Στις 25 Αυγούστου 1972, στο Ηράκλειο, ο 27χρονος Βασίλης Λυμπέρης γίνεται ο τελευταίος έλληνας πολίτης που εκτελείται από το ελληνικό κράτος έπειτα από απόφαση δικαστηρίου, ενώ η θανατική ποινή καταργήθηκε επισήμως τον Δεκέμβριο του 1993.
Μήπως πλέον έχουν ωριμάσει αρκετά οι συνθήκες, ώστε η κατάργηση της θανατικής ποινής να επεκταθεί και στους Ρομά;
Αργά το βράδυ του περασμένου Σαββάτου 11 Νοεμβρίου, ο Χρήστος Μιχαλόπουλος έγινε ο τρίτος Ρομ μέσα σε σχεδόν δύο χρόνια που πέφτει νεκρός από σφαίρες αστυνομικού, μετά τον Νίκο Σαμπάνη (Οκτώβριος 2021) και τον Κώστα Φραγκούλη (Δεκέμβριος 2022). Τα αδικήματα για τα οποία δεν τους επιβλήθηκε ποτέ η εσχάτη των ποινών, καίτοι τελικά αυτή εκτελέστηκε, ήταν απείθεια κατά των αστυνομικών (που προβλήθηκε ως θανατηφόρος κίνδυνος εις βάρος τους), παραβάσεις του ΚΟΚ, μια μικροκλοπή.
Εχει σημασία;
Ας κάνουμε ένα βήμα πίσω, ίσως φανεί λίγο καλύτερα η εικόνα. Εχει πραγματικά σημασία «τι είχε κάνει» ο ένας 20χρονος ή ο άλλος 17χρονος, μπροστά στο γεγονός ότι έφυγαν τόσο πρόωρα από τη ζωή με ευθύνη αστυνομικού; Καμιά φορά, η έννοια της ζωής είναι τόσο αυτονόητη για μας τους ζωντανούς και τις ζωντανές που χάνεται το μέγεθος της αξίας της για όσες και όσους δεν είναι πια ανάμεσά μας. Αλλά κι αυτή η αξία δεν είναι ενιαία. Οι πεποιθήσεις, οι προκαταλήψεις, η ιδεολογία, η θρησκεία, η ηλικία, η κοινωνική και ταξική μας θέση καθορίζουν και πώς βλέπουμε τη ζωή των άλλων και αναπόφευκτα την απώλειά της. Αλλιώς μετράμε τον θάνατο μιας νεαρής φίλης σε τροχαίο όταν είμαστε νέοι, αλλιώς ενός ηλικιωμένου συγγενούς όταν πλησιάζουμε τα χρόνια του. Αλλιώς βλέπουμε τον θάνατο ενός Ισραηλινού, αλλιώς ενός Παλαιστινίου. Και, εν τέλει, για να επιστρέψουμε και εκεί που ξεκινήσαμε, διαφορετικά υπολογίζουμε τον θάνατο ενός αστυνομικού εν ώρα καθήκοντος, κι αλλιώς την εκτέλεση ενός Ρομ από όργανα της δημόσιας τάξης, από υπαλλήλους του υπουργείου που στην ταμπέλα του γράφει «Προστασίας του Πολίτη».
Τα κίνητρα
Με τον ορατό (από μεγάλη απόσταση) κίνδυνο όλα αυτά να ακούγονται κουραστικά από μία πλειονότητα ανθρώπων που δεν θα μπορούσαν ποτέ να φανταστούν τον εαυτό τους ή κάποιον/α από το περιβάλλον τους να συμμετέχουν σε μία καταδίωξη και τελικά να πέφτουν νεκροί από σφαίρα αστυνομικού, το θέμα και εδώ και αλλού (π.χ. στις ΗΠΑ με τα συνεχή κρούσματα δολοφονιών μαύρων από την Αστυνομία) δεν είναι τι έκανε το θύμα, αλλά πόσο έτοιμοι ήταν οι ένστολοι να διαχειριστούν μια κρίση και ποια ήταν τα κίνητρά τους για να την αντιμετωπίσουν κατ’ αυτόν τον τρόπο.
Και δυστυχώς αυτό που προκύπτει, όχι μόνο από την κοινή λογική, αλλά και από την αποκάλυψη των συνομιλιών μεταξύ αστυνομικών στα αντίστοιχα περιστατικά, είναι ότι το ρατσιστικό κίνητρο είναι κυρίαρχο. Οι αστυνομικοί μοιάζουν να ξέρουν από την αρχή των καταδιώξεων ότι οι επιχειρήσεις αφορούν Ρομά. Και αυτό που μοιάζουν επίσης να γνωρίζουν – ή έστω φαίνεται να έχουν εσωτερικοποιήσει – είναι ότι έχουν μια άλλου είδους ελευθερία κινήσεων απέναντι «σε αυτή την καθ’ έξιν παραβατική ομάδα».
Η ανοχή
Και το χειρότερο – κατά τη γνώμη μου – είναι ότι αυτή η πρόσληψη της πραγματικότητας κάνει γκελ και σε ένα σημαντικό κομμάτι των πολιτών στο οποίο έχει ενσταλαχτεί η ίδια ρατσιστική λογική. Κάνοντας πιο εύκολο για αυτούς να δεχθούν τις διάτρητες θεωρίες των περίφημων συνδικαλιστών της Αστυνομίας περί π.χ. αυτοκινήτων που χρησιμοποιούνται σαν όπλα, άρα νομιμοποιούνται και οι αστυνομικοί να ρίξουν 36 σφαίρες, οι περισσότερες από τις οποίες πήγαν στην πλευρά του συνοδηγού…