Το πιο αποκρουστικό, κατά τη γνώμη μου, από τα πρόσφατα περιστατικά σχολικού bullying, για τα οποία διαβάζουμε στις ειδήσεις, ήταν εκείνο εις βάρος ενός επτάχρονου μαθητή. Δεν θέλω να επαναλάβω τα καθέκαστα του περιστατικού, που είναι άλλωστε γνωστά στους περισσότερους, διότι εκείνο που έχει σημασία εδώ είναι ότι το θύμα ήταν επτά χρόνων και ο δράστης ή οι δράστες ήταν μεν μεγαλύτεροί του, αλλά μαθητές του Δημοτικού επίσης. Εξίσου αποκρουστική, όμως, ήταν η στάση των αρμοδίων για την εύρυθμη λειτουργία του σχολείου (Δημοτικού, θυμίζω), όταν οι γονείς του θύματος κατήγγειλαν το περιστατικό.
Δεν μπορούσαν, είπαν, να πάρουν μέτρα κατά του δράστη. Oχι επειδή αμφέβαλλαν για την αλήθεια της καταγγελίας, αλλά επειδή, αν τώρα έδιωχναν από το σχολείο τον δράστη, όταν ενδεχομένως μεθαύριο σημειωθεί ένα άλλο περιστατικό bullying στο σχολείο, τι θα πρέπει να κάνουν αυτοί, να διώξουν και τον άλλον δράστη; Και πού θα πάει έτσι; Θα διώχνουν κάθε φορά το παλιόπαιδο που βασανίζει και τρομοκρατεί τους αδύναμους;
Τηρώ κάποιες επιφυλάξεις για την ακρίβεια των λεχθέντων, όμως στη συγκεκριμένη περίπτωση ισχύει το «se non e vero, e ben trovato». Και να μην έχουν ειπωθεί ποτέ αυτές οι δικαιολογίες, εκφράζουν μια νοοτροπία που υφίσταται κυρίως στον χώρο της Παιδείας, αλλά και γενικώς όπου υπάρχει Δημόσιο. Θα την έλεγα υπεράσπιση της ακινησίας στην οποία έχουμε βολευτεί.
Πάρτε το παράδειγμα του σχολικού bullying. Διαπιστώνουν οι δάσκαλοι ότι κάτι καινούργιο και φρικτό συμβαίνει στο σχολείο τους: οι μεγαλύτεροι στοχοποιούν και βασανίζουν τον αδύναμο. Καταλαβαίνουν, επίσης, ότι αυτό δεν είναι μεμονωμένο περιστατικό, είναι μια τάση που τώρα εξαπλώνεται και σε μικρότερες ηλικίες. Τι κάνουν; Οτι δεν βλέπουν, αυτό κάνουν. Μακριά από εμάς, ας καθαρίσουν οι επόμενοι. Ετσι συμβάλλουν εμμέσως και διά των παραλείψεών τους στην εξάπλωση του bullying, διότι η ατιμωρησία εκεί οδηγεί αναπόφευκτα.
Η νοοτροπία που περιγράφω παραπάνω είναι η πλήρης αντιστροφή της γνωστής θεωρίας του σπασμένου παραθύρου, που διατύπωσαν οι Τζέιμς Γουίλσον και Τζορτζ Κέλινγκ σε ένα πασίγνωστο επιστημονικό άρθρο τους το 1982. Πολύ απλά, αυτό που υποστηρίζουν οι δύο αμερικανοί κοινωνιολόγοι είναι ότι αν σε ένα κτίριο σπάσει ένα παράθυρο και το αφήσουν σπασμένο, σύντομα θα σπάσουν και τα υπόλοιπα, διότι ένα σπασμένο παράθυρο είναι το σινιάλο ότι κανείς δεν νοιάζεται, οπότε δεν τρέχει τίποτα αν σπάσουμε για πλάκα και τα άλλα παράθυρα. Μην ψάχνετε μακριά για την επαλήθευση της θεωρίας, μια ματιά στην κατάσταση των ελληνικών πανεπιστημίων φτάνει.
