Μια νομική διαμάχη που προβλέπεται να έχει βαθιές επιπτώσεις στο μέλλον των ειδησεογραφικών οργανισμών πυροδοτεί η προσφυγή των «New York Times» κατά της Microsoft και της OpenAI για παραβίαση πνευματικών δικαιωμάτων.
Στην καταγγελία που κατέθεσαν την Τετάρτη οι «ΝΥΤ» δήλωσαν ότι οι εταιρείες τεχνολογίας εκμεταλλεύτηκαν το περιεχόμενό τους χωρίς άδεια για να δημιουργήσουν προϊόντα τεχνητής νοημοσύνης, μεταξύ των οποίων το ανθρωποειδές chatbot ChatGPT της OpenAI και το Copilot της Microsoft. Τα εργαλεία εκπαιδεύτηκαν με βάση εκατομμύρια άρθρα των «Times», σύμφωνα με την αγωγή, και αξιοποιούν το υλικό αυτό για να δίνουν απαντήσεις στα ερωτήματα των χρηστών.
Η αγωγή ανοίγει ένα νέο μέτωπο σε μια πολυετή σύγκρουση μεταξύ εταιρειών τεχνολογίας και μέσων ενημέρωσης, φέρνοντας αντιμέτωπο έναν από τους μεγαλύτερους παίκτες της βιομηχανίας του Τύπου με τους πρωτοπόρους ενός νέου κύματος τεχνολογίας τεχνητής νοημοσύνης. Σύμφωνα με τους «ΝΥΤ», είχαν προηγηθεί μήνες εμπορικών διαπραγματεύσεων μεταξύ των εταιρειών, χωρίς όμως να υπάρξει συμφωνία.
Οπως αναφέρουν στην καταγγελία τους, οι «ΝΥΤ» θεωρούν πως αποτελούν μία από τις μεγαλύτερες πηγές αποκλειστικών πληροφοριών για την OpenAI και τα προϊόντα τεχνητής νοημοσύνης της Microsoft. Σύμφωνα με την αγωγή, εξαιτίας αυτών των εργαλείων τεχνητής νοημοσύνης χάνεται επισκεψιμότητα που διαφορετικά θα κατευθυνόταν στις διαδικτυακές τοποθεσίες των ΝΥΤ, στερώντας από την εταιρεία έσοδα από διαφημίσεις, άδειες και συνδρομές.
Οι «ΝΥΤ» διεκδικούν αποζημιώσεις, ενώ παράλληλα ζητούν από το δικαστήριο να επιβάλει στις εταιρείες τεχνολογίας να πάψουν να χρησιμοποιούν το περιεχόμενό τους και να καταστρέψουν τα σύνολα δεδομένων που περιλαμβάνουν υλικό τους.
«Τα δημοσιεύματα των «ΝΥΤ» είναι έργο χιλιάδων δημοσιογράφων, η απασχόληση των οποίων κοστίζει εκατοντάδες εκατομμύρια δολάρια ετησίως» αναφέρουν στην καταγγελία τους. «Οι εναγόμενοι έχουν ουσιαστικά αποφύγει να δαπανήσουν τα δισεκατομμύρια δολάρια που επένδυσαν οι «ΝΥΤ» για την παραγωγή αυτού του έργου, παίρνοντάς το χωρίς άδεια ή αποζημίωση».
Οι «ΝΥΤ» ζητούν να διεξαχθεί δίκη με ενόρκους για την αγωγή τους, η οποία κατατέθηκε σε ομοσπονδιακό δικαστήριο των ΗΠΑ στη Νότια Περιφέρεια της Νέας Υόρκης.
Οι εταιρείες τεχνολογίας που κατασκευάζουν εργαλεία δημιουργικής τεχνητής νοημοσύνης υποστηρίζουν συνήθως ότι το περιεχόμενο που είναι διαθέσιμο στο ανοικτό Διαδίκτυο μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την εκπαίδευση των τεχνολογιών τους βάσει μιας νομικής διάταξης που θεσπίζει την αρχή της «δίκαιης χρήσης», η οποία επιτρέπει τη χρήση υλικού που προστατεύεται από πνευματικά δικαιώματα χωρίς άδεια σε ορισμένες περιπτώσεις.
Στην αγωγή τους, οι «ΝΥΤ» απαντούν ότι η αρχή της δίκαιης χρήσης δεν θα πρέπει να εφαρμοστεί σε αυτή την περίπτωση, επειδή τα εργαλεία τεχνητής νοημοσύνης μπορούν να προσφέρουν, σχεδόν αυτολεξεί, μεγάλα κομμάτια κειμένου από τα άρθρα τους.
