Παρότι υπάρχει πάντοτε ο παράγων του απροόπτου που αλλάζει την τροπή των εξελίξεων, εφόσον δεν εκδηλωθεί στη διαδικασία διαδοχής του Αλέξη Τσίπρα, μπορούμε από τώρα να προεξοφλούμε την εκλογή της Εφης Αχτσιόγλου. Κατά πάσα πιθανότητα, αυτή θα είναι η επόμενη πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ, εφόσον τα μέλη του κόμματος κρίνουν ότι χρειάζεται ανανέωση. Αν πρέπει, λοιπόν, με δυο λέξεις να περιγράψω το μέλλον του ΣΥΡΙΖΑ υπό την κυρία Αχτσιόγλου, τις δανείζομαι από τον τίτλο του αφόρητου μυθιστορήματος της Φρανσουάζ Σαγκάν: bonjour tristesse (καλημέρα θλίψη).
Μέχρι τώρα τουλάχιστον, οι μόνες ανταγωνιστικές υποψηφιότητες είναι του Νίκου «13-0» Παππά και του Γιούκλιντ Τσαλακώτου. Τα άλλα ονόματα που ακούστηκαν ετέθησαν εκτός αναμέτρησης. Η Ρένα Δούρου, π.χ., έχει τις δικαστικές εκκρεμότητές της για το Μάτι, αλλά και πέραν αυτού είναι ξεπερασμένη όσο και ο Τσίπρας και ίσως να το έχει καταλάβει, διότι ως επαγγελματίας του χώρου είναι έξυπνη. Ο Διονύσης Τεμπονέρας δεν είχε την παραμικρή ελπίδα εξ αρχής, καθώς δεν είναι βουλευτής. Ομως, η σχετική τόλμη της αυτοκριτικής του και η εν γένει σοβαρότητά του δημιούργησαν θετικές εντυπώσεις και, με τη συζήτηση περί υποψηφιότητάς του, καταφέρνει να πάρει μια θέση στο κάδρο για το μέλλον. Πάντα υπό την αίρεση ότι θα υπάρχει μέλλον.
Ο Αλέξης Χαρίτσης, που επίσης εφέρετο ως επίδοξος διάδοχος, ούτε αυτός είχε καμία σοβαρή ελπίδα, λόγω φυσιογνωμίας, πιστεύω. Μπορεί να είναι ικανός και άξιος ο πρώην υπουργός του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά στην όψη είναι η στριμάρα προσωποποιημένη. Με τον αέρα ενωμοτάρχη της δεκαετίας του 1960 και με το φρύδι υψωμένο σε έναν μόνιμο μορφασμό δυσαρέσκειας, δεν πας για αρχηγός. Τέλος, ήταν και ο Παύλος Πολάκης μεταξύ των επίδοξων υποψηφίων, φαντάζομαι όμως ότι και ο ίδιος θα κατάλαβε ότι είναι πολύ επικίνδυνο ακόμη και να αποπειραθεί να μετρήσει τις δυνάμεις του, γιατί θα διαπιστώσει ότι δεν υπάρχουν.
Από τις τρεις σοβαρές υποψηφιότητες που απομένουν, η ασθενέστερη είναι, νομίζω, εκείνη του Γιούκλιντ. Ασφαλώς έχει τη στήριξη της αριστερής πτέρυγας και την αξίζει για έναν σωρό λόγους, τόσο προφανείς που δεν θα σας κουράσω επαναλαμβάνοντάς τους. Είναι, όμως, αστείος από φυσικού του. Με τις εκρήξεις του θυμού του, τις υπερβολικές χειρονομίες του και τα σαρδάμ του, ο Γιούκλιντ είναι μία αξιαγάπητη διασταύρωση του Mr. Bean με τον Λουί ντε Φινές και, προσωπικά, είναι ο αγαπημένος μου πολιτικός της Αριστεράς: ο μόνος που με κάνει πάντα να χαμογελάω όταν τον ακούω, ό,τι και αν λέει! Δυστυχώς, όμως, στην πολιτική αυτό είναι μειονέκτημα, εξαιτίας του οποίου κανείς (ίσως ούτε και ο ίδιος) μπορεί να τον φανταστεί πρωθυπουργό. Δεν του λείπουν τα χαρίσματα, γνωρίζει τη θεωρία και την ιστορία του μαρξισμού, είναι επιμελής, υποχόνδριος, ψυχαναγκαστικός, εν ολίγοις έχει όλα τα προσόντα να είναι head boy σε ένα καλό σχολείο, αλλά ως εκεί.
