Οι διαμαρτυρόμενοι φοιτητές του Κολούμπια ζητούν από το πανεπιστήμιο να πουλήσει τις επενδύσεις του σε εταιρείες που συνδέονται με το Ισραήλ. Το αίτημά τους φαντάζει χρηματοοικονομικό, αλλά στον βαθμό που τα χρήματα θα έκαναν κάποια διαφορά – όχι μεγάλη – θα βρίσκονταν οι ίδιοι σε χειρότερη θέση και οι φίλοι του Ισραήλ σε καλύτερη.
Η εκστρατεία υπέρ της αποεπένδυσης, μαζί με το αίτημα των φοιτητών για τη διακοπή των ακαδημαϊκών δεσμών με τα ισραηλινά πανεπιστήμια, μπορεί μόνο να επιτύχει στο να απομονώσει πολιτισμικά το Ισραήλ. Δεν μπορεί να λειτουργήσει από οικονομική άποψη, συνεπώς η μοναδική πιθανότητα επιτυχίας που έχει είναι μήπως οι Ισραηλινοί, απαυδισμένοι από το να τους φέρονται σαν να είναι οι κακοί, αποφασίσουν να πιέσουν την κυβέρνησή τους να αλλάξει κατεύθυνση.
Δεν θα επεκταθώ πολύ στην πολιτική διάσταση, παρά μόνο για να πω ότι ο παραλληλισμός που γίνεται συχνά με το μποϊκοτάζ του απαρτχάιντ στη Νότια Αφρική δεν είναι ακριβής. Εκείνο το μποϊκοτάζ διήρκεσε δεκαετίες, αφορώντας κυρίως καταναλωτές και όχι επενδυτές, και είχε σοβαρές οικονομικές επιπτώσεις στις εξαγωγές της χώρας. Η διακοπή των ακαδημαϊκών σχέσεων με τη Νότια Αφρική δεν είχε, σύμφωνα με έρευνες, και τόσο σαφή αντίκτυπο όσο πιστεύουν οι φοιτητές σήμερα.
Αλλά οι οικονομικές επιπτώσεις, ή η έλλειψή τους, χρειάζονται διερεύνηση. Και υπάρχει ένας πολύ διδακτικός παραλληλισμός: οι άστοχες απαιτήσεις να σταματήσουν οι επενδύσεις σε εταιρείες ορυκτών καυσίμων προκειμένου να επιβραδυνθεί η κλιματική αλλαγή.
Οι οικολόγοι πιστεύουν πως αν τα πανεπιστήμια και άλλοι πουλήσουν τις μετοχές τους από εταιρείες άνθρακα και πετρελαίου, αυτό θα επηρεάσει την παραγωγή ορυκτών καυσίμων. Δεν την επηρέασε, και δεν θα την επηρεάσει, για τρεις λόγους που ισχύουν επίσης και στην περίπτωση του Ισραήλ.
Σταγόνα στον ωκεανό
Πρώτον, υπάρχει πάρα πολύ κεφάλαιο εκεί έξω. Τα κληροδοτήματα των πανεπιστημίων είναι μεγάλα (το Κολούμπια έχει $14 δισ.), αλλά αποτελούν σταγόνα στον ωκεανό των κεφαλαίων που περιστρέφονται γύρω από τις μεγάλες εταιρείες. Η Microsoft και μόνο, της οποίας τις μετοχές οι φοιτητές απαιτούν από το πανεπιστήμιο να πουλήσει, αποτιμάται στα $3 τρισ.
Ακόμη και αν πολλά πανεπιστήμια πουλήσουν τις μετοχές τους, ο αντίκτυπος θα είναι αμελητέος. Υπάρχουν πολύ περισσότεροι άνθρωποι με τεράστιες περιουσίες που δεν ενδιαφέρονται για τυχόν δεσμούς με το Ισραήλ (ή το πετρέλαιο).
