Οι αρμόδιοι του κράτους έχουν ξελαρυγγιαστεί να εξηγούν τι είναι και τι δεν είναι το τσιπάκι των νέων ταυτοτήτων. Τα δε ΜΜΕ βοηθούν και αυτά, δημοσιεύοντας σεντόνια ολόκληρα για τις ιδιότητες των νέων ταυτοτήτων, μη τυχόν και μείνει κανείς χωρίς έγκυρη ενημέρωση για το θέμα.
Ωστόσο, βλέπουμε τους αρνητές των ταυτοτήτων, όπως και οι αρνητές των εμβολίων πριν από αυτούς, να μεταθέτουν συνεχώς τις αντιρρήσεις τους σε νέο πεδίο. Αν δεν είναι ο γεωεντοπισμός, τότε είναι η συλλογή «πληροφοριών» που κάνει το τσιπάκι. (Κάθε πότε πάνε στην τουαλέτα, τι κάνουν εκεί μέσα κ.λπ.) Κι αν δεν είναι η συλλογή «πληροφοριών», τότε είναι η συγκέντρωση των προσωπικών δεδομένων, όπως ΑΦΜ, ΑΜΚΑ κ.λπ.
Τους εξηγείς ότι η συγκέντρωση αυτών των δεδομένων διευκολύνει τη ζωή τους και τις συναλλαγές τους με το Δημόσιο, αλλά είναι μάταιο. Για τους ανθρώπους αυτούς, η ίδια η άρνηση είναι σημαντικότερη από την αιτία της – εξ ου και η αιτία πάντα μετατοπίζεται.
Ακρη μαζί τους δεν βγάζεις, όπως δεν μπορούσες να βγάλεις με τους αρνητές των εμβολίων. Αλλωστε, κατά πάσα πιθανότητα, πάνω-κάτω πρόκειται για την ίδια κοινωνική ομάδα.
Η στάση τους είναι μια έκφανση της διάβρωσης του κύρους των θεσμών. Με άλλα λόγια, οι άνθρωποι αυτοί δεν εμπιστεύονται τους θεσμούς· εμπιστεύονται μόνο εκείνα τα πρόσωπα που επιβεβαιώνουν τις δικές τους προκαταλήψεις και δεισιδαιμονίες. Ολοι αυτοί όμως δεν μας προέκυψαν ξαφνικά από το πουθενά. Το είδος τους πάντα υπήρχε και η ύπαρξή του ήταν συνυφασμένη με την έλλειψη παιδείας.
Το καινούργιο στην περίπτωσή τους, όμως, είναι η οργάνωση και η συσσωμάτωση γύρω από κοινούς στόχους. Τους βλέπουμε, άλλωστε, να έχουν αποκτήσει πια και πολιτική έκφραση, μέσω των διαφόρων κομματιδίων της Ακροδεξιάς που εκπροσωπούνται στη Βουλή.
Το μέσον που τους το επέτρεψε ήταν το Internet, που όπως κάθε χρήσιμη εφεύρεση, από το πυροβόλο όπλο μέχρι τη μηχανή εσωτερικής καύσεως, μπορεί να χρησιμοποιηθεί εξίσου για το καλό και για το κακό.
Το Internet συνέβαλε όσο τίποτε άλλο στη χειραφέτηση της ανθρώπινης κουταμάρας, διότι, πολύ απλά, σε διευκολύνει να βρεις άλλους πέντε ή δέκα παρομοίως ψεκασμένους και όλοι μαζί να συγκροτήσετε έναν δικό σας κόσμο, που δεν έχει ανάγκη τον πραγματικό.
Δεν φτάνει όμως το Internet από μόνο του. Ευθύνεται και το γενικότερο περιβάλλον που διαμορφώνεται από τέσσερις παράγοντες, οι οποίοι διαβρώνουν τη συνοχή των κοινωνιών της Δύσης και την εμπιστοσύνη στους θεσμούς.
