Ολοι θυμόμαστε το επαίσχυντο εκείνο σύνθημα της πλατείας του 2011, από το οποίο δανείζομαι τον σημερινό τίτλο. Περιττεύει, επομένως, να θυμίσω τη συνέχεια. Προσωπικώς, το συγκεκριμένο σύνθημα είναι κάτι που προσπαθώ να ξεχάσω, γιατί με προσβάλλει και να το σκέφτομαι. Στη μνήμη μου, όμως, το επανέφερε ακουσίως ο απολογισμός της κοινοβουλευτικής περιόδου που έληξε το περασμένο Σάββατο. Αποτελεί την καλύτερη απάντηση σε όσους κραύγαζαν κάποτε το επαίσχυντο σύνθημα, συγχρόνως όμως και τονωτικό για όσους από εμάς καταλαβαίνουμε την αξία του κοινοβουλευτισμού και του δημοκρατικού πολιτεύματος.
Ας γνωρίζουν λοιπόν οι εχθροί του κοινοβουλευτισμού ότι η λήξασα ΙΗ’ Περίοδος (2019-2023) ήταν η παραγωγικότερη των τελευταίων 40 ετών. Ενδεικτικά μόνο αναφέρω ότι ψηφίστηκαν 423 νόμοι έναντι 284 της ΙΖ’ (2015-2019), σημειώθηκε δηλαδή άνοδος κατά 49%. Από την άλλη πλευρά, οι επίκαιρες ερωτήσεις που συζητήθηκαν ήταν 2.553 έναντι 1.687 της προηγούμενης περιόδου (άνοδος 51%). Περισσότερο διαφωτιστικά όμως είναι εκείνα τα στατιστικά, που έχουν και μια διάσταση ποιοτική. Οι τροπολογίες, λ.χ., μειώθηκαν κατά 50%, από τις 1.422 της προηγουμένης περιόδου στις 717, τα δε επείγοντα και κατεπείγοντα νομοσχέδια ήταν μόνο 10 έναντι 47 της περασμένης περιόδου. Εχει σημασία το τελευταίο, γιατί επείγοντα στην πραγματικότητα δεν υπάρχουν. Ο όρος είναι ένας ευφημισμός για όσα νομοσχέδια έρχονται καθυστερημένα εξαιτίας της κυβερνητικής και της κρατικής ολιγωρίας.
Με βάση αυτά τα στοιχεία, λοιπόν, η Βουλή δεν δείχνει να έχει διάθεση να κάνει τη χάρη στους Νεάντερταλ που θα ήθελαν να τη δουν να καίγεται, είτε κυριολεκτικώς είτε μεταφορικώς. Αντιθέτως, ευημερεί και κάνει τη δημοκρατία ισχυρότερη σε αυτόν τον τόπο.
Ο Προορισμός
Γελάμε με τον Ιωάννη Βαρουφάκη, τον πρόεδρο, επειδή ονειρεύεται την «κοινωνικά βιώσιμη» Ελλάδα, στην οποία οι πάντες θα πληρώνονται με αέρα, ενώ ο ίδιος θα έχει τις καταθέσεις του στο εξωτερικό. Και μόνο αυτή η αντίφαση, ανάμεσα στο πώς αυτός θέλει να ορίζει τη ζωή των άλλων και πώς ο ίδιος ζει τη δική του, αρκεί για να τον καθιστά αναξιόπιστο. Από εκεί και πέρα προστίθεται και το φυσικό ταλέντο του και γίνεται ο «Γιάνης» που μας διασκεδάζει με το μεράκι του να παριστάνει τον αρχηγό των φτωχών.
Το ίδιο κριτήριο, αλλά σε διαφορετικό πεδίο, νομίζω ότι θα πρέπει να ισχύει και για την πρόεδρο του κόμματος της ομορφιάς και της αποτρίχωσης, την Αφροδίτη Λατινοπούλου. Η κυρία Λατινοπούλου έχει μια εμμονή με το δημογραφικό και την (αγία) ελληνική οικογένεια. Το φάσμα της πιθανής εξαφάνισης των γνήσιων απογόνων του Περικλέους είναι η μεγάλη αγωνία της. Είναι θέμα το οποίο προβάλλει κατά προτεραιότητα στην προεκλογική ρητορική της.