Οι επενδυτές που θα πουλήσουν για να διαμαρτυρηθούν κατά του Ισραήλ θα διαπιστώσουν ότι άλλοι επενδυτές είναι πρόθυμοι να αγοράσουν για καθαρά οικονομικούς λόγους. Και ορισμένοι υποστηρικτές του Ισραήλ με βαθιές τσέπες μπορεί να έχουν χρήματα να διαθέσουν, τα οποία ενδεχομένως θα είχαν γίνει διαφορετικά δωρεά προς κάποιο πανεπιστήμιο.
Ας δούμε την εκστρατεία για το κλίμα. Η πιο διαδεδομένη αποεπένδυση αφορά τις εταιρείες άνθρακα, που τα μεγάλα συνταξιοδοτικά ταμεία και κληροδοτήματα συμφώνησαν να αποκλείσουν και οι οποίες είναι σχεδόν καθολικά απαγορευμένες από τα ταμεία που πραγματοποιούν επενδύσεις περιβαλλοντικές, κοινωνικές και εταιρικής διακυβέρνησης (ESG).
Αλλά όταν ο κόσμος αποφάσισε ότι ήθελε περισσότερο άνθρακα, αφότου η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία οδήγησε σε ενεργειακές ελλείψεις, κανένας βαθμός αποφυγής από τους επενδυτές δεν κατάφερε να σταματήσει την απότομη άνοδο των μετοχών των εταιρειών άνθρακα.
Οι επενδυτές που επιθυμούν να σταματήσει η χρήση άνθρακα θα έπρεπε να είχαν πάψει οι ίδιοι να χρησιμοποιούν άνθρακα ή να είχαν πιέσει τις κυβερνήσεις νωρίτερα να απαγορεύσουν τη χρήση άνθρακα, όχι να προσπαθούν να επηρεάσουν με κάποιον τρόπο την παραγωγή αποφεύγοντας τις μετοχές εταιρειών άνθρακα.
Καμία επίδραση
Δεύτερον, οι μικροαλλαγές στις τιμές των μετοχών δεν έχουν καμία επίδραση στις εταιρικές επενδυτικές αποφάσεις. Είναι πολύ δύσκολο να εντοπίσουμε τις επιπτώσεις των επιτοκίων στις εταιρικές επενδύσεις, πόσω μάλλον των τιμών των μετοχών.
Ακόμη και αν υπήρχε κάποια οριακή επίδραση στην αποτίμηση της αξίας μιας εταιρείας από μια μαζική αποεπένδυση – και τα αποδεικτικά στοιχεία λένε ότι σε κάθε περίπτωση θα ήταν ελάχιστη ή καμία –, η επίδραση στις επενδυτικές αποφάσεις θα ήταν ακόμη πιο οριακή.
Είναι πολύ πιθανότερο το Ισραήλ να δυσκολευτεί να προσελκύσει κεφάλαια επειδή βρίσκεται σε πόλεμο, παρά επειδή οι τιμές των μετοχών των εταιρειών που έχουν επενδύσει στο Ισραήλ μειώθηκαν ελαφρώς λόγω της αποεπένδυσης.
Ακόμη και αν η πώληση των μετοχών τις καταστήσει φθηνότερες, το αποτέλεσμα θα ήταν αντιπαραγωγικό. Τα κέρδη των εταιρειών θα έμεναν ανεπηρέαστα, αφού καθορίζονται από τα κόστη και τα έσοδα. Eνα μποϊκοτάζ των προϊόντων τους θα είχε νόημα, αλλά ένα μποϊκοτάζ των μετοχών τους όχι.
Το να πωληθούν οι μετοχές φθηνά σε κάποιον άλλο απλώς αφήνει στον αγοραστή τους την κυριότητα των μελλοντικών κερδών σε τιμή-ευκαιρία. Το πανεπιστήμιο θα έχει λιγότερα χρήματα να ξοδέψει για τους φοιτητές του, ενώ όσοι είναι υπέρ του Ισραήλ, υπέρ του πετρελαίου ή απλώς υπέρ του κέρδους θα έχουν περισσότερα.
Στα χέρια των κυβερνήσεων
Τρίτον, οι εταιρείες που είναι πιο σημαντικές για τον ισραηλινό στρατό και για την παραγωγή ορυκτών καυσίμων ανήκουν σε κυβερνήσεις ή υποστηρίζονται από αυτές. Ακόμη και αν η αποεπένδυση λειτουργούσε σε άλλους τομείς, δεν θα λειτουργούσε εδώ.
