«Δεν μπορεί η Κύπρος να παραμένει διαιρεμένη, πενήντα χρόνια μετά την εισβολή» είπε προ ημερών ο Πρωθυπουργός, με αφορμή τη θλιβερή επέτειο, και πρέπει απαραιτήτως να κάνω μια διευκρίνιση που δεν έκανε ο κ. Μητσοτάκης, για να αποφύγουμε παρεξηγήσεις. Οταν λέει ότι «δεν μπορεί» δεν κυριολεκτεί, διότι, αλίμονο, η Κύπρος μπορεί και παραμπορεί όλα αυτά τα χρόνια να μένει διαιρεμένη, χωρίς σοβαρά επεισόδια και εκτεταμένες αιματοχυσίες, όπως στο διάστημα από την καταγγελία των συμφωνιών της Ζυρίχης μέχρι την τουρκική εισβολή, που οδήγησε στην κατοχή περίπου του 40% της νήσου. Οταν, λοιπόν, ο κ. Μητσοτάκης λέει ότι δεν μπορεί η Κύπρος να μένει διαιρεμένη εννοεί ότι δεν είναι σωστό, ότι δεν πάει άλλο.
Αλήθεια όμως δεν πάει άλλο; Αν αυτή η κατάσταση πήγε επί μισό αιώνα, χωρίς αναταραχές και αστάθεια – το επαναλαμβάνω –, γιατί να μην πάει άλλα τόσα, γιατί να μη γίνει μόνιμη κάποια στιγμή στο μέλλον, όταν οι μνήμες θα έχουν τελείως ξεθωριάσει; Δυστυχώς, στην περίπτωση του Κυπριακού είναι που ισχύει το αστείο για τα πρώτα πενήντα χρόνια που είναι τα δύσκολα. Η κοινωνική και πολιτική σταθερότητα πάντα δημιουργεί συμφέροντα, που εκτείνονται και ριζώνουν και μετά είναι πολύ δύσκολο, αν όχι αδύνατον, να τα μετακινήσεις. Και δεν εννοώ τα σκοτεινά κέντρα και τα λοιπά κουραφέξαλα των συνωμοσιολόγων, αλλά τους εκατοντάδες χιλιάδες απλούς ανθρώπους, που έχουν συνηθίσει να ζουν τη ζωή τους έτσι, είτε από τη μία είτε από την άλλη πλευρά της πράσινης γραμμής, και δεν θέλουν ανακατωσούρες και ξεσηκωμούς. Αυτό το ερώτημα πρέπει να μας απασχολεί, νομίζω, καθώς συμπληρώνουμε μισό αιώνα από την κυπριακή τραγωδία του 1974. Είναι ποτέ δυνατόν να κερδίσουμε τον χαμένο χρόνο ή μήπως βαυκαλιζόμαστε; Το μόνο που μπορώ να πω επ’ αυτού είναι ότι ποτέ δεν ήμουν φίλος του Προυστ και ποτέ δεν κατάφερα να συνεχίσω την ανάγνωση του περίφημου μυθιστορήματός του πέρα από την τρίτη σελίδα…
Τυπικά, ωστόσο, καταβάλλεται κάποια προσπάθεια από πλευράς του ΟΗΕ για επανέναρξη των συνομιλιών, υπό τις θερμές επευφημίες της ελληνικής και της κυπριακής πλευράς, αλλά η πιθανότητα να καρποφορήσει, δηλαδή να οδηγήσει σε διαπραγμάτευση, είναι από απειροελάχιστη έως ανύπαρκτη. Στην ανοιχτή επιστολή της προς όλους τους Κυπρίους, η κυρία Ολγκίν, προσωπική απεσταλμένη του γ.γ. του ΟΗΕ, επισημαίνει ότι «είναι σημαντικό να απομακρυνθούμε από λύσεις οι οποίες στο παρελθόν δημιούργησαν προσδοκίες, αλλά οδήγησαν σε μεγαλύτερες διαφωνίες και απογοητεύσεις», για να καταλήξει στην προτροπή ότι «πρέπει να σκεφτούμε διαφορετικά». Με απλά λόγια, τέλος το τροπάριο της διζωνικής και δικοινοτικής. Αλλωστε, τροπάριο ήταν, μηχανικά το λέγαμε χωρίς να καταλαβαίνουμε τις λέξεις. Δύο φορές, που μας δόθηκε η ευκαιρία να το κάνουμε πράξη, το απορρίψαμε. Πάμε λέτε και για μία τρίτη; Χάσιμο χρόνου θα είναι, διότι αφού απορρίψαμε τις άλλες δύο, είναι απίθανο να δεχθούμε μια νεότερη που θα είναι εκ των πραγμάτων δυσμενέστερη από την προηγούμενη.