Ωστόσο, το προφανές μειονέκτημα της συγκεκριμένης θεωρίας, στην πράξη, είναι ότι απαιτεί δράση. Απαιτεί, δηλαδή, να ξεκουνηθούν κάποιοι και να διορθώσουν το σπασμένο παράθυρο και, αν χρειαστεί, να κυνηγήσουν εκείνους που συστηματικά σπάνε τα παράθυρα. Και, ως γνωστόν, ποιος να μπλέκει τώρα;
Παρ’ όλα αυτά, εμείς στον Υπαρκτό Ελληνισμό του Δημοσίου, με την ευφυΐα που μας διακρίνει, λόγω της οποίας είμαστε ο εξυπνότερος λαός του κόσμου, έχουμε καταφέρει να αντιστρέψουμε τη θεωρία του σπασμένου παραθύρου και, κατ’ αυτόν τον τρόπο, να τη βελτιώσουμε. Αφήνουμε, δηλαδή, όλα τα παράθυρα να σπάσουν και, όταν πια είναι όλα σπασμένα, ποιος θα καταλαβαίνει τη διαφορά; Οταν το bullying στα Δημοτικά θα έχει γίνει κανονικότητα, δεν θα ενοχλεί πια κανέναν. Δεν είναι τυχαίο, συνεπώς, ότι οι σοσιαλιστικές ιδέες είναι τόσο δημοφιλείς στην Ελλάδα.
ΠΟΙΟΣ ΧΡΕΟΚΟΠΗΣΕ ΤΗ ΧΩΡΑ;
Παρωχημένο το ερώτημα, να όμως που ακόμη γίνεται αιτία συγκρούσεων μεταξύ των πολιτικών αρχηγών στη Βουλή. Ο πρόεδρος του ΠαΣοΚ, εν προκειμένω, αρπάχτηκε τις προάλλες με τον Πρωθυπουργό σχετικά με την πατρότητα της χρεοκοπίας: της ΝΔ ήταν ή του ΠαΣοΚ; Τυπικά, χρεοκοπήσαμε επί πρωθυπουργίας ΓΑΠ, δηλαδή ΠαΣοΚ.
Ουσιαστικά, όμως, η ζημία είχε γίνει από τις κυβερνήσεις του Ακάματου που είχαν προηγηθεί, δηλαδή από τη ΝΔ. Εν μέρει μόνον έχει δίκιο ο Νίκος Ανδρουλάκης, όσον αφορά ειδικά τον σημερινό πρόεδρο της Συνεταιριστικής Ενωσης Καπνοπαραγωγών Ελλάδος. Αυτός ήταν, άλλωστε, ο βαθύτερος λόγος της εξαφάνισής του από την πολιτική επί μία δεκαπενταετία: σιώπησε, προκειμένου να μη μιλήσει για τον σκελετό στο ντουλάπι του.
Πάντως, ο Μητσοτάκης δεν ήταν αυτός που χρεοκόπησε τη χώρα ή, μάλλον, η Κεντροδεξιά την οποία εκπροσωπεί πολιτικά ο σημερινός πρωθυπουργός δεν ευθύνεται. Τη χώρα τη χρεοκόπησε η Πασοκαρία, πράσινη και γαλάζια. Εχει ενδιαφέρον να δούμε πού τοποθετεί τον εαυτό του ο κ. Ανδρουλάκης, στο ΠαΣοΚ ή στην Πασοκαρία;
ΑΠΕΡΙΝΟΗΤΟ
Μπορεί να μη μου άρεσε ότι ο Αντώνης Σαμαράς καταψήφισε την πολυσυζητημένη τροπολογία για τη νομιμοποίηση των παράτυπων μεταναστών που ήδη ζουν και εργάζονται εδώ, πάντως να αναγνωρίσουμε στον πρώην πρωθυπουργό ότι είχε το θάρρος της γνώμης του, ανεξαρτήτως της όποιας αξίας της.
Εκείνο όμως που δεν μπορώ να συλλάβω καν, πόσο μάλλον να κατανοήσω, είναι αυτό που άκουσα να λέει ένας βουλευτής της ΝΔ και μάλιστα σε εύθυμο, χαζοχαρούμενο ύφος, που ταίριαζε πολύ: «Διαφωνώ, αλλά ψηφίζω». Καταλαβαίνω τη στάση εκείνου που έχει επιφυλάξεις ή αντιρρήσεις αλλά εν τέλει ψηφίζει επειδή σε γενικές γραμμές μένει ικανοποιημένος. Να διαφωνείς όμως και, παρ’ όλα αυτά, να ψηφίζεις είναι σαν να παραδέχεσαι ότι είσαι… Δεν θέλω να πω τη λέξη, αλλά παραδέχεσαι κάτι πολύ υποτιμητικό για εσένα τον ίδιο. Από την άλλη, βέβαια, αυτή η αφέλεια προδίδει μία ταπεινότητα, που τη βρίσκω συγκινητική.