Το νομικό τοπίο γύρω από τη δημιουργική τεχνητή νοημοσύνη είναι ακόμη θολό, καθώς η συγκεκριμένη τεχνολογία βρίσκεται ακόμη στο ξεκίνημά της. Εχουν ασκηθεί και άλλες αγωγές που ενδεχομένως θα θέσουν υπό εξέταση τα δικαιώματα των εταιρειών τεχνητής νοημοσύνης να «συλλέγουν» περιεχόμενο από το Διαδίκτυο για να εκπαιδεύουν εργαλεία τεχνητής νοημοσύνης. Μεταξύ αυτών είναι και η αγωγή που έχει κατατεθεί εναντίον της OpenAI από μια ομάδα επώνυμων συγγραφέων βιβλίων. Τον Φεβρουάριο η Getty Images μήνυσε την εταιρεία τεχνητής νοημοσύνης Stability AI, ισχυριζόμενη ότι είχε παραβιάσει τα συγγενικά της δικαιώματα. Η Stability AI δήλωσε τότε ότι δεν σχολιάζει εκκρεμείς δικαστικές υποθέσεις.
Το Γραφείο Πνευματικών Δικαιωμάτων των ΗΠΑ έχει ξεκινήσει ήδη να μελετά τα ζητήματα που εγείρει η τεχνητή νοημοσύνη, συμπεριλαμβανομένης «της χρήσης υλικού που προστατεύεται από πνευματικά δικαιώματα στην εκπαίδευση της τεχνητής νοημοσύνης». Τον Αύγουστο εξέδωσε μια ανακοίνωση με την οποία ζητά σχόλια επί του θέματος, ενώ, σύμφωνα με τον ιστότοπό του, εξετάζει κατά πόσον πρέπει να ληφθούν νομοθετικά ή κανονιστικά μέτρα.
Η αγωγή των «ΝΥΤ» ανοίγει την προοπτική ενός ρήγματος στον κόσμο των εκδοτικών ομίλων από τη στιγμή που κάποια μεγάλα έντυπα θα ακολουθήσουν τον δρόμο των ένδικων μέσων, ενώ θα διαπραγματεύονται αποζημιώσεις με την OpenAI, τη Microsoft και την Google, η οποία έχει ξεκινήσει τη δική της προσπάθεια στον τομέα της τεχνητής νοημοσύνης.
Ηδη, κάποιοι δημοσιογραφικοί οργανισμοί, όπως το Associated Press και η Axel Springer, ιδιοκτήτης ενημερωτικών ιστοσελίδων όπως το Politico και το Business Insider, έχουν συνάψει εμπορικές συμφωνίες για την παραχώρηση άδειας χρήσης του περιεχομένου τους στην OpenAI.
Ο Robert Thomson, διευθύνων σύμβουλος της News Corp, μητρικής εταιρείας της «Wall Street Journal», έχει εκφράσει ευθέως τις ανησυχίες του σχετικά με την τεχνητή νοημοσύνη, συμπεριλαμβανομένης της δυνατότητας των εργαλείων αυτών να χρησιμοποιούν το περιεχόμενο των εκδοτικών εταιρειών χωρίς άδεια.
Η News Corp είχε εμπορικές συζητήσεις με εταιρείες τεχνητής νοημοσύνης, αλλά δεν έχει ανακοινώσει κάποια συμφωνία αδειοδότησης.
Πολλά στελέχη ειδησεογραφικών μέσων δεν βλέπουν τις εταιρείες τεχνολογίας με καλό μάτι έπειτα από τις εμπειρίες της τελευταίας δεκαετίας. Η Google και το Facebook βοήθησαν τους εκδότες να προσεγγίσουν το κοινό και να αυξήσουν την επισκεψιμότητά τους στο Διαδίκτυο, αλλά οι εταιρείες τεχνολογίας εξελίχθηκαν σε τρομερούς ανταγωνιστές με αντικείμενο τα δολάρια των διαδικτυακών διαφημίσεων και είχαν τη δύναμη να αυξάνουν ή να περιορίζουν την κυκλοφορία των ειδήσεων με αλγοριθμικές αλλαγές.