Γιατί λοιπόν οι Ελληνες δεν κάνουμε περισσότερα παιδιά, όπως θα μας ήθελε η κυρία Λατινοπούλου; Επειδή δεν βολεύει, αν θέλετε την ειλικρινή απάντηση. Σήμερα, ένα επιπλέον παιδί δεν είναι απλώς ένα ακόμη στόμα που πρέπει να θρέψεις – αντιθέτως, είναι η υπερβολική ποσότητα της τροφής και η κακή ποιότητά της το πρόβλημα των κοινωνιών της Δύσης. Κυρίως, είναι όλα τα άλλα που εκτοξεύουν το κόστος της ανατροφής. Να φέρω στον κόσμο ένα παιδί, λες, πού θα εμπιστευθώ τη μόρφωσή του, στο κράτος; Ή μήπως θα εμπιστευθώ την υγεία του στα δημόσια νοσοκομεία; Επειτα, στις σύγχρονες κοινωνίες, που εξιδανικεύουμε την παιδική ηλικία και της παραχωρούμε πρωτοφανείς ελευθερίες, ένα παιδί δεν είναι ποτέ μια επένδυση ασφαλούς απόδοσης. Ποτέ δεν ξέρεις πώς θα σου βγει. Τέλος, όλοι καταλαβαίνουμε ότι η ζωή είναι αυτή η μία που ζει ο καθένας μας και άλλη δεν υπάρχει – ή, αν υπάρχει, κανείς δεν ενδιαφέρεται πια, όλοι προτιμούν τη ζωή εδώ.
Αναρωτιέμαι, όμως, αφού άνοιξα αυτή την κουβέντα, η κυρία Λατινοπούλου γιατί δεν έχει φτιάξει ακόμη τη δική της οικογένεια; Είναι 32 ετών, υγιέστατη (προπονήτρια τένις) και ωραιοτάτη. Τι περιμένει; Επικαλούμαι σχετικώς τον Δημοδιδάσκαλο του Γένους Προκόπιο Παυλόπουλο, της Ακαδημίας Αθηνών, του οποίου η προτροπή προς τις νέες γυναίκες είναι σαφέστατη: «Προορισμός κάθε γυναίκας είναι να κάνει οικογένεια». Το είπε στην κυρία Χριστίνα Φλαμπούρη, την πρώτη Ελληνίδα που πάτησε τις επτά υψηλότερες κορυφές του πλανήτη Γη, όταν εκείνη τον επισκέφθηκε στο Προεδρικό Μέγαρο τον Φεβρουάριο του 2020. Δεν νομίζω λοιπόν ότι είναι αδιακρισία εκ μέρους μου να θέτω το ερώτημα στην κυρία Λατινοπούλου. Από την ώρα που εκείνη ανάγει το προσωπικό του καθενός σε πολιτικό, δηλαδή δημόσιο, δικαιούμαι και εγώ να ρωτώ…
Αλληλογραφία
Από τακτικό αναγνώστη της στήλης, ο οποίος υπογράφει ως Δημητρώφ (κανείς δεν είναι τέλειος…), έλαβα το κάτωθι επιστολάριον: «Αγαπητή Πανδώρα, θεωρώ την αντικατάσταση του ευρώ με Δήμητρες ως τη λύση που θα απογειώσει την ελληνική οικονομία. Ψάχνω μόνο τον Γιάνη, επειδή θέλω να του προτείνω τη βασική υποδιαίρεση της Δήμητρας να την ονομάσει Δημητρούλα (1/100). Εκτιμώ ότι αυτό θα συνέβαλλε αποφασιστικά ώστε ο λαός να αγκαλιάσει το νέο νόμισμα. Ενδεχομένως το πενηνταράκι (0,50 της Δήμητρας) θα μπορούσαμε να το λέμε Μιμή. Αλλά ας μην προτρέχω. Ενα βήμα κάθε φορά…».