Οι εταιρείες χρηματοοικονομικής τεχνολογίας σημείωσαν σημαντική άνοδο το 2023, ακόμη και όταν τα επιτόκια αυξήθηκαν. Ορισμένες ενδέχεται τώρα να αντιμετωπίσουν κινδύνους από την πτώση των επιτοκίων, όπως και από την ενίσχυση του ανταγωνισμού. Τα υψηλότερα επιτόκια έπληξαν τις μετοχές των εταιρειών Fintech με διάφορους τρόπους. Αφενός οι μετοχές ανάπτυξης εν γένει συχνά διαπραγματεύονται σε χαμηλότερα πολλαπλάσια σε περιόδους αύξησης των επιτοκίων και αφετέρου οι Fintech ειδικότερα είχαν επωφεληθεί από τα σχεδόν μηδενικά επιτόκια για τη χρηματοδότηση δανείων και την ενθάρρυνση της ανάληψης κινδύνου από τους πελάτες που διαπραγματεύονταν.
Ωστόσο, ορισμένες νεοσύστατες χρηματοπιστωτικές εταιρείες βρήκαν άλλους τρόπους να εκμεταλλευτούν τα υψηλότερα επιτόκια προς όφελός τους, συντελώντας στην ταχεία ανάκαμψη των μετοχών τους εφέτος μετά από ένα δύσκολο 2022. Πολλές άρχισαν να αποκομίζουν πολύ μεγαλύτερα κέρδη από τα δικά τους ταμειακά διαθέσιμα και τα ταμειακά διαθέσιμα των πελατών τους. Για παράδειγμα, περίπου το ένα τρίτο των καθαρών εσόδων της Coinbase Global το τρίτο τρίμηνο προήλθε από έσοδα από τόκους και μέσω εσόδων από τα αποθέματα stablecoin. Περισσότερο από το ήμισυ των καθαρών εσόδων της Robinhood Markets το εν λόγω τρίμηνο προήλθε από καθαρά έσοδα από τόκους.
Οι ριψοκίνδυνοι επενδυτές που αναζητούν επενδύσεις με υψηλότερες αποδόσεις έχουν επίσης σταθεί αρωγοί για τους δανειστές των εταιρειών Fintech. Οι μη τραπεζικές επιχειρήσεις αναγκάζονται να πληρώνουν υψηλότερο κόστος χρηματοδότησης μέσω των αγορών για να χρηματοδοτούν τα δάνειά τους – αλλά μπορούν επίσης να χρεώνουν ακριβότερα τον δανεισμό. Η εταιρεία παροχής υπηρεσιών χρηματοδότησης αγορών («buy now – pay later») Affirm, για παράδειγμα, κατάφερε να επιβάλει επαρκείς χρεώσεις στους δανειολήπτες και στους εμπόρους ώστε να μπορέσει να αντισταθμίσει τον αντίκτυπο του υψηλότερου κόστους συναλλαγών, που περιλαμβάνει και τη χρηματοδότηση. Εχει παραμείνει εντός του μακροπρόθεσμου εύρους του στόχου της για τα έσοδα μείον το κόστος συναλλαγών ως ποσοστό του ακαθάριστου όγκου εμπορευμάτων.
