Η κηδεία του Κώστα Σημίτη και ειδικά οι απουσίες εξεχουσών προσωπικοτήτων της πολιτικής από αυτήν έθεσαν το ζήτημα της υποχρεωτικότητας του πένθους. Εκανε εντύπωση ότι δεν παρέστησαν στην τελετή οι Προκόπης Παυλόπουλος, Κώστας Καραμανλής, Γιώργος Παπανδρέου και Αντώνης Σαμαράς. Πολλοί το θεώρησαν απρέπεια και το γεγονός σχολιάστηκε δυσμενώς – σε τελευταία ανάλυση, το πένθος ήταν δημόσιο και τετραήμερο, με απόφαση της κυβέρνησης.
Αναπόφευκτη μάλιστα ήταν η σύγκριση με την κηδεία του Τζίμι Κάρτερ στις ΗΠΑ, στην οποία παρίσταντο όλοι οι εν ζωή πρώην πρόεδροι της χώρας, μολονότι ο εκλιπών ήταν αυτό που λένε οι Αμερικανοί «a pain in the ass» για όσους τον διαδέχθηκαν. Μας έπιασε λοιπόν το μαράζι του «πολιτικού πολιτισμού», όπως ονομάζουμε στην τρέχουσα πολιτική ορολογία τον καθωσπρεπισμό και, αμέσως, πήρε μπρος η γνωστή κλάψα: γιατί κι εμείς να μην είμαστε σαν αυτούς και άλλα παρόμοια στο πνεύμα του «make love not war».
Η αλήθεια είναι ότι η συμμετοχή στην κηδεία του αντιπάλου σου ή ακόμη και αυτού του εχθρού σου είναι μια παιδευτική εμπειρία. Ο λόγος είναι ότι η υπενθύμιση της κοινής και αναπόφευκτης μοίρας του είδους μας σου επιτρέπει να εξετάσεις την αντιπαλότητα μέσα σε ένα βαθύτερο, υπαρξιακό πλαίσιο και ίσως να την κατανοήσεις καλύτερα. Αυτό δεν σημαίνει όμως ότι είναι απαραίτητο να ενδιαφέρονται όλοι για τέτοιου είδους εμπειρίες.
Υπάρχουν τόσοι γύρω μας, τους βλέπουμε στην καθημερινότητά μας, που αντιμετωπίζουν αυτά τα θέματα με πεζότητα και κάποιες φορές με κυνισμό. Δεν γίνεται να τους επιβάλλουμε ένα ήθος που δεν το έχουν ούτε μπορούμε να επιβάλλουμε την υποκρισία. Ας μου επιτραπεί λοιπόν να διαφωνώ με όσους ενοχλήθηκαν από τις απουσίες στην κηδεία του Κώστα Σημίτη. Το πένθος είναι πολύ σοβαρή υπόθεση για να είναι υποχρεωτικό. Κανείς δεν πρέπει να είναι υποχρεωμένος να πενθεί, εφόσον δεν το νιώθει, υπό μία προϋπόθεση όμως: ότι απέχει αξιοπρεπώς και σέβεται το πένθος των άλλων. Εδώ, κατά τη γνώμη μου, τελειώνει η συζήτηση.
Ο σεβασμός στο πένθος των άλλων δεν είναι τίποτε δύσκολο. Και πάντως δεν χρειάζεται δικαιολογίες, είτε σαχλές και παιδαριώδεις είτε ψευδείς. Τον κ. Παπανδρέου, λ.χ., εμπόδιζαν να παραστεί, όπως δήλωσε, οι υποχρεώσεις του στην Κίνα – τουριστικές υποχρεώσεις, προφανώς. Λογικό είναι, εφόσον είχε την ατυχία να βρίσκεται εκεί, διότι όπως έχει πει και ο σπουδαίος βρετανός ποιητής Φίλιπ Λάρκιν, «ευχαρίστως θα επισκεπτόμουν την Κίνα, αρκεί να μπορούσα να επιστρέψω την ίδια μέρα». Ωστόσο, ακουσίως, είμαι βέβαιος, με την περιττή αναφορά στην Κίνα ο κ. Παπανδρέου παρέπεμψε στο εσωκομματικό προσωνύμιο του Κώστα Σημίτη. Υπήρχε λόγος; Δεν το πρόσεξε, θα μου πείτε, είναι ο Γιώργος.
