Τον περασμένο Ιούλιο επτά παιδιά ταξίδεψαν στη Νέα Υόρκη για να συναντήσουν έναν σύμβουλο εκπαίδευσης, ο οποίος θα τα βοηθήσει να γίνουν δεκτά στο Χάρβαρντ και σε άλλα υψηλού κύρους αμερικανικά πανεπιστήμια. Δύο παιδιά ήταν από την Ελβετία, δύο από την Αυστραλία, ένα από τη Βρετανία. Το μικρότερο ήταν μόλις 11 ετών. Τα παιδιά επρόκειτο να συναντήσουν τον Τζέιμι Μπίτον, έναν Nεοζηλανδό 29 ετών, ο οποίος έχει αποκτήσει τη φήμη του γκουρού που έχει σπάσει τους κώδικες για την εισαγωγή μαθητών στα καλύτερα πανεπιστήμια των ΗΠΑ.
Το μήνυμα του Μπίτον προς τα τα παιδιά είναι να βελτιώσουν τις δεξιότητές τους και να καλλιεργήσουν τα ενδιαφέροντά τους στο έπακρο προτού ακόμη αρχίσουν το γυμνάσιο. Να διαλέξουν στρατηγικά τους τομείς στους οποίους μπορούν να διαπρέψουν – και αν συνειδητοποιήσουν ότι δεν μπορούν να είναι άριστα σε έναν συγκεκριμένο τομέα, να τον αλλάξουν και να επιλέξουν κάποιον άλλο. Να βρουν τρόπους ώστε να γίνουν μοναδικά, να ξεχωρίσουν σε ό,τι επιλέξουν, είτε μέσω του επιχειρηματικού τους πνεύματος είτε μέσω υποτροφιών που θα λάβουν είτε μέσω ενός εκτενούς δικτύου δημοσίων σχέσεων.
«Οι άριστες σπουδές άλλαξαν τη ζωή μου» είπε στα παιδιά ο Μπίτον, διευθύνων σύμβουλος και συνιδρυτής της εταιρείας Crimson Education, και πρόσθεσε: «Και μπορούν να αλλάξουν και τη δική σας». «Είναι κάτι σαν τον Στιβ Τζομπς στη συμβουλευτική της εκπαίδευσης» είπε ένας μαθητής ο οποίος ταξίδεψε από την Ιαπωνία για να τον συναντήσει.
Το ενδιαφέρον των επενδυτών
Εκτός όμως από τους μαθητές και τους γονείς τους, τον Μπίτον έχουν επίσης ξεχωρίσει και οι επενδυτές. Η αξία της εταιρείας του, της Crimson, η οποία ιδρύθηκε το 2013, αποτιμάται σήμερα σε 554 εκατ. δολάρια. Εφέτος οι πελάτες του Μπίτον αποτελούν το 2% των μαθητών που έγιναν δεκτοί (και θα αποφοιτήσουν το ακαδημαϊκό έτος 2028) σε πανεπιστήμια όπως το Μπράουν, το Κολούμπια, το Χάρβαρντ, το Πανεπιστήμιο της Πενσιλβάνια.
Οι πελάτες της Crimson Education πληρώνουν από 30.000 έως 200.000 δολάρια για ένα πρόγραμμα τεσσάρων ως έξι ετών, το οποίο περιλαμβάνει από ιδιαίτερα μαθήματα μέχρι προσομοιώσεις εξετάσεων αλλά και συγκεκριμένες συμβουλές στους μαθητές με σκοπό να αποσπάσουν τις καλύτερες συστάσεις των δασκάλων τους και να διακριθούν σε εργασίες πέραν της διδακτέας ύλης, όπως το να γράψουν ένα βιβλίο, να δημοσιεύσουν ένα επιστημονικό άρθρο ή να αρχίσουν ένα podcast.
Η Crimson Education κυριαρχεί στην αναπτυσσόμενη αγορά των συμβούλων εκπαίδευσης στις ΗΠΑ, μια αγορά η οποία προσφέρει στους μαθητές βοήθεια για την εξαιρετικά ανταγωνιστική και περίπλοκη διαδικασία εισαγωγής σε υψηλού κύρους πανεπιστήμια. Oι γονείς είναι πλέον διατεθειμένοι να πληρώσουν όλο και περισσότερα χρήματα προκειμένου τα παιδιά τους να έχουν την ευκαιρία να σπουδάσουν σε ένα ονομαστό πανεπιστήμιο, το οποίο θα τους εξασφαλίσει τα εφόδια να πετύχουν στη ζωή τους.
Τα δίδακτρα
Τα χρήματα που πληρώνουν οι γονείς σε εταιρείες όπως η Crimson έχουν τριπλασιαστεί τα τελευταία είκοσι έτη και φτάνουν πλέον τα 2,9 δισ. δολάρια ετησίως. Σήμερα, τουλάχιστον 10.000 άνθρωποι εργάζονται ως πλήρους απασχόλησης σύμβουλοι εκπαίδευσης στις Ηνωμένες Πολιτείες – το 1990 ο αντίστοιχος αριθμός ήταν λιγότεροι από 100. Επίσης ο αριθμός των μαθητών που κάνουν αίτηση για τα καλύτερα πανεπιστήμια των ΗΠΑ έχει πενταπλασιαστεί τις τελευταίες τρεις δεκαετίες. Ομως το ποσοστό εισαγωγής των μαθητών σε πανεπιστήμια όπως το Γέιλ και το Χάρβαρντ είναι πλέον μικρότερο του 5%, σε σχέση με το 20% των αιτούντων που γίνονταν δεκτοί πριν από δύο γενιές.
