Κάτι απροσδόκητο συνέβη κατά τη διάρκεια της εκτόξευσης του πληθωρισμού που ακολούθησε μετά την πανδημία. Οι πιο φτωχοί Αμερικανοί βίωσαν το γεγονός κάπως ηπιότερα από τους άλλους.
Φαίνεται ότι αυτό ήταν μόνο ένα στιγμιαίο διάλειμμα και η επί δεκαετίες τάση της ταχύτερης αύξησης των τιμών για τους φτωχούς από ό,τι για τους πιο εύπορους έχει πιθανόν επανέλθει. Ωστόσο, μια νέα έρευνα φωτίζει μια σημαντική πτυχή, η οποία αφορά το πώς διαφορετικές εισοδηματικές ομάδες βιώνουν τον πληθωρισμό. Επιπλέον, δείχνει ότι οι παραδοσιακές μετρήσεις ενδεχομένως υποτιμούν τη φτώχεια και την ανισότητα.
Συχνά ο πληθωρισμός αντιμετωπίζεται σαν κάτι μονολιθικό. Η Υπηρεσία Στατιστικών Εργασίας του υπουργείου Εργασίας των ΗΠΑ διενεργεί καταναλωτικές έρευνες για να διαμορφώσει το καλάθι με τις μηνιαίες αγορές του μέσου Αμερικανού, που αποτελούν τη βάση του Δείκτη Τιμών Καταναλωτή (CPI). Οι περισσότεροι άνθρωποι, ωστόσο, βιώνουν διαφορετικό επίπεδο πληθωρισμού από εκείνο που δείχνει ο συγκεκριμένος δείκτης. Για παράδειγμα, ένα ζευγάρι που μένει δίπλα σε μια κατά τα άλλα παρόμοια οικογένεια, ίσως χρειάζεται να διανύσει μεγαλύτερη απόσταση για να πάει στη δουλειά του, και έτσι πιθανώς αντιμετωπίζει μεγαλύτερο πρόβλημα με τις τιμές των καυσίμων.
Οι βασικές ανάγκες
Θεωρείται συχνά ότι οι φτωχοί αντιμετωπίζουν υψηλότερα επίπεδα πληθωρισμού γιατί ξοδεύουν περισσότερα σε βασικές ανάγκες, όπως το ενοίκιο. Μια έρευνα του οικονομολόγου του London School of Economics Xavier Jaravel, η οποία δημοσιεύθηκε την Κυριακή 25 Αυγούστου, δείχνει ότι ενώ αυτό κατά κανόνα ισχύει, δεν ίσχυσε στα χρόνια μετά την πανδημία.
Χρησιμοποιώντας τα ίδια στοιχεία που χρησιμοποιούνται για τον δείκτη CPI, ο Jaravel έφτιαξε διαφορετικά καλάθια ανάλογα με τις εισοδηματικές ομάδες. Η μεθοδολογία αυτή είναι παρόμοια με εκείνη της Υπηρεσίας Στατιστικών Εργασίας, λέει. «Οταν εφαρμόζεις αυτή τη μέθοδο, διαπιστώνεις ότι υπάρχουν ουσιώδεις διαφορές στα επίπεδα του πληθωρισμού για κάθε ομάδα».
Από τον Μάιο του 2020 έως τον Μάιο του 2022, όταν ο CPI ανέβηκε κατά 14%, ο Jaravel ανακάλυψε ότι οι τιμές αυξήθηκαν κατά 13,5% για το χαμηλότερο 10% των εισοδημάτων, κατά 13,3% για εκείνους στο δεύτερο χαμηλότερο δεκατημόριο, και κατά 13,5% για τους ανθρώπους στο υψηλότερο ποσοστιαίο δεκατημόριο. Ωστόσο, οι τιμές αυξήθηκαν περισσότερο για άλλες, ενδιάμεσες ομάδες, όπως εκείνες του έκτου και του έβδομου εισοδηματικού δεκατημόριου, όπου η αύξηση ήταν 14,8%.
Μεταφορές
Οι κυριότεροι παράγοντες αύξησης του διαφοροποιημένου πληθωρισμού ήταν τα καύσιμα, που αυξήθηκαν κατά 132% σε εκείνο το διάστημα, καθώς και τα καινούργια και μεταχειρισμένα οχήματα, η τιμή των οποίων αυξήθηκε κατά 30%. Η ομάδα των φτωχότερων αφιερώνει μικρότερο μέρος των δαπανών της σε αυτοκίνητα και καύσιμα και περισσότερο στις δημόσιες συγκοινωνίες. Ακόμη όμως και στο εσωτερικό κάποιων εισοδηματικών ομάδων, τα επίπεδα του πληθωρισμού εμφανίζουν διαφορές.