Πολύ χειρότερη είναι η περίπτωση του κ. Παυλόπουλου, ο οποίος όταν ρωτήθηκε γιατί δεν πήγε στην κηδεία, έδωσε την εξής απάντηση: «Αυτή τη στιγμή είμαι ένας τέως Πρόεδρος της Δημοκρατίας, δεν έχω θεσμικό ρόλο, έχω ξαναγυρίσει στα καθήκοντά μου τα πανεπιστημιακά, τα ακαδημαϊκά. Δεν ήταν ο ρόλος μου να το πράξω αυτό. Ο τέως Πρόεδρος της Δημοκρατίας είναι εκτός πολιτικής σκηνής. Μάλλον θα έπρεπε κάποιοι να με ρωτήσουν, αν πήγαινα, γιατί πήγα!». Τότε, ας μου επιτραπεί να ρωτήσω εγώ γιατί πήγε στις κηδείες των αειμνήστων Μίκη Θεοδωράκη, Κάρολου Παπούλια, Χρήστου Σαρτζετάκη, Μαριέττας Γιαννάκου και Γιάννη Διακογιάννη (κατά χρονολογική σειρά). Οι ίδιες του οι πράξεις λοιπόν τον διαψεύδουν.
Σε τέτοιες ερωτήσεις δεν χρειάζεται κανείς να αυτοεξευτελίζεται με παρόμοιες δικαιολογίες. Αρκεί η αλήθεια. Λες πολύ απλά και ωραία ότι δεν ήθελες να πας. Ή, αν έχεις χιούμορ, λες κάτι αυτοσαρκαστικό, π.χ. δεν πήγα για να μην προσθέσω με την παρουσία μου στην οδύνη των άλλων. Και, τέλος πάντων, αν είσαι ο Παυλόπουλος, δεν λες τίποτα. Δεν απαντάς, δεν αντιδράς καθόλου. Οπως, ας πούμε, όταν ο διπλανός σου πλακώνει στις σφαλιάρες τη διπλανή σου μέσα στο τηλεοπτικό στούντιο…
ΤΑ ΠΡΑΓΜΑΤΑ ΣΤΗ ΘΕΣΗ ΤΟΥΣ
Οι εχθροί της απερχομένης Προέδρου της Δημοκρατίας (ποτέ δεν της συγχώρεσαν ότι πήρε τη θέση του αγαπημένου τους Πάκη…) θεώρησαν ταπεινωτικό για την κυρία Σακελλαροπούλου ότι ματαιώθηκε η καθιερωμένη επίσκεψη του Πρωθυπουργού στο Προεδρικό για τη μηνιαία ενημέρωση. Στην πραγματικότητα, το αντίθετο ισχύει. Η ταπείνωση θα ήταν αν πραγματοποιούσαν το γνωστό τελετουργικό ενώπιον των καμερών. Ρωτήστε και τον Μισέλ Μπαρνιέ, τον οποίο πρώτα έδιωξε ο Μακρόν και μετά θυμήθηκε ότι είχε τα εγκαίνια της Παναγίας των Παρισίων και κάποιος έπρεπε να υποδέχεται ως Πρωθυπουργός τους επισήμους. Ετσι ο δυστυχής Μπαρνιέ, άνθρωπος αξιοπρεπέστατος, βρέθηκε στη δεινή θέση να διευκρινίζει στον καθένα που υποδεχόταν ότι συναντούσαν έναν Πρωθυπουργό ο οποίος από την επομένη δεν θα ήταν στη θέση του. Από μια τέτοια κατάσταση γλίτωσε η κυρία Σακελλαροπούλου, χάρη στην αναβολή.
ΚΛΙΝΑΤΕ ΕΠΙ ΔΕΞΙΑ
Αν κάτι προδίδει με τον σαφέστερο τρόπο τη στροφή της κυβέρνησης προς τα δεξιά είναι η επιλογή του Νικήτα Κακλαμάνη για τη θέση του Προέδρου της Βουλής. Δεν εννοώ το τι εκπροσωπεί πολιτικά ο κ. Κακλαμάνης, αλλά το πόσο δύσκολο ήταν για τον κ. Μητσοτάκη να καταλήξει στο συγκεκριμένο πρόσωπο. Γιατί; Επειδή, για να το θέσω με τη δέουσα ηπιότητα, δεν τον συμπαθεί ιδιαιτέρως. Για να τον επιλέξει, λοιπόν, σημαίνει ότι παραμέρισε προσωπικά αισθήματα και ζητήματα αισθητικής. Και πολύ καλά έκανε, διότι ανεξαρτήτως αισθητικής ο κ. Κακλαμάνης έχει τις ικανότητες που απαιτεί ο ρόλος του Προέδρου της Βουλής. Πολύ διαφορετικές από εκείνες του προκατόχου του (καμία σύγκριση!), ξέρει όμως ένα πράγμα και το ξέρει καλά: πώς μοιράζεται η εξουσία.