορετικές κυβερνήσεις, το μόνο που κάναμε ήταν να μειώνουμε το έλλειμμα» είπε ο Marc Goldwein, γενικός διευθυντής, υπεύθυνος για τη χάραξη πολιτικής στην Επιτροπή για έναν Υπεύθυνο Ομοσπονδιακό Προϋπολογισμό.  Το έλλειμμα ως ποσοστό του ΑΕΠ κορυφώθηκε γύρω στο 4,4% μετά την ύφεση του 1991, προτού πέσει στο 3,7% στα τέλη του 1993. Στο τέλος της θητείας Μπους, η απόδοση του δεκαετούς ομολόγου είχε υποχωρήσει σχεδόν 2,5 ποσοστιαίες μονάδες, γύρω στο 6,4%.

 Μπιλ Κλίντον, 1993-2001:

Αναλαμβάνοντας τα καθήκοντά του, ο Μπιλ Κλίντον βρέθηκε στη δύσκολη θέση να πρέπει να επιλέξει ανάμεσα στις προεκλογικές του υποσχέσεις αφενός για μείωση του ελλείμματος, αφετέρου για μείωση των φόρων στα μεσαία εισοδήματα. Οικονομικοί σύμβουλοι, μεταξύ των οποίων και ο Robert Rubin, έπεισαν τον Κλίντον να δώσει προτεραιότητα στη μείωση του ελλείμματος ώστε να χαμηλώσουν και οι μακροπρόθεσμες αποδόσεις των ομολόγων.

Αυτό έκανε τον πολιτικό σύμβουλο James Carville να σχολιάσει ότι στην επόμενη ζωή του θα ήθελε να ήταν η «αγορά ομολόγων» γιατί έτσι μπορείς «να εκφοβίζεις τους πάντες». Δεν ήταν μια εντελώς ομαλή πορεία: η απόδοση του 10ετούς ομολόγου ανέβηκε πάνω από το 8% το 1994, καθώς η Fed αύξανε επιθετικά τα βραχυπρόθεσμα επιτόκια. Αλλά οι αποδόσεις υποχώρησαν ξανά στη συνέχεια, καθώς η οικονομική άνθηση της περιόδου Κλίντον μετέτρεψε για λίγο το έλλειμμα σε πλεόνασμα.

Τζορτζ Μπους ο νεότερος, 2001-2009:

Τα ελλείμματα αυξήθηκαν σε επίπεδα-ρεκόρ μετά τις περικοπές φόρων από την κυβέρνηση Τζoρτζ Μπους του νεότερου το 2001 και το 2003 και μετά τη μεγάλη αύξηση των στρατιωτικών δαπανών σε συνέχεια των τρομοκρατικών επιθέσεων της 11ης Σεπτεμβρίου 2001. Οι μετοχές ανέκαμψαν σε μεγάλο βαθμό έπειτα από την κατάρρευση του dot-com και τα βραχυπρόθεσμα επιτόκια ξεπέρασαν το 5%.

Τότε, η κατάρρευση της αγοράς κατοικίας πυροδότησε την οικονομική κρίση του 2008-2009. Οι μετοχές κατρακύλησαν και η Fed έριξε τα βραχυπρόθεσμα επιτόκια στο μηδέν.

Μπαράκ Ομπάμα, 2009-2017:

Τα ελλείμματα αυξήθηκαν ξανά όταν η κυβέρνηση του Μπάρακ Ομπάμα ξεκίνησε την εφαρμογή των πρώτων πακέτων τόνωσης της οικονομίας. Στη συνέχεια όμως ακολούθησε σφιχτότερη δημοσιονομική πολιτική, στην οποία ορισμένοι οικονομολόγοι αποδίδουν την αργή ανάκαμψη.

Τα επιτόκια έμειναν κοντά στο μηδέν και η Fed αγόρασε κρατικά ομόλογα για να χαλαρώσει τις πιέσεις στο τραπεζικό σύστημα. Ετσι παρείχε υποστήριξη στις μετοχές.

Οι πολιτικές ακροβασίες με το ταβάνι του χρέους το 2011, ωστόσο, οδήγησαν σε φόβους για αθέτηση πληρωμής των κρατικών ομολόγων, και έδωσαν αφορμή για την πιστωτική υποβάθμιση των ΗΠΑ. Οι μετοχές έπεσαν και οι επενδυτές βρήκαν καταφύγιο στα κρατικά ομόλογα.