Κάποιοι φτωχοί άνθρωποι, όπως εκείνοι που ζουν σε αγροτικές περιοχές και έχουν να διανύσουν μεγάλες αποστάσεις χωρίς να έχουν πρόσβαση σε δημόσια συγκοινωνία, είναι σχεδόν βέβαιο ότι, μετά την έναρξη της πανδημίας, αντιμετώπισαν σημαντικά υψηλότερα επίπεδα πληθωρισμού από ό,τι άλλοι φτωχοί άνθρωποι.
Επιπλέον, έχοντας μικρότερο οικονομικό μαξιλάρι, οι φτωχοί μπορεί να δυσκολεύονται περισσότερο να αντιμετωπίσουν τον πληθωρισμό και αυτό να τους προκαλεί μεγαλύτερο άγχος. Ωστόσο, ένα γενικό ενθαρρυντικό συμπέρασμα που προκύπτει από την ανάλυση του Jaravel είναι ότι οι χαμηλότερα αμειβόμενοι εργαζόμενοι είχαν μεγάλα μισθολογικά οφέλη μετά την πανδημία, το οποίο ίσως τους έδωσε και μεγαλύτερη καταναλωτική δύναμη.
Ταχεία αύξηση
Τα στοιχεία του Jaravel δείχνουν ότι σε ετήσια βάση ο πληθωρισμός για τους φτωχούς τείνει να είναι λίγο υψηλότερος από ό,τι για τους υπόλοιπους, γιατί οι περισσότερες από τις δαπάνες τους αφορούν πράγματα οι τιμές των οποίων αυξάνονται με ταχύτερο ρυθμό από ό,τι ο γενικός δείκτης τιμών καταναλωτή, όπως τα ενοίκια, το ηλεκτρικό ρεύμα και τα προϊόντα καπνού, και λιγότερο πράγματα οι τιμές των οποίων αυξάνονται πιο αργά, όπως τα οχήματα και τα αεροπορικά εισιτήρια.
Η Katharine Abraham, οικονομολόγος του Πανεπιστημίου του Μέριλαντ και πρώην επικεφαλής στην Υπηρεσία Στατιστικών Εργασίας, λέει ότι αρκετές από τις μελέτες που γίνονται τώρα στις οικονομικές επιστήμες είναι αφιερωμένες στη μέτρηση της κατανομής του εισοδήματος, του πλούτου και της κατανάλωσης. Η έρευνα του Jaravel «μας λέει ότι δεν μπορούμε να το καταλάβουμε πραγματικά όλο αυτό χωρίς να σκεφτούμε και τις τιμές που έχει να αντιμετωπίσει ο κόσμος» επισημαίνει η ίδια.
Οι δείκτες τιμών
Η έρευνα βασίζεται στο έργο άλλων οικονομολόγων, μεταξύ των οποίων και οικονομολόγων της Υπηρεσίας Στατιστικών Εργασίας. Σε αντίθεση με αυτούς, ο Jaravel μπορεί να ενημερώνει τους δείκτες του με τα στοιχεία που ανακοινώνονται για τον πληθωρισμό κάθε μήνα.
Τα σωρευτικά στοιχεία για τον πληθωρισμό που παρέχονται από την Υπηρεσία Στατιστικών Εργασίας και το υπουργείο Εμπορίου είναι απαραίτητα για τη μέτρηση της οικονομικής ανάπτυξης με όρους προσαρμοσμένους στον πληθωρισμό. Ομως, «αν κάποιος θέλει να εξετάσει την ευημερία διαφορετικών τμημάτων της κοινωνίας και διαφορετικών ομάδων… θα πρέπει να χρησιμοποιήσει διαφορετικούς δείκτες τιμών» είπε ο David Johnson, οικονομολόγος στις Εθνικές Ακαδημίες Επιστημών, Μηχανικής και Ιατρικής, ο οποίος έχει υπηρετήσει στο παρελθόν στην Υπηρεσία Στατιστικών Εργασίας ως υπεύθυνος για την παρακολούθηση του CPI. Δεν θα είναι εύκολο να βρεθεί τρόπος να αξιοποιηθούν στην πράξη αυτές οι διαπιστώσεις για τη διαφοροποίηση του πληθωρισμού. Θα πρέπει οι κοινωνικές παροχές να αναπροσαρμόζονται ανάλογα με τον πληθωρισμό των χαμηλότερων εισοδημάτων; Οι παροχές κοινωνικής ασφάλισης και οι στρατιωτικές συντάξεις; Ωστόσο, τα ερωτήματα αυτά δεν μπορούν να τεθούν – πόσο μάλλον να απαντηθούν – χωρίς να ληφθούν υπόψη τα στοιχεία που έχουν προκύψει από την έρευνα του Jaravel.