Εκλογές ΗΠΑ 2024: Γιατί πήγαν χειρότερα από το 2020 οι Δημοκρατικοί

Η 10ετής μονομανία με τον Τραμπ έκανε το κόμμα να αποστρέψει το βλέμμα από το τι ήθελαν πραγματικά οι ψηφοφόροι - Η πολιτική αποτυχία των Bidenomics και η ευκαιρία των Ρεπουμπλικανών

Η δεκαετής μονομανία του αμερικανικού φιλελευθερισμού με τον Τραμπ έχει πλέον αποδειχθεί ότι ήταν ιστορικό λάθος. Δεν υπάρχει αντίστοιχο παράδειγμα στην αμερικανική πολιτική όπου ένα πολιτικό κόμμα και τα φίλα προσκείμενα προς αυτό μέσα ενημέρωσης να επιτρέψουν να εκτραπούν τόσο ολοκληρωτικά από την προσωπικότητα ενός ατόμου.

Ξεχάστε την πρώτη προεδρική θητεία του Τραμπ. Ή την 6η Ιανουαρίου και τη διάψευση των αρνητών των εκλογών. Τελικά το 2021 ο Ντόναλντ Τραμπ πήγε στο Μαρ-α-Λάγκο για να επιδοθεί στο γκολφ. Δεν υπήρχαν σύμμαχοι του Τραμπ. Τότε, αίφνης, οι Δημοκρατικοί σε εθνικό, πολιτειακό και τοπικό επίπεδο πέτυχαν διώξεις του πρώην προέδρου. Οπως ήταν φυσικό, αυτός επανεμφανίστηκε για να αντεπιτεθεί.

Κατευθύνοντας όλη την ψυχική τους ενέργεια προς τον Τραμπ, οι Δημοκρατικοί απέστρεψαν το βλέμμα από τον αμερικανικό λαό τα τελευταία τέσσερα χρόνια. Πόσο υψηλό τίμημα πληρώνουν σήμερα για αυτό.

Τι δεν έδειξαν οι δημοσκοπήσεις

Τις τελευταίες εβδομάδες της προεκλογικής περιόδου, σχεδόν όλες οι δημοσκοπήσεις έδειχναν τον Τραμπ και την Κάμαλα Χάρις να φέρνουν στατιστική ισοπαλία στις επτά αμφιταλαντευόμενες Πολιτείες. Ηταν ομολογουμένως ένα εκπληκτικό αποτέλεσμα και το ερώτημα έγινε: Μήπως οι δημοσκοπήσεις «χάνουν» κάτι;

Οντως έχαναν κάτι. Εχαναν την απώλεια της πίστης του κοινού ότι το Δημοκρατικό Κόμμα εκπροσωπεί τα συμφέροντά του.

Η συνήθης πρακτική της πολιτικής είναι να δημιουργεί πολιτικές και στη συνέχεια να τις πουλάει στους ψηφοφόρους ως την καλύτερη έκφραση των συμφερόντων τους. Αυτό έκαναν πάντα οι πολιτικές μηχανές. Η αξιόπιστη αυτή στρατηγική επανεκλογής παραβλέπει ότι οι ψηφοφόροι τελικά αποφασίζουν οι ίδιοι πού βρίσκονται τα συμφέροντά τους, όπως έκαναν την περασμένη Τρίτη. Περισσότερο από οτιδήποτε άλλο, οι εκλογές του 2024 φαίνεται ότι επαναπροσδιόρισαν τι κατανοεί η πλειοψηφία ότι συνιστά οικονομικό της συμφέρον.

Το να κατηγορηθεί η Κάμαλα Χάρις για την εκλογική ήττα συνιστά υπεκφυγή. Αν ο Τζο Μπάιντεν ήταν ακμαίος και είχε διεξαγάγει τη δική του προεκλογική εκστρατεία, το αποτέλεσμα θα ήταν ακριβώς το ίδιο.

Η πολιτική αποτυχία των Bidenomics

Στη διάρκεια της θητείας του Μπάιντεν υπήρξαν δύο ενδιαφέρουσες ιστορίες. Η μία ήταν οι ποινικές διώξεις του Τραμπ που κυριαρχούσαν στις ειδήσεις και σήμαιναν βεβαίως δωρεάν διαφήμιση για τον Τραμπ. Λιγότερο δραματική αλλά εξίσου επίμονη ήταν η αξιοσημείωτη αποτυχία των οικονομικών πολιτικών του Μπάιντεν να κερδίσουν την εύνοια του κοινού. Ο Λευκός Οίκος των Μπάιντεν – Χάρις έχει κάθε δικαίωμα να αναρωτιέται γιατί η δαπάνη τόσων τρισεκατομμυρίων σε τόσα εγχώρια προγράμματα δεν συγκίνησε πολιτικά τον κόσμο.

Η Χάρις αγνόησε σε μεγάλο βαθμό τις τεράστιες δαπάνες του Μπάιντεν, περιλαμβανομένων εκείνων για το κλίμα, προωθώντας αντ’ αυτών τα δικά της σχέδια για έλεγχο των τιμών των βασικών αγαθών και επιδόματα για την αγορά σπιτιού και τη φύλαξη των παιδιών. Η πολιτική αποτυχία των Bidenomics, όμως, αποτελεί κεντρικό σημείο για να κατανοήσουμε την εκλογική ήττα των Δημοκρατικών.

Το σημείο καμπής ξεκίνησε στις προκριματικές εκλογές για το χρίσμα του Δημοκρατικού Κόμματος το 2020, όταν ο βουλευτής της Νότιας Καρολίνας Τζιμ Κλάιμπερν υποστήριξε τον Τζο Μπάιντεν έναντι του προοδευτικού αντιπάλου του, γερουσιαστή Μπέρνι Σάντερς.

