Μετά τα πρόσφατα παρ’ ολίγον ατυχήματα στους σιδηροδρόμους, ο αρμόδιος υπουργός Υποδομών και Μεταφορών Χρήστος Σταϊκούρας επισκέφθηκε στις αρχές της περασμένης εβδομάδας την Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου. Για ποιον λόγο το έκανε, ειλικρινά κανείς δεν μπόρεσε να καταλάβει. Θα μπορούσε να πει τα παραπονάκια του στη μαμά του, που λέει ο λόγος, δεν ήταν ανάγκη να απασχολήσει την κυρία Γεωργία Αδειλίνη.
Γιατί, αναρωτιέμαι, πώς μπορεί να βοηθήσει η Εισαγγελία του Αρείου Πάγου, ώστε να κάνει ο ίδιος τη δουλειά του καλύτερα. Γίνεται; Δεν νομίζω ότι υπάρχει η δυνατότητα. Θα ασκήσει ενδεχομένως κάποιες διώξεις γενικώς και αορίστως. Εύγε! Και λοιπόν πρόκειται να αλλάξει κάτι; Θα φοβηθούν οι ανεύθυνοι υπάλληλοι ή όσοι λεηλατούν τις υποδομές του δικτύου; Μάλλον όχι. Αντιλαμβάνομαι λοιπόν ότι η επίσκεψη έγινε για να πασάρει αλλού την ευθύνη, με την οποία ο ίδιος δεν μπορεί να τα βγάλει πέρα.
Κατανοώ το πρόβλημά του και μέχρις ενός βαθμού συμπάσχω κιόλας. Διότι είναι πρόδηλο ότι ο κ. Σταϊκούρας δεν διορίστηκε στη συγκεκριμένη θέση για να βελτιώσει τους σιδηροδρόμους και τις μεταφορές γενικώς, αλλά για να καλύψει τα πεπραγμένα του παραιτηθέντος προκατόχου του, Κώστα Αχ. Καραμανλή, ώστε η οικογένειά του, που περνάει μεγάλη δοκιμασία χωρίς εκπρόσωπό της στην κυβέρνηση, να έχει το κεφάλι της ήσυχο, γνωρίζοντας ότι ένας δικός της άνθρωπος τον έχει αντικαταστήσει. (Θυμίζω ότι ο πατέρας του υπουργού ήταν ο κομματάρχης και στενός φίλος του Ακάματου στη Φθιώτιδα).
Η επιλογή του κ. Σταϊκούρα στο συγκεκριμένο πόστο ήταν εξ αρχής η ασφαλέστερη ένδειξη ότι η κυβέρνηση δεν σκόπευε να ταράξει τα νερά στις Μεταφορές. Διότι ο κ. Σταϊκούρας γενικώς έχει μεγάλη έφεση στην τυπολατρία, αλλά καμία διάθεση για μεταρρυθμίσεις. Αν ο Πρωθυπουργός ήθελε στ’ αλήθεια βελτίωση στον συγκεκριμένο τομέα κυβερνητικού έργου, θα ανέθετε τον ρόλο σε έναν πραγματοποιό (doer, όπως λέμε στα ελληνικά), π.χ. στον Αδωνι Γεωργιάδη. Ενας Γεωργιάδης θα χρειαζόταν για να αρχίσουν να κινούνται τα πράγματα στις Μεταφορές, αλλά πόσοι υπάρχουν σαν αυτόν;
Τι πιο Αριστερό;
Ουδείς μπορεί να αμφισβητήσει το δικαίωμα του Απόστολου Γκλέτσου στον αυτοπροσδιορισμό, ιδίως όσον αφορά τις ιδέες που κουβαλάει μέσα στο κεφάλι του και την πολιτική ταυτότητά του. Αν δήλωνε καθηγητής καρδιοχειρουργικής ή αστροναύτης, θα είχαμε κάθε λόγο να τον αμφισβητήσουμε. Ομως, μουσουλμάνος, προτεστάντης, μαρξιστής ή βουδιστής μπορεί να είναι ο καθένας εφόσον ασπάζεται το αντίστοιχο δόγμα και το δηλώνει. Ο κ. Γκλέτσος, ως γνωστόν, δηλώνει αριστερός και μάλιστα έχει θέσει υποψηφιότητα για την προεδρία του ΣΥΡΙΖΑ. Εφόσον όμως επικαλείται την Αριστερά, καλό είναι να γνωρίζει και ορισμένα πράγματα για την ιστορία της, ώστε να μη γίνεται ρεζίλι με την άγνοιά του.
