Η στήλη έχει επανειλημμένα εκφραστεί υπέρ της αυξημένης ορατότητας συγκεκριμένων ομάδων του πληθυσμού, όπως είναι τα μέλη της LGBTQ+ κοινότητας ή οι γυναίκες, όσον αφορά τις θέσεις εξουσίας στον πολιτικό ή εργασιακό στίβο. Ωστόσο, δεν παραγνωρίζει και τις χαρές της αφάνειας, της διακριτικής παρουσίας, της πτήσης κάτω από τα ραντάρ.
Σκεφτόμουν, ας πούμε, ότι αυτές τις ημέρες διεξήχθη το Προολυμπιακό τουρνουά μπάσκετ έχουμε ως χώρα τη χαρά να έχουμε παρόντα εδώ τον Γιάννη Αντετοκούνμπο. Ε, απορώ πώς αντέχει αυτός ο άνθρωπος που από το πρωί που ξυπνάει τον παίζουν «μαν του μαν» τόσοι άνθρωποι που ζητούν ένα αυτόγραφο, μια σέλφι, έστω μια χειραψία…
Πώς γίνεται;
Πώς είναι άραγε μια ζωή χωρίς ούτε λεπτό ιδιωτικότητας; Πώς μπορείς να διαχειριστείς αυτή την υπερβολική δόση ορατότητας, ακόμη κι αν είσαι ο Γιάννης, ο οποίος μοιάζει να τρέφεται από την αγάπη του κόσμου; Τα ερωτήματα είναι προφανώς ρητορικά, αλλά φαντάζομαι ότι οι περισσότεροι θα απαντούσαν κάτι του τύπου «Μακάρι να ήταν αυτά τα προβλήματά μου».
Ναι, είναι σαφές ότι αυτά είναι ζητήματα που αφορούν ένα ελάχιστο ποσοστό ατόμων του ανεπτυγμένου κόσμου, αλλά από την άλλη δείχνουν και το αναπόδραστο του πόνου που συνοδεύει την ανθρώπινη ύπαρξη, που θα λέγαμε σε κάποιο καρτιέ του Παρισιού την εποχή του υπαρξισμού: Δεν μπορείς να τα έχεις όλα. Είσαι επιτυχημένη, διάσημη, πλούσια, έχεις δύο Οσκαρ, 5 χρυσούς δίσκους ή τρία Γκραν Σλαμ, αλλά έχεις απολέσει (τουλάχιστον) για όσο κρατάει αυτή η επιτυχία σου τη δυνατότητα να κάνεις μια βόλτα χωρίς να σε σταματήσουν άγνωστοι στον δρόμο, δεν μπορείς πια να πας να φας κάπου ήσυχα με φίλους…
Εχω φτάσει στην (οπωσδήποτε αυθαίρετη και σίγουρα όχι βασισμένη σε ιδία πείρα) διαπίστωση ότι η ψυχοσύνθεση των ιδιοφυϊών, είτε στα σπορ είτε στις τέχνες είτε στις επιχειρήσεις, είναι τόσο διαφορετική από των «κοινών θνητών» που πρέπει να αγγίζει τα όρια της ψύχωσης. Ποιος συνδυασμός εσωτερικών παρορμήσεων ανάγκασε τον Ρότζερ Φέντερερ να παίζει μέχρι τα 40 του ή τον Κριστιάνο Ρονάλντο να συμμετέχει στο πολλοστό του Euro σε παρόμοια ηλικία; Πού βρίσκει η Μαντόνα το κίνητρο ή την όρεξη να τα δίνει όλα στη σκηνή έπειτα από τόσες δεκαετίες; Γιατί ο Μπιλ Γκέιτς δεν αποσύρθηκε όταν έβγαλε το πέμπτο (ή έστω το δέκατο) δισεκατομμύριο δολάρια της καριέρας του;
Φαντάζομαι οι ίδιοι θα απαντούσαν με πέντε λέξεις: «Η αγάπη για το παιχνίδι» – όποιο κι αν είναι το παιχνίδι. Πώς να αφήσεις κάτι που κάνεις τόσο καλά, ακόμη κι αν ο λόγος που το κάνεις τόσο καλά είναι μια σειρά από θυσίες. Αν και καλό είναι να μην ξεχνάμε ότι ένας από τους λόγους που αναδείχτηκαν αυτές οι διαφορετικού ύφους ιδιοφυΐες είναι ότι ήταν έτοιμη κι η κοινωνία να τους προικοδοτήσει με ένα στάτους υπερήρωα. Πόσες Μαντόνες, πόσοι Φέντερερ και Γκέιτς θα έχουν χαθεί στην ιστορία επειδή γεννήθηκαν σε λάθος τόπο και χρόνο…
Ιδανικός δεύτερος
Σε κάθε περίπτωση, και για να επιστρέψουμε στο θέμα της ορατότητας, παρακολουθώντας αυτές τις ξεχωριστές περιπτώσεις από τις πίσω θέσεις της πλατείας και κρίνοντας τα πράγματα με τα δικά μου μέτρα, δεν μπορώ να μη βγάλω το καπέλο στον Αντριου Ρίτζλι. Κι αν αναρωτηθήκατε «σε ποιον;», να σας θυμίσω ότι είναι το δεύτερο μέλος των Wham! Για τον Τζορτζ Μάικλ, βλέπω, δεν χρειάζεστε υπενθύμιση, ε;
Ε, μετά τη διάλυση του συγκροτήματος το 1985 (και έπειτα από μετρημένες καλλιτεχνικές απόπειρες σε άλλα σχήματα), αποφάσισε να αποσυρθεί, πρακτικά πριν από τα 30 του, ζώντας από τα ουκ ολίγα δικαιώματα. Αλλά έναν καφέ μπορεί να τον πιει ανενόχλητος…