Ο Χριστόφορος Βερναρδάκης είναι ένας καλλιτέχνης γνήσιος και πηγαίος. Το φιλμάκι που έκανε στο TikTok για τις εκλογές και το οποίο ορισμένοι το αποκαλούν υποτιμητικά «σποτάκι», δηλαδή διαφημιστικό, είναι κινηματογράφος αξιώσεων.
Οχι του είδους που θα πρόβαλλαν, λ.χ., στο Αττικόν ή στον Απόλλωνα – εκεί δεν έδειχναν ποτέ αξιόλογες ταινίες, γι’ αυτό και ο κόσμος αγανάκτησε και τους έκαψε. Στο Στούντιο, όμως, το ιστορικό Στούντιο, οφείλω να τονίσω, εκεί στα πρώτα χρόνια τη δεκαετίας του 1980, η ταινία του θα έκανε ουρές και αλλεπάλληλες προβολές. Ισως και περισσότερες από χίλιες τη μέρα, αφού είναι μικρού μήκους, ακριβέστερα πάρα πολύ μικρού μήκους, θα έλεγα απειροελάχιστου, καθώς διαρκεί λιγότερο από 30 δευτερόλεπτα. Συνεπώς, περισσότερο θα διαρκούσε η αποχώρηση από την αίθουσα και η είσοδος των νέων θεατών παρά η προβολή.
Εν τούτοις, σε αυτά τα 30 δεύτερα ο δημιουργός Βερναρδάκης κατορθώνει να συμπυκνώσει όσα μας λέει ο Αγγελόπουλος μέσα σε πέντε ώρες. Βλέπεις, ας πούμε, ένα από τα αριστουργήματά του και μετά αναρωτιέσαι: «Τώρα, όλο αυτό για ποιον λόγο έγινε;». Το ίδιο και με τον Βερναρδάκη και μάλιστα από την πρώτη κιόλας ταινία του. Επίσης, σε λιγότερο από 30 δεύτερα!
Δεν χωρεί αμφιβολία, μπροστά μας έχουμε έναν αληθινό «auteur». Το επίτευγμα της ταινίας του είναι ότι μέσω της σάτιρας αποδίδει με στιβαρό ρεαλισμό τον εγγενή υπερρεαλισμό του ΣΥΡΙΖΑ. Ο πρωταγωνιστής του, αυτό το ατσούμπαλο χυμαδιό, που το βλέπουμε με τα πουκάμισα έξω να ανεμίζει μια σημαία στο πουθενά και μετά να περιφέρεται άσκοπα γύρω από τον Λυκαβηττό, είναι ο ΣΥΡΙΖΑ. Ο ΣΥΡΙΖΑ όπως τον γνωρίσαμε είτε ως κυβέρνηση είτε ως αξιωματική αντιπολίτευση.
Οσο για την τελευταία σκηνή της ταινίας, με τη σημαία, αυτοί που κοροϊδεύουν τον δημιουργό, επειδή την τοποθέτησε απέναντι στην κάμερα καθέτως και όχι οριζοντίως, ώστε ο θεατής να δυσκολεύεται να διαβάσει τον τίτλο του κόμματος και να αναγνωρίσει το λογότυπο, δεν ξέρουν για τι μιλάνε και, όπως θα έλεγε η κυρία Ελενα Ακρίτα, καλά θα κάνουν να το βουλώσουν! Σκοπίμως έχει στήσει τη σημαία ο Βερναρδάκης με τον συγκεκριμένο τρόπο. Ακριβώς για να υποχρεωθεί ο θεατής να ξαπλώσει στο ένα πλευρό προκειμένου να διαβάσει τα γράμματα. Χάρη σε αυτή την πρωτοτυπία, ο Βερναρδάκης κάνει τον κινηματογράφο του διαδραστικό, υποχρεώνοντας τον θεατή να συμμετάσχει και, κατά κάποιον τρόπο, να ταυτιστεί με τον μοναχικό ήρωα της ταινίας.
Συγχρόνως, όμως, η τελευταία σκηνή σού αφήνει και τον σπόρο της αμφιβολίας. Τι να εννοεί ο δημιουργός; Μήπως ότι η Αριστερά έχει ανάγκη από ξεκούραση και πέφτει για ύπνο; Είναι αυτός ο ύπνος το τέλος της περιπλάνησης του ήρωα; Το τέλος, δηλαδή, της Αριστεράς ή ένα διάλειμμα; Δεν το μαθαίνουμε και μένουμε με την αγωνία. Το τέλος είναι ανοιχτό και εμείς δεν έχουμε κάτι άλλο παρά την προσμονή της συνέχειας. Αδημονώ για τη συνέχεια, ελπίζω να μην αργήσει.