Προσφάτως, ο κ. Γκλέτσος επανήλθε στη λαμπρή ιδέα του για την εισαγωγή ιερόδουλων από τις χώρες προέλευσης των μεταναστών, για την ικανοποίηση των αναγκών τους. «Τι πιο αριστερό από αυτό», αναρωτήθηκε ο υποψήφιος πρόεδρος, αδυνατώντας να καταλάβει τους λόγους της κατακραυγής για την πρότασή του. Ευκαιρία, λοιπόν, να τους εξηγήσω εγώ. Η εισαγωγή πορνείας δεν είναι μια ενέργεια που χαρακτηρίζει την Αριστερά. Αντιθέτως, χαρακτηρίζει τη Δεξιά, διότι όπως ξέρουμε από την πολιτική ιστορία του 20ού αιώνα, οι σοσιαλιστικές χώρες (εκεί που κυβερνά η Αριστερά δηλαδή) ειδικεύονται στην εξαγωγή πορνείας, ενώ οι χώρες με ελεύθερη οικονομία και κοινοβουλευτισμό (εκεί που κυβερνά η Δεξιά) εισάγουν πορνεία. Επομένως, τι πιο δεξιό από αυτό που προτείνει ο κ. Γκλέτσος;
Παρεμπιπτόντως, το συγκεκριμένο υπόδειγμα αποδεικνύεται και από τις εξελίξεις των τελευταίων χρόνων στη σοσιαλιστική Βενεζουέλα, που κυβερνάται από τον οδηγό λεωφορείου ο οποίος φέρνει τα Χριστούγεννα κάθε Οκτώβριο. Εκεί, από τα 29 εκατομμύρια του πληθυσμού, περίπου το ένα πέμπτο, 6,1 εκατομμύρια, την έχει κοπανήσει από τη χώρα, εκ των οποίων τα 5 εκατομμύρια είναι εγκατεστημένοι σε 17 γειτονικές χώρες. Από τους υπόλοιπους που παραμένουν στη χώρα τους, το 68% θέλει να φύγει. Γι’ αυτό και το θέμα της μετανάστευσης ειδικά από τη Βενεζουέλα είναι από τα κυρίαρχα θέματα στην προεκλογική εκστρατεία στις ΗΠΑ.
Γλωσσικός Εκδημοκρατισμός
Παρατηρώ ότι όσο, κατά το λεγόμενο, βαθαίνει η δημοκρατία τόσο προσαρμόζεται και η γλώσσα της πολιτικής στα νέα βάθη που κατακτώνται, με αποτέλεσμα λέξεις, οι οποίες κάποτε εθεωρούντο ανάρμοστες και ανοίκειες, υιοθετούνται πλέον στην ορολογία της πολιτικής και χρησιμοποιούνται κανονικά, χωρίς ενοχές και ντροπές. Θυμηθείτε, λ.χ., τους περίφημους «νταβατζήδες» του Ακάματου Καραμανλή, λέξη που προκάλεσε σοκ όταν τη χρησιμοποίησε, η οποία στη συνέχεια καθιερώθηκε και δεν σοκάρει.
Το ίδιο είχαμε και επί ΣΥΡΙΖΑ με την «κωλοτούμπα». Τώρα που ο ΣΥΡΙΖΑ διαλύεται και οι κατηγορίες εκτοξεύονται εκατέρωθεν και κατά κόρον, διαπιστώνω ότι νομιμοποιείται πλέον και η «μαλακία». Να πω και εις ανώτερα ή μήπως εις κατώτερα;