Οι μετοχές της Coinbase έχουν υπερτετραπλασιαστεί εφέτος και η Robinhood έχει σημειώσει άνοδο άνω του 40%. Οι μετοχές της Affirm έχουν επίσης ανέβει πάνω από τέσσερις φορές. Οι μετοχές της εταιρείας δανειακής διαμεσολάβησης Upstart έχουν υπερτριπλασιαστεί και οι μετοχές μιας άλλης εταιρείας του κλάδου, που παρέχει ταυτόχρονα και υπηρεσίες ψηφιακής τραπεζικής, της SoFi Technologies, έχουν σχεδόν διπλασιαστεί. Μπορούν λοιπόν οι μετοχές του Fintech να επωφεληθούν ακόμη περισσότερο σε ένα περιβάλλον πτώσης των επιτοκίων; Η απλούστερη μέθοδος θα ήταν μέσω των πολλαπλασιαστών αποτίμησης, η οποία θα μπορούσε να δώσει ώθηση και σε πολλούς άλλους αναπτυξιακούς τίτλους, συμπεριλαμβανομένων των παρόχων υπηρεσιών πληρωμών που έχουν υποχωρήσει σε σχέση με τον S&P 500 εφέτος, όπως η Adyen, η Block και η PayPal. Από τα πολλά μεγάλα ονόματα του Fintech, μόνο η Coinbase διαπραγματεύεται σήμερα με premium στο πολλαπλάσιο τιμής προς προβλεπόμενες πωλήσεις σε σύγκριση με τα τέλη του 2021. Οι Adyen, Affirm, Block, PayPal, Robinhood, SoFi και Upstart εξακολουθούν να διαπραγματεύονται σε χαμηλότερα πολλαπλάσια προβλεπόμενων πωλήσεων από ό,τι τότε. Εν τούτοις, ο αναλυτής της Autonomous Research, Ken Suchoski, προειδοποιεί ότι οι επενδυτές ενδέχεται να είναι «πιο επιλεκτικοί στα πονταρίσματά τους» σε σχέση με το παρελθόν. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι για τις εταιρείες Fintech το 2024 θα ξεκινήσει με πολύ διαφορετική δυναμική αγοράς από ό,τι πριν από μερικά χρόνια. Την εποχή εκείνη, οι κύριοι ανταγωνιστές τους ήταν ακόμα οι γερασμένοι, παραδοσιακοί πάροχοι χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών.
Πλέον, έχουν να ανταγωνιστούν είτε τις άλλες εταιρείες του κλάδου με μεγαλύτερη ένταση είτε εταιρείες τεχνολογίας με μεγάλες δυνατότητες χρηματοδότησης. Η Adyen, για παράδειγμα, έκανε εφέτος μια στροφή προς παρόχους πληρωμών χαμηλότερου κόστους. Εταιρείες όπως η Apple, η Google της Alphabet και η Shopify δραστηριοποιούνται πλέον σε όλο τον χώρο της Fintech σε πληρωμές και δανεισμό. Θα μπορούσε να υπάρξει ένας κίνδυνος ως προς τα έξοδα διαπραγμάτευσης αν δοθεί τελικά έγκριση σε περισσότερα bitcoin ETF, καθιστώντας δυνητικά φθηνότερες τις επενδύσεις σε αυτά.
Επιπλέον, πολλές επιχειρήσεις αντιμετωπίζουν πλέον κίνδυνο μείωσης των σημαντικών εσόδων τους από τόκους λόγω της πτώσης των επιτοκίων. Αυτό μπορεί να αντισταθμιστεί και με το παραπάνω με την αύξηση των βασικών εσόδων, όπως μέσω αύξησης των συναλλαγών ή του δανεισμού. Οι καταναλωτές επίσης εξακολουθούν να ξοδεύουν και να χρησιμοποιούν τα πιστωτικά μέσα με αρκετά υψηλούς ρυθμούς, ακόμη και όταν τα επιτόκια αυξάνονται. Αλλά δεν είναι σαφές πόσο θα διαρκέσει αυτό αν η οικονομία παρουσιάσει κάμψη.
Είναι επίσης απίθανο οι επενδυτές να παραβλέψουν εντελώς τους πιστωτικούς κινδύνους το 2024, ακόμη και αν το προσδοκώμενο αποτέλεσμα είναι μια «ήπια προσγείωση». Αυτό θα μπορούσε να ισχύσει ιδιαίτερα αν μικρύνει το μαξιλάρι των αποταμιεύσεων των καταναλωτών. «Θα εξακολουθήσουν να υπάρχουν ερωτήματα για το κατά πόσον τα επιχειρηματικά μοντέλα εξακολουθούν να λειτουργούν σε ένα περιβάλλον υψηλότερης επισφάλειας» επισημαίνει ο αναλυτής της Mizuho, Dan Dolev, αναφερόμενος στις καθυστερήσεις πληρωμών δανείων.
Οι εταιρείες Fintech που έδωσαν τη μάχη της ανόδου των επιτοκίων και επιβίωσαν θα βγουν από πολλές απόψεις ισχυρότερες. Ωστόσο, σήμερα θα είναι πιθανότατα πιο δύσκολο από ό,τι πριν να υποστηρίξουν την υπερανάπτυξη.