Το Ισραήλ λαμβάνει τεράστια στρατιωτική βοήθεια από τις ΗΠΑ, χρηματοδοτούμενη από την κυβέρνηση. Τα όπλα θα συνεχίσουν να ρέουν προς το Ισραήλ ό,τι κι αν κάνουν οι ιδιώτες επενδυτές – μόνο το Κογκρέσο ή ο Λευκός Οίκος μπορούν να τα σταματήσουν.
Ομοίως, στη δημόσια συζήτηση για το κλίμα, οι 5 από τους 10 μεγαλύτερους πετρελαιοπαραγωγούς στον κόσμο ελέγχονται από τη Σαουδική Αραβία, την Κίνα, το Μεξικό και τη Βραζιλία και αντλούν πολύ περισσότερο πετρέλαιο απ’ όσο οι πέντε μεγαλύτερες ιδιωτικές εταιρείες των ΗΠΑ και του Ηνωμένου Βασιλείου. Απλώς δεν είναι ευάλωτοι στις απειλές για αποεπένδυση.
Οι επενδυτές που επιθυμούν να σταματήσουν τη ροή όπλων προς το Ισραήλ ή την παραγωγή πετρελαίου πρέπει να στοχεύσουν προς τις κυβερνήσεις που μπορούν να επιβάλουν την αλλαγή. Στην περίπτωση του πετρελαίου, θα μπορούσαν επίσης να προσπαθήσουν να πείσουν τους χρήστες να μειώσουν την κατανάλωση – αλλά αυτό έχει μέχρι στιγμής αποτύχει.
Η παγκόσμια παραγωγή το τελευταίο τρίμηνο του περασμένου έτους ξεπέρασε το προηγούμενο ρεκόρ του 2018. Οι επενδυτές κυνηγούν λανθασμένο στόχο με λανθασμένο τρόπο και ελάχιστο αποτέλεσμα.
Η ειρωνεία με το Κολούμπια
Αποτελεί ειρωνεία το γεγονός ότι το Κολούμπια ήταν ένα από τα λίγα πανεπιστήμια που αναγνώρισαν την αναποτελεσματικότητα της αποεπένδυσης από τις μετοχές όσον αφορά το πετρέλαιο. Η κοινωνικά υπεύθυνη επιτροπή επενδύσεων του πανεπιστημίου τοποθετήθηκε κατά της πλήρους απαγόρευσης των μετοχών πετρελαϊκών εταιρειών πριν από τέσσερα χρόνια.
«Η αποεπένδυση δεν θα μειώσει ευθέως το κεφάλαιο που είναι διαθέσιμο στις εισηγμένες εταιρείες ορυκτών καυσίμων, ενώ θα μπορούσε ακόμη και να δώσει ώθηση στη μεταφορά της δραστηριότητας της εξόρυξης ορυκτών καυσίμων σε εθνικές και κρατικές εταιρείες που είναι πιο ρυπογόνες, λιγότερο διαφανείς, λιγότερο ευαίσθητες στις κοινωνικές πιέσεις και λιγότερο δεσμευμένες στην αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης» είπε η επιτροπή.
Στόχος είναι να καταφέρει να δεσμεύσει τις εταιρείες να ενθαρρύνουν τη στροφή στα καθαρά καύσιμα έως το 2050 και να σταματήσουν το λόμπινγκ κατά της επιστήμης για το κλίμα. Γι’ αυτό το πανεπιστήμιο πρέπει να είναι μέτοχος των συγκεκριμένων εταιρειών.
Οι φοιτητικές διαμαρτυρίες καθοδηγούν ενίοτε την ευρύτερη δημόσια συζήτηση. Αλλά ακόμη και αν το Κολούμπια είχε ενδώσει στο αίτημα για αποεπένδυση, θα είχε απλώς κάνει μια «δήλωση» χωρίς να επιτύχει τίποτε σημαντικό από οικονομική άποψη.