Οι υπεύθυνοι για τον οικονομικό σχεδιασμό της Ευρωπαϊκής Ενωσης ίσως θα ήθελαν να φωνάξουν «ΗΠΑ, ΗΠΑ!». Ωστόσο, η τραγική ειρωνεία είναι ότι, για να μιμηθούν σήμερα την Αμερική, θα χρειαστεί μεγαλύτερη κρατική παρέμβαση.

Το πολιτικό σκηνικό της Ενωσης κλυδωνίστηκε την περασμένη εβδομάδα από τη δημοσίευση της πολυαναμενόμενης έκθεσης του Μάριο Ντράγκι, του πρώην προέδρου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας στον οποίο πιστώνεται η διάσωση της ευρωζώνης το 2012. Η έκθεση αφορά τον τρόπο με τον οποίο μπορεί να ανακοπεί η οικονομική στασιμότητα, η οποία έχει επιδεινωθεί από τον ανταγωνισμό που δημιουργούν οι κινεζικές εξαγωγές και το τέλος της φθηνής ρωσικής ενέργειας.

Η πρότασή του για αύξηση του κοινού ευρωπαϊκού χρέους προκάλεσε εκ νέου την πάγια αρνητική αντίδραση της Γερμανίας.

Πολιτικό παιχνίδι

Η διαφωνία αυτή, ωστόσο, είναι ένα πολιτικό παιχνίδι που αποπροσανατολίζει τη συζήτηση από τα πραγματικά ζητήματα. Το κρίσιμο σημείο της έκθεσης είναι ότι «η ΕΕ θα πρέπει να επιδιώξει να ακολουθήσει το παράδειγμα των ΗΠΑ ως προς την αύξηση της παραγωγικότητας και την καινοτομία», επισημαίνοντας ότι τα τελευταία 50 χρόνια δεν έχει υπάρξει καμία εισηγμένη ευρωπαϊκή εταιρεία με αξία άνω των 100 δισεκατομμυρίων ευρώ (111 δισ. δολαρίων). Στην Αμερική, η Apple, η Microsoft, η Nvidia, η Amazon.com, η Alphabet και η Meta Platforms ξεπερνούν όλες το 1 τρισεκατομμύριο δολάρια.

Τι σημαίνει, όμως, να ακολουθήσει ο παράδειγμα των ΗΠΑ; Ο Ντράγκι υπογράμμισε τη σημασία του τεχνολογικού τομέα, λέγοντας ότι σε αυτόν οφείλεται το σύνολο σχεδόν της υπεραπόδοσης της παραγωγικότητας στις ΗΠΑ τα τελευταία 20 χρόνια. Υποστηρίζει ότι «η Ευρώπη δεν έχει την πολυτέλεια να παραμείνει εγκλωβισμένη» σε παλιούς κλάδους.

Αυτή η «κάθετη» έμφαση σε έναν μόνο τομέα αποτελεί μεγάλη μετατόπιση από το status quo της εποχής μετά τη δεκαετία του 1980, το οποίο ενθάρρυνε την ελευθερία των αγορών, την επιχειρηματικότητα και τις «οριζόντιες» πολιτικές που αποσκοπούσαν στην τόνωση του συνόλου της ευρωπαϊκής οικονομίας, όπως την εκπαίδευση του εργατικού δυναμικού και τη δημιουργία υποδομών. Η άποψη αυτή αποτυπώνεται στο ίδιο το θεμέλιο της Ευρωπαϊκής Ενωσης, τη Συνθήκη του Μάαστριχτ του 1992.

Η παραγωγικότητα

Το γιατί οι ΗΠΑ είναι πιο παραγωγικές είναι ένα παλιό ερώτημα. Τέθηκε το 1928 από τον Allyn Young, τον αμερικανό πρόεδρο του London School of Economics. Σε μια ομιλία του, απέρριψε την άποψη ότι το χάσμα παραγωγικότητας μεταξύ Ευρώπης και ΗΠΑ οφειλόταν στην καλύτερη λειτουργία των αμερικανικών εταιριών. «Το γεγονός ότι η Αμερική αποτελεί τη μεγαλύτερη εγχώρια αγορά στον κόσμο», υποστήριξε, σημαίνει ότι «εκεί είναι οικονομικά συμφέρουσες και κερδοφόρες παραγωγικές μέθοδοι οι οποίες αλλού δεν θα ήταν κερδοφόρες». Με την πάροδο του χρόνου, αυτό έχει ως αποτέλεσμα να αποτελεί πρόσφορο έδαφος για την ανάπτυξη των πιο σύνθετων κλάδων.

