Ο πρώτος μαρξιστής της Ιστορίας που διάβασε τη μελέτη «Περί πολέμου» του Κλάουζεβιτς και κυριολεκτικά ενθουσιάστηκε ήταν ο Eνγκελς. Σε σχετική επιστολή του προς τον Μαρξ γράφει ότι «ο τρόπος που φιλοσοφεί το θέμα ο συγγραφέας είναι αξιοπρόσεκτος και πολύ καλός». Επαινεί μάλιστα τη σκέψη του Κλάουζεβιτς ως υπόδειγμα διαλεκτικής λογικής – έπαινος που δεν εκπλήσσει, δεδομένου ότι ο Κλάουζεβιτς καθ’ όλον τον ενήλικο βίο του ήταν φανατικός χεγκελιανός. Στην απάντησή του ο Μαρξ συμφωνεί και αυτός με τον Ενγκελς και αναγνωρίζει στον Κλάουζεβιτς «κοινή λογική στα όρια του πνευματώδους» – το εννοούσε ως κομπλιμέντο, σημειωτέον.

Ο Λένιν έπιασε να διαβάζει τον Κλάουζεβιτς μόλις ξέσπασε ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος από την Ελβετία όπου διέμενε, προκειμένου να οραματίζεται καλύτερα τον σοσιαλισμό. Ενθουσιάστηκε και αυτός, ιδίως με τη θέση ότι ο πόλεμος είναι η συνέχιση της πολιτικής με άλλα μέσα. Ο Λένιν γέμισε σημειωματάρια με τις παρατηρήσεις του, οι οποίες διασώθηκαν και εκδόθηκαν μεταθανατίως υπό τον τίτλο «Τα στρατιωτικά σημειωματάρια του Λένιν». Αλλωστε, ο πόλεμος ως συνέχιση της πολιτικής κατέχει κεντρική θέση στη μελέτη του ίδιου του Λένιν «Σοσιαλισμός και πόλεμος» του 1915 – έργο στο οποίο, παρεμπιπτόντως, βρίσκουν τη θεωρητική θεμελίωση τους όλα τα μετέπειτα εγκλήματα του κομμουνιστικών καθεστώτων. Για τον Λένιν, ο Κλάουζεβιτς ήταν πάντα «ένας από τους μεγάλους και εμβριθέστερους συγγραφείς για στρατιωτικά θέματα».

Θαυμαστής του Κλάουζεβιτς ήταν και ο Στάλιν, παρότι από το 1947 και μετά το έργο του απαγορεύθηκε, κυρίως λόγω της γερμανικής καταγωγής του συγγραφέα του. Στην προσωπική βιβλιοθήκη του Στάλιν, όμως, εξακολούθησε να υπάρχει το «Περί πολέμου», στην πρώτη ρωσική έκδοση του 1934, με τις υπογραμμίσεις και τις σημειώσεις του στο περιθώριο, πάντα με μολύβι μπλε, κόκκινο ή πράσινο. Τουλάχιστον μέχρι να ξεσπάσει ο πόλεμος της Ρωσίας στην Ουκρανία, οι ερευνητές από τη Δύση μπορούσαν να το ξεφυλλίσουν και να διαπιστώσουν, καταγεγραμμένο στο περιθώριο των σελίδων, τον θαυμασμό του σοβιετικού ηγέτη για τον Κλάουζεβιτς.

Ακόμη και δημοσίως, σε τελευταία ανάλυση, ο Στάλιν αναγνώρισε την αξία της κεντρικής θέσης του Κλάουζεβιτς για τον πόλεμο και την πολιτική, έστω και αν το έκανε με τον συνήθη κωμικό τρόπο των Σοβιετικών. Συγκεκριμένα, σε επιστολή του που δημοσιεύτηκε το 1947, ο Στάλιν, αφού περνά γενεές δεκατέσσερις τον Κλάουζεβιτς ως «παρωχημένο ιδεολόγο του γερμανικού μιλιταρισμού», παραδέχεται ότι η μόνη αξία του ήταν ότι «αν και δεν ήταν μαρξιστής, επιβεβαίωσε τη μαρξιστική θέση ότι ο πόλεμος είναι η συνέχιση της πολιτικής με βίαια μέσα». Φυσικά, κανείς δεν τόλμησε τότε να υποδείξει στον Στάλιν ότι ο γερμανός θεωρητικός δεν θα μπορούσε ποτέ να ήταν μαρξιστής, διότι το 1831, όταν πέθανε ο Κλάουζεβιτς, ο Μαρξ ήταν 13 ετών. Φυσικά, αυτό ο Στάλιν το γνώριζε άριστα, διότι αν κάτι καλό μπορείς να πεις για αυτόν είναι ότι ήταν πολύ διαβασμένος. Το εννοούσε, όμως, μέσα στο πλαίσιο της μαρξιστικής θεολογίας, κατά την οποία ό,τι προηγήθηκε και ό,τι ακολούθησε απλώς επιβεβαιώνει την παντοτινή αλήθεια του μαρξισμού. Μια στάση, εξάλλου, χαρακτηριστική της ιδεολογικής οργάνωσης και άλλων θρησκειών. Ας θυμηθούμε, π.χ., τους θεολόγους του Μεσαίωνα που σκάλιζαν την Παλαιά Γραφή αναζητώντας προφητείες για τη δικαίωση της Καινής.