Εκ των πραγμάτων, λοιπόν, η υποψηφιότητα Παππά προβάλλει ως η πιο απειλητική για την Εφη Αχτσιόγλου. Το βασικό πρόβλημα της υποψηφιότητάς του, όμως, είναι ότι πρόκειται για τον κύριο 13-0. Αντιπροσωπεύει ό,τι χειρότερο με τον ΣΥΡΙΖΑ και, ενώ στον κόσμο τους πρέπει να είναι δημοφιλής, εκτός ΣΥΡΙΖΑ είναι αντιπαθητικός. Επιπλέον, έχει και το μειονέκτημα ότι πολιτικά εκφράζει τη συνέχεια της κατάστασης Τσίπρα: και από εδώ και από εκεί, κατά βάσιν, δηλαδή, ένας συμφεροντολογικός τακτικισμός, για τον οποίο δεν έχει τα προσόντα. Είδαμε πώς χειρίστηκε σαν ξυλοσχίστης το θέμα των αδειών, καταλαβαίνουμε επομένως πόσο επιδέξιος θα είναι ως ηγέτης του ΣΥΡΙΖΑ.
Συγκριτικά, λοιπόν, και πάντα υπό την προϋπόθεση ότι δεν θα συμβεί το συνταρακτικό που θα δώσει άλλη τροπή στα πράγματα, η Εφη Αχτσιόγλου είναι εκείνη που θα αναλάβει να ανανεώσει τον ΣΥΡΙΖΑ. Το ρήμα που χρησιμοποιώ, όμως, δεν είναι το σωστό. Η κυρία Αχτσιόγλου είναι πολύ αριστερή, τόσο ώστε να αντιλαμβάνεται την ανανέωση ως αναπαλαίωση. Υπό την ηγεσία της, δεν χωρεί αμφιβολία ότι ο ΣΥΡΙΖΑ θα επιστρέψει στις ιδεολογικές ρίζες του. Ο Αριστείδης Μπαλτάς θα γίνει ξανά ο γκουρού του κόμματος – δεν είναι συμπτωματικό ότι η κυρία Αχτσιόγλου συμμετείχε στην πρόσφατη παρουσίαση βιβλίου του πρώην υπουργού και μάλιστα μίλησε εκθειάζοντας τη σκέψη του Μπαλτά. Είναι επίσης γνωστό ότι δεν της αρέσει η κανονικότητα, επειδή δεν ευνοεί ποτέ την Αριστερά, όπως έχει πει. Κατά συνέπεια, της πάνε περισσότερο η μιζέρια και η κρίση, επειδή αυτές δημιουργούν τις ευκαιρίες για την Αριστερά. Με λίγα λόγια, για την κυρία Αχτσιόγλου οι ιδέες προηγούνται της πραγματικότητας. Κοινώς, φέξε μου και γλίστρησα…
Ομως και πέραν του πολιτικού, η κυρία Αχτσιόγλου δεν έχει την προσωπικότητα για να κάνει ελκυστικές τις ιδέες της, όσο και αν η όψη της προϊδεάζει για το αντίθετο. Δεν έχει βέβαια την αγριάδα του Αλέξη Χαρίτση, με τον οποίον συμπλέουν πολιτικά και ιδεολογικά. Δεν την κατατάσσεις με τίποτα στην κατηγορία «αντιτουριστικοί τύποι», αλλά στο βλέμμα της βλέπεις όλη τη συσσωρευμένη θλίψη και την απελπισία της DDR. Κανείς δεν έχει να φοβάται από την κυρία Αχτσιόγλου. Εκτός ίσως από τη Ζωή Κωνσταντοπούλου, διότι στον ίδιο πολιτικό χώρο κινούνται οι δύο κυρίες, οπότε ο ανταγωνισμός είναι αναπόφευκτος.