Το συμπέρασμα είναι ότι οι επιχειρήσεις προβαίνουν σε μεγάλες επενδύσεις που αυξάνουν την παραγωγικότητα μόνο εάν δραστηριοποιούνται σε αναπτυξιακούς τομείς που έχουν προοπτική. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο υπάρχει χάσμα μεταξύ Ευρώπης και ΗΠΑ ως προς τον δείκτη των επενδύσεων εκτός του κατασκευαστικού κλάδου: Οι τρεις κορυφαίοι χρηματοδότες στον τομέα της έρευνας στην ΕΕ τα τελευταία χρόνια ήταν σταθερά οι εταιρείες βενζινοκίνητων αυτοκινήτων. Αντίθετα, στις ΗΠΑ οι μεγάλοι επενδυτές στον τομέα της έρευνας και ανάπτυξης προέρχονταν από τον κλάδο των αυτοκινήτων και των φαρμάκων στη δεκαετία του 2000, έπειτα, στη δεκαετία του 2010, από τον κλάδο του λογισμικού και του υλικού υπολογιστών, και πιο πρόσφατα από τις ψηφιακές εφαρμογές.

Ωστόσο, οι χώρες δεν μπορούν εύκολα να εισέλθουν σε αυτούς τους πιο σύνθετους τομείς, επειδή οι αυξανόμενες αποδόσεις κλίμακας παραγωγής δημιουργούν ένα φυσικό εμπόδιο απέναντι σε κάθε καινοτόμο επιχειρηματικό εγχείρημα.

Ευνοϊκές ρυθμίσεις

Πράγματι, ο σημερινός κόσμος των «εταιρειών που τα σαρώνουν όλα», των παγιωμένων εμπορικών ανισορροπιών και της συγκέντρωσης σε λίγες μητροπολιτικές περιοχές δεν μπορεί να εξηγηθεί πλήρως από τα συγκριτικά πλεονεκτήματα ή ακόμη και από τις επιπτώσεις των μη ευθυγραμμισμένων συναλλαγματικών ισοτιμιών και ροών κεφαλαίων.

Το ίδιο ισχύει και για την ιστορία οποιασδήποτε χώρας που προσπάθησε ποτέ να κάνει ένα οικονομικό άλμα. Οι ΗΠΑ, παρά τα διαπιστευτήριά τους στο πεδίο της ελεύθερης οικονομίας, στη φάση που οι ίδιες προσπαθούσαν να πλησιάσουν τις επιδόσεις της Μεγάλης Βρετανίας τον 19ο αιώνα, εφάρμοσαν με πάθος τον βιομηχανικό προστατευτισμό. Οι πιο πρόσφατες επιτυχίες, όπως αυτές της Ιαπωνίας και της Νότιας Κορέας, βασίστηκαν σε μεγάλο βαθμό σε τομείς και εξαγωγικές αγορές που στηρίχθηκαν με ευνοϊκές ρυθμίσεις.

Οι ΗΠΑ πρωτοστατούσαν στις πολυμερείς ελεύθερες εμπορικές συναλλαγές στο δεύτερο μισό του 20ού αιώνα και είχαν άφθονα κίνητρα για να το πράττουν μέχρι πολύ πρόσφατα. Οι αμερικανικές εταιρείες της Silicon Valley, που προέκυψαν εν μέρει από προηγούμενες στρατιωτικές επενδύσεις, χρησιμοποίησαν τις οικονομίες δικτύου για να επικρατήσουν διεθνώς.