Ντόναλντ Τραμπ, 2017-2021:

Με τις πρώτες περικοπές φόρων από την κυβέρνηση του Ντόναλντ Τραμπ, το έλλειμμα ως ποσοστό του ΑΕΠ πήρε και πάλι ανοδική πορεία. Οι μετοχές των τραπεζών, του βιομηχανικού κλάδου και μικρότερων εταιρειών εκτινάχθηκαν μαζί με τις αποδόσεις των ομολόγων, στο πλαίσιο του «reflation trade», όπως το ονόμασαν οι επενδυτές. Οι τιμές των μετοχών σημείωσαν υψηλά ρεκόρ.

Τα πρωτοφανή μέτρα που λήφθηκαν ως απάντηση στην πανδημία της COVID-19 τον τελευταίο χρόνο της διακυβέρνησης Τραμπ διεύρυναν και πάλι το έλλειμμα. Ενα πακέτο πολλών τρισεκατομμυρίων δολαρίων δαπανών, με διακομματική συναίνεση, οδήγησε σε ξέφρενη οικονομική ανάκαμψη στέλνοντας παράλληλα το έλλειμμα ως ποσοστό του ΑΕΠ στο υψηλότερο επίπεδο από την εποχή του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Οι μετοχές ανέκαμψαν σύντομα μετά τη μείωση των επιτοκίων κοντά στο μηδέν από τη Fed. Οι αποδόσεις των κρατικών ομολόγων έπιασαν πάτο.

Τζο Μπάιντεν, 2021-σήμερα:

Η κυβέρνηση του Τζόζεφ Μπάιντεν διατήρησε τους ρυθμούς των δαπανών. Η Fed ξεκίνησε να αυξάνει τα επιτόκια με γοργό ρυθμό για να καταπολεμήσει τον πληθωρισμό, οδηγώντας υψηλότερα τα κόστη των επιτοκίων. Στο μεταξύ, τα φορολογικά έσοδα υποχώρησαν. Η κυβέρνηση προχώρησε στην πώληση περισσότερων ομολόγων για να καλύψει το κενό, επιδεινώνοντας την πτωτική τάση τους και στέλνοντας την απόδοση του 10ετούς ομολόγου στο 5%. Οι ιθύνοντες τροποποίησαν το μείγμα του δανεισμού αυξάνοντας ελαφρώς το έλλειμμα με πιο σύντομους χρόνους ωρίμασης, κάτι που καθησύχασε τις αγορές. Εκτοτε η Wall Street δεν έχει δυσκολευτεί να απορροφήσει την κραιπάλη δανεισμού του Δημοσίου.

Δυσκολίες

Η συνεχιζόμενη οικονομική ευρωστία και η προοπτική μεγαλύτερων ελλειμμάτων υπό την επόμενη κυβέρνηση Τραμπ συνέβαλαν στην άνοδο των ομολογιακών αποδόσεων τους τελευταίους μήνες. Ωστόσο, ορισμένοι επενδυτές λένε ότι αυτό θα μπορούσε να δώσει ώθηση στις αγορές για κάποιο χρονικό διάστημα ακόμα.

«Γενικά μιλώντας, οι δαπάνες για το έλλειμμα ενισχύουν τα κέρδη των επιχειρήσεων» λέει ο Sonu Varghese, στρατηγικός μακροοικονομικός αναλυτής για την παγκόσμια αγορά στην Carson Group. «Τα πράγματα μπορεί να δυσκολέψουν στην περίπτωση που η αγορά ομολόγων αισθανθεί ότι τα επιτόκια πρέπει τώρα να διατηρηθούν υψηλότερα για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα, και αυτό αρχίσει να περιορίζει τις επενδυτικές δαπάνες».    

Σημείωση: Τα στοιχεία για τις αποδόσεις των στοιχείων ενεργητικού παρείχε η Dow Jones Market Data, εκτός από εκείνα για τη συνολική επίδοση του S&P 500 κατά την προεδρία Ρέιγκαν, τα οποία προέρχονται από την S&P Dow Jones Indices. Οι συνολικές επιδόσεις των κρατικών ομολόγων βασίζονται στον Bloomberg US Treasury Index. Τόσο τα κρατικά ομόλογα όσο και οι συνολικές μετοχικές αποδόσεις της εποχής Ρέιγκαν βασίζονται σε μηνιαία δεδομένα και δεν αντιστοιχούν επακριβώς με τις ημερομηνίες ανάληψης της προεδρίας. Οι αποδόσεις στοιχείων ενεργητικού αναφέρονται σε τετραετία ή σε οκταετία, ανάλογα με τη διάρκεια της κάθε προεδρίας.