Μην ξεχάσω! Θεωρώ αυτονόητο ότι σε 20 με 30 χρόνια από τώρα, όταν ο μεγάλος μας εθνικός σκηνοθέτης Γιάννης Σμαραγδής θα γυρίσει σε ταινία τη ζωή του Αλέξη Τσίπρα, ο Χριστόφορος Βερναρδάκης θα είναι ο επιστημονικός σύμβουλος της παραγωγής. (Εννοείται ότι προηγείται η ταινία με τη ζωή του Αντώνη Σαμαρά, αλλά το σημειώνω εκ του περισσού, επειδή ο κόσμος είναι παρεξηγιάρης…)
Όπως με όλες τις μεγάλες ταινίες, τα μεγάλα βιβλία, τη μεγάλη τέχνη γενικώς, που με τον τρόπο της σου ταρακουνάει τη ζωή και σε κάνει να σκεφτείς διαφορετικά τα πράγματα, το βαθύτερο νόημα της ταινίας του Βερναρδάκη, η τραγικότητά του που σε συνθλίβει, σου έρχεται αργότερα, αφού έχεις δει την ταινία, όταν τη σκέφτεσαι ασυναίσθητα. Τότε συνειδητοποιείς ότι ο δημιουργός αυτού του μικρού κινηματογραφικού αριστουργήματος (μπιζουδάκι, ούτως ειπείν) ήταν ο επικοινωνιολόγος και ο γκουρού των δημοσκοπήσεων του Αλέξη Τσίπρα ως πρωθυπουργού. Αυτό φτάνει για να σε γεμίσει φρίκη. Με άλλα λόγια, η ταινία του Βερναρδάκη, με τον υπαινικτικό τρόπο της, είναι και «χόρορ». Εστω και αν αυτό ήταν πέραν των προθέσεων του δημιουργού της. Ως άρτιο έργο τέχνης είναι αυτοτελές και έχει αποκτήσει τη δική του ζωή.
Ωστόσο, δεν έχουμε τίτλο για το έργο και χρειάζεται οπωσδήποτε ένας τίτλος. Θα πρότεινα, λοιπόν, με την ελπίδα ότι δεν υπερβαίνω τα εσκαμμένα, να χρησιμοποιηθεί η υπέροχη φράση του Γιούκλιντ Τσαλακώτου από πρόσφατη προεκλογική ομιλία του: «Μια κυβερνώσα Αριστερά». Αυτό είναι ο ΣΥΡΙΖΑ κατά τον πρώην υπουργό Οικονομικών. Κάτι ακαταλαβίστικο, δηλαδή, διότι η έννοια «μια κυβερνώσα Αριστερά» είναι κακά ελληνικά και δεν σημαίνει τίποτε.
Ζητήματα πνευματικής ιδιοκτησίας
Παραπονιέται στις συνεντεύξεις της η Ζωή Κωνσταντοπούλου επειδή όλοι, από τον Μητσοτάκη μέχρι τον Τσίπρα, της κλέβουν τα ομολογουμένως ωραιότατα συνθήματά της. Αποκάλυψε, συγκεκριμένα, ότι η Πλεύση Ελευθερίας είχε λανσάρει από το 2019 το σύνθημα «Δεν κοιτάμε ούτε δεξιά ούτε αριστερά, κοιτάμε μπροστά». Είναι ντροπή να συμβαίνει αυτό, παρότι η ιδιοκτησία είναι κλοπή, υποτίθεται. Ωστόσο, η λεπτομέρεια αυτή μας δίνει τη δυνατότητα να καταλάβουμε το βαθύτερο κίνητρό του πίσω από τη στρατηγική κίνηση-ματ που πέτυχε με τη στρατολόγηση της Ράνιας Θρασκιά ο ΣΥΡΙΖΑ. Πέραν των προφανών λόγων, όπως η επαγγελματική πείρα της, τη διάλεξε και επειδή έτσι, κατά κάποιον τρόπο, καλύπτεται έναντι της Πλεύσης Ελευθερίας. Διότι, όπως όλοι γνωρίζουν, η φράση «κοιτάω μπροστά» ήταν τίτλος εκπομπής, αλλά και βιβλίου, της γνωστής δημοσιογράφου/ψυχολόγου που εξελέγη στη Βουλή. Ηταν το εμπορικό σήμα της.