Η Κίνα

Αλλά η Αμερική άρχισε να αλλάζει στάση καθώς η Κίνα εξελίχθηκε σε άμεσο ανταγωνιστή της. Οι επιδοτήσεις στη βιομηχανία και το τεράστιο μέγεθος της εγχώριας αγοράς επιτρέπουν τώρα στην Κίνα να κατακλύζει τις παγκόσμιες αγορές με ηλεκτρικά οχήματα, ηλιακούς συλλέκτες και άλλες προηγμένες τεχνολογίες που κατασκευάζονται με κόστος ανέφικτο για τους δυτικούς ανταγωνιστές μικρότερης κλίμακας.

Η απάντηση ήρθε αρχικά μέσω των δασμών που θέσπισε ο Ντόναλντ Τραμπ και, στη συνέχεια, μέσω των νόμων Chips and Science Act και Inflation Reduction Act του προέδρου Μπάιντεν, που εξασφάλισαν ομοσπονδιακές επιχορηγήσεις για τις εγχώριες βιομηχανίες ημιαγωγών, ηλεκτρικών οχημάτων και καθαρής ενέργειας. Παρά τις δυσκολίες, όπως δείχνουν τα προβλήματα της Intel, αυτό οδήγησε σε ραγδαία ανάπτυξη των βιομηχανικών κατασκευών.

Η ΕΕ, όμως, απέτυχε να αντιδράσει στον ίδιο βαθμό, παραλυμένη από την κατακερματισμένη διακυβέρνηση, τα συμφέροντα των γερμανικών εταιρειών στην Κίνα και τη Ρωσία και από το οξύ σύνδρομο που τη διακατέχει να πείθεται από την ίδια της την προπαγάνδα περί ελεύθερης αγοράς.

Η εικόνα του Ντράγκι ως του απόλυτου τεχνοκράτη τού δίνει μια ευκαιρία να το αλλάξει αυτό, αποφεύγοντας παράλληλα μια καταστροφικά προστατευτική στροφή. Για να το πετύχει, στην 400 σελίδων έκθεσή του προτείνει μια εμπορική πολιτική που θα βασίζεται σε μια «κατά περίπτωση ανάλυση» των παραγόντων που θα ενισχύσουν την αύξηση της παραγωγικότητας και μια βιομηχανική στρατηγική που θα βασίζεται στην επιλογή συγκεκριμένων τομέων και όχι συγκεκριμένων ανταγωνιστών.

Οι ημιαγωγοί

Στην περίπτωση των ημιαγωγών, προκρίνει τα χυτήρια που απευθύνονται σε ισχυρούς ευρωπαϊκούς τομείς, όπως η αυτοκινητοβιομηχανία και ο εξοπλισμός δικτύων, ως ώριμα για επιδοτήσεις. Στη διαστημική βιομηχανία, προωθεί στοχευμένα κριτήρια επιλογής για τη μεγέθυνση των εγχώριων εταιριών. Στον τομέα της τεχνολογίας της ηλιακής ενέργειας, προτείνει την υιοθέτηση μέτρων για την αντιμετώπιση των εμπορικών πρακτικών και της πλεονάζουσας παραγωγικής ικανότητας της Κίνας, αλλά προειδοποιεί επίσης ότι τα πολύ σκληρά αντίποινα θα μπορούσαν να θέσουν σε κίνδυνο το εμπορικό πλεόνασμα της Ενωσης στον τομέα της αιολικής τεχνολογίας.

Εχει συμβεί και στο παρελθόν: Στις αρχές της δεκαετίας του 1990, η Airbus ήταν μια ζημιογόνος κοινοπραξία διαφόρων ευρωπαϊκών κρατών. Χάρη στην κρατική υποστήριξη και μια καλά στοχευμένη εμπορική στρατηγική, είναι σήμερα η κορυφαία κατασκευάστρια εταιρεία αεροσκαφών στον κόσμο.

Η λεγόμενη συναίνεση της Ουάσιγκτον στα τέλη του 20ού αιώνα προέβαλλε το ελεύθερο εμπόριο και τη φιλελεύθερη οικονομική διαχείριση. Σήμερα, το να παίζεις όπως οι ΗΠΑ σημαίνει στοχευμένο προστατευτισμό και επιθετικές κρατικές επιδοτήσεις στους τομείς της υψηλής τεχνολογίας.