Μετά τον θάνατο του Στάλιν, ο Κλάουζεβιτς και το έργο του αποκαταστάθηκαν σιγά-σιγά. Οι σοβιετικοί θεωρητικοί προσάρμοσαν κάπως στα γούστα τους τη θέση που τους ενδιέφερε περισσότερο, πρόσθεσαν λίγο ταξική πάλη και διαλεκτικό υλισμό στη συνέχιση της πολιτικής με άλλα μέσα, όμως η ουσία της παρέμεινε η ίδια. Οπως, λ.χ., αυτοί που προσθέτουν στο πιτόγυρο πατάτες (κακοτηγανισμένες, παπαριασμένες στο λάδι) ή τζατζίκι. Μπορεί να κακοποιούν βάναυσα το πιτόγυρο, αλλά το τελικό ανοσιούργημα παραμένει πιτόγυρο. Ομοίως και η θέση του Κλάουζεβιτς για τον πόλεμο και την πολιτική. Εξακολούθησε να γοητεύει τη μαρξιστική Αριστερά, ακόμη και μετά την κατάρρευση του πειράματος.

Το βλέπουμε και σήμερα, νομίζω, κυρίως στην εμφυλιοπολεμική εχθροπάθεια την οποία συντηρεί η ακραία πτέρυγα της Αριστεράς, που μοιράζεται βέβαια και στον ΣΥΡΙΖΑ, όπως π.χ. στην περίπτωση του Παύλου Πολάκη. Μπορεί να μην το κάνουν ενσυνειδήτως, αλλά να τους βγαίνει από μόνο του, επειδή αυτό έχουν μέσα στο κεφάλι τους και δεν ξέρουν κάτι άλλο. Είναι ο απόηχος της μαρξιστικής παιδείας που απέκτησαν στις διάφορες οργανώσεις στις οποίες χάλασαν τα νιάτα τους. Ισως έτσι να εξηγείται η ευκολία με την οποία τους βλέπουμε να μετέρχονται μέσα όπως το ενσυνείδητο ψεύδος, η σκόπιμη στρέβλωση της αλήθειας και η αντιστροφή της πραγματικότητας. Ολα αυτά, δηλαδή, που μας κάνουν κάποιες φορές να αναρωτιόμαστε μήπως η Αριστερά (μιλώ για την καθαρόαιμη και μαρξιστογενή) πιστεύει ότι βρίσκεται σε πόλεμο με τον κοινοβουλευτισμό και την αστική δημοκρατία, όπως την ονομάζουν οι ίδιοι περιφρονητικά. Η απάντηση είναι, ναι, αυτό πιστεύουν· και έχουν μαζί τους τον Κλάουζεβιτς…

MODEST PROPOSAL

Θα τσαλαβουτήσω σε ένα θέμα για το οποίο δεν έχω την απαραίτητη κατάρτιση, το τολμώ όμως με την πεποίθηση ότι ενίοτε και οι αδαείς ακόμα μπορούν να εισφέρουν κάτι χρήσιμο από την πλευρά τους. Παρακολουθώ τη συζήτηση των επαϊόντων που ξεκίνησε με αφορμή τη δικαστική απόφαση για το Μάτι και παρατηρώ ότι υπάρχει ένα κενό μεταξύ δόλου και αμελείας στη νομική σκέψη. Μήπως, λοιπόν, θα ήταν σκόπιμο να θεσπιστεί ένα ενδιάμεσο στάδιο και, συγκεκριμένα, η μ@λ@κί@; Να προβλέπεται, δηλαδή, στον Ποινικό Κώδικα και ανθρωποκτονία «εκ μ@λ@κί@ς», όπως λέμε «εξ αμελείας». Κάτι τέτοιο θα αποκαθιστούσε τη λέξη που χρησιμοποιούμε συχνότερα οι Ελληνες στην καθημερινότητά μας για να περιγράψουμε την κατάσταση στον τόπο μας…