Ο Μπίτον δημιούργησε το πρόγραμμα της εταιρείας του με βάση τη δική του προσωπική εμπειρία. Γεννημένος στο Οκλαντ της Νέας Ζηλανδίας, μεγάλωσε μόνο με τη μητέρα του. Αρχισε το δύσκολο ταξίδι του προς τα υψηλότερα κλιμάκια της ανώτατης εκπαίδευσης συναντώντας τους λίγους Νεοζηλανδούς που είχαν γίνει δεκτοί στα καλύτερα αμερικανικά πανεπιστήμια. Ο στόχος του ήταν να γίνει ο μαθητής της Νέας Ζηλανδίας με τα περισσότερα προσόντα για να γίνει δεκτός σε ένα τέτοιο πανεπιστήμιο. Επαιρνε συνεχώς άριστα σε όλα τα μαθήματα και ξεκίνησε δύο μικρές επιχειρήσεις, μια επιχείρηση διανομής δωρεάν εφημερίδων σε καφενεία και μια άλλη μέσω της οποίας πωλούσε βάσεις για iPhone στα αυτοκίνητα. Εργάστηκε επίσης με μερική απασχόληση και σε φαστφουντάδικο.
Αλλάζοντας συνεχώς πεδία
Κάθε φορά που συνειδητοποιούσε ότι δεν μπορούσε να είναι ο καλύτερος σε ένα συγκεκριμένο πεδίο – στο πιάνο, στο τένις ή στην Ολυμπιάδα των Μαθηματικών – άλλαζε πεδίο. Τελικώς διακρίθηκε σε εθνικό επίπεδο στη ρητορική και στη μηχανική. Και κατάφερε να γίνει δεκτός σε 25 από τα καλύτερα πανεπιστήμια του κόσμου – μεταξύ άλλων στο Χαρβαρντ, στο Γέιλ, στο Πρίνστον, στο Στάνφορντ, στο Κολούμπια, στο Ντιουκ και στο Κέιμπριτζ.
Η επιτυχία του έγινε γνωστή στη Νέα Ζηλανδία και άρχισε να δέχεται τηλεφωνήματα από γονείς που τον ρωτούσαν για να μάθουν ποιο ήταν το μυστικό του. Οταν 230 άνθρωποι ήλθαν να παρακολουθήσουν την ομιλία του στο τέλος της τελευταίας σχολικής του χρονιάς, ο Μπίτον κατάλαβε ότι ανοίγεται μπροστά του μια επαγγελματική ευκαιρία. Δανείστηκε 40.000 δολάρια για να μπορέσει να φοιτήσει στο Χάρβαρντ και αμέσως άρχισε να προσλαμβάνει συμφοιτητές του για να τον βοηθήσουν να παρέχει συμβουλές και μαθήματα σε πελάτες τους οποίους είχε ήδη αποκτήσει στη Νέα Ζηλανδία.
Οι οικογένειες που έχουν συνεργαστεί μαζί του περιγράφουν τον Μπίτον ως άνθρωπο προσηνή και ιδιαίτερα πρόθυμο να διδάξει όλες τις στρατηγικές οι οποίες είναι απαραίτητες προκειμένου οι μαθητές του να γίνουν δεκτοί στα καλύτερα πανεπιστήμια. Λεπτός, με πλούσια καστανά μαλλιά, ο Μπίτον λένε ότι μοιάζει περισσότερο με μηχανικό τεχνικής υποστήριξης σε δίκτυα υπολογιστών και λιγότερο με εκατομμυριούχο της βιομηχανίας της τεχνολογίας. Γνωρίζει απ’ έξω και ανακατωτά τα εκπαιδευτικά προγράμματα και τις τακτικές εισόδου των μαθητών στα ονομαστά πανεπιστήμια και το γεγονός ότι προσεγγίζει τον σκοπό του βασιζόμενος «μόνο στα πραγματικά γεγονότα», δηλαδή στις πραγματικές και αποδεδειγμένες κλίσεις των μαθητών, είναι καθησυχαστικό για τους γονείς οι οποίοι αγωνιούν για τα παιδιά τους.
Μόνο διάβασμα, όχι πάρτι
Στο Χάρβαρντ ο Μπίτον σπούδασε Εφαρμοσμένα Μαθηματικά. Τα χρόνια των σπουδών του δεν πήγε ούτε σε ένα πάρτι, ούτε σε έναν ποδοσφαιρικό αγώνα μεταξύ των ομάδων του Χάρβαρντ και του Γέιλ. Μελετούσε όλα τα Σαββατοκύριακα, όλες τις αργίες και κατά τις περιόδους των διακοπών. «Δεν ήθελα να αράζω στην παραλία» λέει. Στο τέλος της πρώτης χρονιάς που λειτούργησε η επιχείρησή του, τα έσοδα ήταν ένα εκατομμύριο δολάρια. Δεν χρειάστηκε να δανειστεί ξανά χρήματα.