Εχοντας αποτύχει να εξασφαλίσουν αυτό που θεωρούσαν το δίκαιο μερίδιό τους από την εκρηκτική ανάπτυξη του Διαδικτύου, η οποία τροφοδοτήθηκε από τις μηχανές αναζήτησης και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, οι εκδότες δεν είναι διατεθειμένοι να έχουν την ίδια μοίρα στην περίπτωση της τεχνητής νοημοσύνης.
Η OpenAI άρχισε να κερδίζει έδαφος πέρυσι με την κυκλοφορία του ChatGPT, το οποίο εντυπωσίασε τους χρήστες παράγοντας γραπτές απαντήσεις που έμοιαζαν γραμμένες από ανθρώπους σε ερωτήματα των χρηστών για σχεδόν οτιδήποτε – από μια συνταγή για σάλτσα μέχρι μια ταξιδιωτική διαδρομή στην Ελλάδα και πληροφορίες για ιστορικά γεγονότα.
Η Microsoft μπήκε στο κάδρο ως σημαντικός εταίρος της OpenAI, συμφωνώντας να επενδύσει 13 δισ. δολάρια στην εταιρεία με αντάλλαγμα ουσιαστικά το 49% των κερδών του κερδοσκοπικού της βραχίονα.
Οι «ΝΥΤ» ανέφεραν ότι τα εργαλεία τεχνητής νοημοσύνης που έχουν δημιουργήσει η OpenAI και η Microsoft, τα οποία βασίζονται εν μέρει στο περιεχόμενό τους, έχουν οδηγήσει σε σημαντικές αυξήσεις της αποτίμησής τους. «Η χρήση της πολύτιμης πνευματικής ιδιοκτησίας άλλων με αυτό τον τρόπο, χωρίς να πληρώνουν γι’ αυτήν, έχει υπάρξει εξαιρετικά επικερδής για τους εναγομένους» σημειώνουν.
Ο A.G. Sulzberger, εκδότης των «ΝΥΤ», έχει μιλήσει δημοσίως λιγότερο ανοιχτά από ό,τι ορισμένοι συνάδελφοί του για τη σοβαρότητα της απειλής που αποτελούν οι πλατφόρμες δημιουργικής τεχνητής νοημοσύνης για τον ειδησεογραφικό κλάδο. Τώρα, η εταιρεία του βρίσκεται στην πρώτη γραμμή του νομικού αγώνα κατά των εταιρειών τεχνητής νοημοσύνης.
Οι «ΝΥΤ» δήλωσαν ότι επικοινώνησαν με τη Microsoft και την OpenAI τον Απρίλιο σε μια προσπάθεια επίτευξης μιας εμπορικής συμφωνίας. «Στόχος των «ΝΥΤ» στο πλαίσιο αυτών των διαπραγματεύσεων ήταν να διασφαλίσουν ότι θα λάβουν εύλογη αξία για τη χρήση του περιεχομένου τους, να διευκολύνουν τη διατήρηση ενός υγιούς ειδησεογραφικού οικοσυστήματος και να βοηθήσουν στην ανάπτυξη της τεχνολογίας δημιουργικής τεχνητής νοημοσύνης με υπευθυνότητα προς όφελος της κοινωνίας και της καλής πληροφόρησης του κοινού» αναφέρει η εταιρεία στην καταγγελία της. Οι «ΝΥΤ» αναφέρονται επίσης σε άλλες συμφωνίες που έχουν συνάψει με μεγάλες τεχνολογικές πλατφόρμες.
Οι «ΝΥΤ» δίνουν προτεραιότητα στις ψηφιακές συνδρομές, με ένα πακέτο που περιλαμβάνει όχι μόνο ειδήσεις αλλά και αθλητικά, μαγειρική, παιχνίδια και προτάσεις προϊόντων. Κατά το τρίτο τρίμηνο του έτους η εταιρεία ανακοίνωσε ότι αριθμεί περισσότερους από εννέα εκατομμύρια ψηφιακούς συνδρομητές.
Οι «ΝΥΤ» παραθέτουν διάφορα παραδείγματα αποτελεσμάτων του ChatGPT της OpenAI που παρουσιάζουν μεγάλη ομοιότητα με αποσπάσματα άρθρων τους. Για παράδειγμα, σύμφωνα με την καταγγελία, η OpenAI αναπαρήγαγε μεγάλα τμήματα μιας έκθεσης του 2019 που βασίστηκε σε μια 18μηνη έρευνα για τον ληστρικό δανεισμό στον κλάδο των ταξί της Νέας Υόρκης.