Ολη αυτή η διπλωματική κινητικότητα περί το Κυπριακό γίνεται για λόγους συμβολισμού και τίποτα παραπάνω, χωρίς να σημαίνει αυτό ότι υποτιμώ την αξία του συμβολισμού. Αντιθέτως, στην περίπτωσή μας τον έχουμε ανάγκη, για να περάσει όσο πιο ανώδυνα γίνεται για εμάς η μαύρη επέτειος. Είναι, κατά κάποιον τρόπο, ένα αναισθητικό που μας χορηγεί ο ΟΗΕ, για να αντέξουμε τους πανηγυρισμούς της απέναντι πλευράς για την πεντηκονταετία της κατοχής. Μην αυταπατάσθε όμως με την ελπίδα ότι η Τουρκία, έτσι, από την καλή της την καρδιά, θα παραχωρήσει όσα κέρδισε με υπομονή μισού αιώνα. Εννοείται, βεβαίως, ότι εμείς μπορούμε να ελπίζουμε καθετί εξωπραγματικό, εφόσον κρίνουμε ελευθέρως και ελλογίμως ότι αυτή είναι η αρμόζουσα εθνικά στάση. Εφόσον η αυταπάτη είναι ενσυνείδητη, είναι και αυτή μια στάσις, νιώθεται. Μετά, όμως, ας μην παραπονιόμαστε για τις συνέπειες…
Ανήμερα της επετείου του πραξικοπήματος κατά του Μακαρίου (15 Ιουλίου), ο Γιαννάκης Ομήρου, παλαιά καραβάνα του Κυπριακού, δημοσίευσε άρθρο στα «Νέα», που κατέληγε με εξόχως ενδιαφέροντα τρόπο. Ο κ. Ομήρου διαβάζει τα πρακτικά των καταθέσεων που έδωσαν οι πραξικοπηματίες στην επιτροπή της Βουλής και φρίττει. Ολοι οι αξιωματικοί, γράφει, αρνήθηκαν την ενοχή τους και δεν απάντησαν επί της ουσίας σε καμία ερώτηση. Το ότι ποτέ δεν έδωσαν λόγο στην ελληνική Δικαιοσύνη αυτοί οι άνθρωποι είναι, για τον κ. Ομήρου, «εθνικό όνειδος και μελανό στίγμα στη νεότερη ελληνική ιστορία». Ασφαλώς έχει δίκιο, λέει όμως μόνο τη μισή αλήθεια. Η άλλη μισή είναι ότι, αν το ελληνικό κράτος δίκαζε τους πραξικοπηματίες, ουσιαστικά θα αναγνώριζε τη δική του ευθύνη στην εισβολή και κατοχή της Κύπρου. Βεβαίως, αυτό θα ήταν το σωστό και το δίκαιο. Αν το κάναμε όμως, έπειτα πώς θα μπορούσαμε να κατηγορούμε τους ξένους, το ΝΑΤΟ, τους Αμερικάνους, τους Αγγλους, τους Εβραίους, τους Μασόνους και τα Νεφελίμ; Πείτε μου, παρακαλώ, πώς;