Ο βουλευτής Κλάιμπερν, που ανδρώθηκε πολιτικά στη διάρκεια της προεδρίας του Λίντον Τζόνσον και των μεγάλων κοινωνικών προγραμμάτων του, κατάλαβε ότι ο σοσιαλισμός του Σάντερς θα προκαλούσε δυσφορία στους ψηφοφόρους. Γι’ αυτό έστρεψε το κόμμα προς ένα φιλελεύθερο μέλος του κατεστημένου του, που ήταν ο Μπάιντεν. Αυτό που δεν αντιλήφθηκαν ούτε ο Κλάιμπερν ούτε οι ομοϊδεάτες του Δημοκρατικοί, και έχει πλέον κοστίσει πάρα πολύ στο κόμμα, είναι ότι τελείωνε η εποχή του πολιτικού μοντέλου του ίδιου αυτού κατεστημένου, το οποίο ήταν μισό αιώνα παλαιό και συνίστατο στο να κάνει τον κόσμο να πιστέψει ότι τα οικονομικά του συμφέροντα εξαρτώνται από τη μεταφορά χρημάτων από το ομοσπονδιακό κράτος.

Η Χάρις βάσισε την προεκλογική της εκστρατεία σε αυτή την ιδέα και η αποτυχία αυτής, που αντικατοπτρίζεται στις σφυγμομετρήσεις για τις οικονομικές πολιτικές του Μπάιντεν, εξηγούν εν μέρει γιατί τα πήγε χειρότερα απ’ όσο ο Μπάιντεν το 2020. Για τους φιλελεύθερους, τα Bidenomics ήταν μια αποθέωση – και το τελευταίο ζήτω του σύγχρονου Δημοκρατικού Κόμματος.

Η μετακίνηση των ψηφοφόρων

Κεντρικό κομμάτι της προεδρίας Μπάιντεν ήταν το Αμερικανικό Σχέδιο Διάσωσης, πολλών τρισεκατομμυρίων δολαρίων, του 2021. Η τεράστια αυτή νομοθέτηση δεν έκανε τίποτα πολιτικά για τον Μπάιντεν. Αυτό που έκανε όμως ήταν ότι πυροδότησε μια αναπόφευκτη πληθωριστική σπείρα των τιμών που σχετίζονται με τα νοικοκυριά, η οποία διάβρωσε τα μισθολογικά κέρδη.

Δεν μπορούμε να τονίσουμε αρκετά πόσο σημαντική ήταν σε αυτές τις εκλογές η απώλεια υποστήριξης ανάμεσα στους μαύρους και τους ισπανόφωνους ψηφοφόρους (περιλαμβανομένων των γυναικών) καθώς και των νεαρών λευκών ανδρών. Ας το κρατήσουμε απλό. Οταν κοιτούν τον Ντόναλντ Τραμπ, βλέπουν άραγε τη μείωση της φορολογίας των επιχειρήσεων από 35% στο 21% το 2017, την οποία χλεύασε η Χάρις ως παραχώρηση προς τους δισεκατομμυριούχους; Οχι, βλέπουν κάτι που τους αρέσει και το θαυμάζουν – έναν αμετανόητο προνομιούχο, έναν άνδρα που μοιάζει με την προσωποποίηση του πλούτου που δημιουργήθηκε από την ατομική προσπάθεια αντί για μια ακόμη επιταγή από την κυβέρνηση.

Η Χάρις και το ευρύ δίκτυό της από συμμάχους – οι προοδευτικοί δισεκατομμυριούχοι της Σίλικον Βάλεϊ, οι αναρίθμητες διασημότητες και ιδίως οι Ομπάμα – επιθυμούσαν οι ψηφοφόροι αυτοί να δουν την εφιαλτική δημιουργία δικής τους κατασκευής ονόματι Τραμπ. Θεωρούσαν εαυτούς προστάτες των συμφερόντων των μειονοτήτων. Αυτή η αυτο-υπόληψη χρειάζεται επανεξέταση. Αυτό που είδαν περισσότερο από οτιδήποτε άλλο οι πρώην ψηφοφόροι των Δημοκρατικών ήταν ένας νεο-αναδυόμενος ορισμός της οικονομικής ευκαιρίας. Οι επιχειρήσεις δεν είναι εχθρός του λαού.

Τα εκλογικά αποτελέσματα δείχνουν ότι αυτή η μετακίνηση μακριά από το 50 ετών παλαιό δημοκρατικό κατεστημένο δεν θα είναι προσωρινή. Ο Τραμπ έλαβε το 46,5% των ψήφων στο Νιου Τζέρσεϊ. Στην κούρσα για τη Γερουσία στη Βιρτζίνια, ο Ρεπουμπλικανός υποψήφιος Χουνγκ Κάο, που έφτασε στις ΗΠΑ ως πρόσφυγας από το Βετνάμ το 1975 και υπηρέτησε στον αμερικανικό στρατό, έλαβε 46% έναντι του αντιπάλου του, γερουσιαστή Τιμ Κέιν. Ο Δήμος του Κουίνς στη Νέα Υόρκη χάρισε στον Τραμπ 38% των ψήφων.

Με τον έλεγχο της Γερουσίας, οι Ρεπουμπλικανοί έχουν όντως μια μεγάλη ευκαιρία. Αλλά το ίδιο και οι Δημοκρατικοί με την ιστορική ήττα τους. Αν θα την αναγνωρίσουν.

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.