Κατ’ αρχάς, είναι η διάσπαση της πολιτικής συναίνεσης γύρω από το κέντρο του πολιτικού φάσματος και η απειλητική επανεμφάνιση της παλαβής εκδοχής του εθνικισμού. Στα χρόνια μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, στην Ευρώπη τουλάχιστον, αυτή η συναίνεση ήταν λίγο ή πολύ η κρατούσα και συνοδεύτηκε από την ενίσχυση του κράτους προνοίας.
Σήμερα αμφισβητείται και η αμφισβήτησή της είναι συνδεδεμένη με την αποτυχία του οράματος της διαρκούς ευημερίας, που υποτίθεται ότι θα εξασφάλιζαν οι ανοιχτές αγορές.
Η οικονομική κρίση του 2008 μας προσγείωσε απότομα στην πραγματικότητα και οι οικονομικές συνέπειες της πανδημίας της COVID, που επέβαλαν την κρατική παρέμβαση, διέλυσαν κάθε αμφιβολία που είχε απομείνει.
Πράγματι ο κρατισμός και ο κεντρικός σχεδιασμός της οικονομίας δεν οδηγούν στην ανάπτυξη – αυτό ήταν το μάθημα της κατάρρευσης του σοσιαλιστικού υποδείγματος και εξακολουθεί να ισχύει. Ούτε όμως οι αγορές, αν αφεθούν ασύδοτες, εξασφαλίζουν την ευημερία.
Ειδικά η πανδημία αντιμετωπίστηκε επιτυχώς στον ανεπτυγμένο κόσμο χάρη στη συνεννόηση και στην παρέμβαση των κυβερνήσεων, όχι μόνο ως προς τις οικονομικές επιπτώσεις της, αλλά κυρίως ως προς την εφεύρεση, την παραγωγή και τη διανομή του εμβολίου.
Ο τρόπος με τον οποίο συντονίστηκαν οι φαρμακοβιομηχανίες στον κοινό σκοπό θυμίζει σε πολλά τον συντονισμό της πολεμικής βιομηχανίας των ΗΠΑ, υπό τις κατευθύνσεις του κράτους, κατά την περίοδο του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Η αποτυχία της αέναης ευημερίας οδήγησε εκ των πραγμάτων και στην υποχώρηση της δημοκρατίας. Η θεωρία ότι όσο οι άνθρωποι πλουτίζουν και η ευημερία διαχέεται τόσο θα διεκδικούν δικαιώματα και η δημοκρατία θα εξαπλώνεται στις μέρες μας διαψεύδεται. Κοιτάξτε, λ.χ., το παράδειγμα της Κίνας.
Επίσης, από την πανδημία, έγινε φανερό ότι οι πλούσιοι έγιναν πλουσιότεροι, ενώ οι φτωχοί φτωχότεροι. Και το πεδίο στο οποίο στηρίζονται οι σύγχρονες μορφές αμφισβήτησης της δημοκρατίας είναι αυτό ακριβώς το χάσμα που διευρύνθηκε. Τέλος, θα πρέπει να προσθέσουμε την απώλεια της ηθικής νομιμοποίησης αυτού που θα λέγαμε ιδεολογία της Δύσης και την υποχώρηση του γοήτρου της.
Πριν από 30 χρόνια η παγκόσμια επικράτηση των αξιών της Δύσης εθεωρείτο περίπου δεδομένη. Η ταπείνωση της Δύσης, ιδίως στο Αφγανιστάν, διέλυσε και αυτή την ψευδαίσθηση. Πάνω από ένα τρισεκατομμύριο δολάρια δαπανήθηκαν προκειμένου η Δύση να ανατρέψει το καθεστώς των Ταλιμπάν.
Και ποιο ήταν το αποτέλεσμα; Σχεδόν δέκα χρόνια αργότερα να υποχωρήσει κακήν κακώς, αφήνοντας ξανά το πεδίο ελεύθερο στους Ταλιμπάν. Η φρικτή τύχη των γυναικών στο Αφγανιστάν πρέπει να είναι η μεγαλύτερη ντροπή μας.
Αν όλο αυτό θα πρέπει να το συνοψίσουμε σε μία φράση, θα το έλεγα «η παρακμή της Δύσης». Αυτό είναι που παρακολουθούμε να συμβαίνει και οι συνέπειές του είναι αυτές που υφιστάμεθα.