Τα δεκάδες χιλιάδες άτομα που βρέθηκαν την προηγούμενη Κυριακή στους δρόμους ελληνικών και ευρωπαϊκών πόλεων για να εκφράσουν τη διαμαρτυρία τους σχετικά με τον χειρισμό της σιδηροδρομικής τραγωδίας των Τεμπών ήταν ένα ετερόκλητο σύνολο ανθρώπων.
Δεν ήταν όλοι νεαροί, δεν ήταν όλοι άντρες, δεν ήταν όλοι ΣΥΡΙΖΑ, δεν ήταν όλοι χριστιανοί, δεν ήταν όλοι οπαδοί του Πανιωνίου και σίγουρα δεν ήταν όλοι αναρχικοί – μεταξύ μας, διατηρώ έτσι κι αλλιώς τις αμφιβολίες μου για το αν όλοι οι αναρχικοί είναι αναρχικοί.
Το μόνο σημείο που ένωσε αυτούς τους ανθρώπους ήταν η αίσθηση ότι η απονομή δικαιοσύνης στην Ελλάδα είναι μια διάτρητη διαδικασία. Ηταν η αίσθηση ότι η ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης είναι κενό γράμμα. Η αίσθηση ότι επειδή η Δικαιοσύνη είναι τυφλή κάποιος την οδηγεί από το χέρι για να μην πάει στα λάθος μέρη. Η αίσθηση, δηλαδή, ότι η Δικαιοσύνη χειραγωγείται.
Αστερίσκοι
Αλλά θα ήθελα να εστιάσω κάπου αλλού. Οι συσκέψεις στις αρχές της τελευταίας εβδομάδας στο Μαξίμου και η επακόλουθη συνέντευξη του Πρωθυπουργού (με την οποία «ξαφνικά» μπήκαν ερωτηματικά και αστερίσκοι σε προηγούμενες βεβαιότητες σχετικά με το δυστύχημα που είχαν εκφραστεί από τον ίδιο άνθρωπο) πιθανότατα δεν θα συνέβαιναν αν δεν υπήρχαν οι εικόνες των συγκεντρώσεων από την πλατεία Συντάγματος, από τη Θεσσαλονίκη, από όλες τις μεγάλες πόλεις – ναι, ακόμα και από τις Σέρρες.
Το σύνθημα «No Justice, No Peace» (ας το μεταφράσουμε σε «δεν μπορεί να υπάρχει ειρήνη χωρίς δικαιοσύνη») λέγεται ότι ακούστηκε για πρώτη φορά στα μέσα της δεκαετίας του 1980, στις διαδηλώσεις μετά τον θάνατο του 23χρονου Αφροαμερικανού Μάικλ Γκρίφιθ στη Νέα Υόρκη, έπειτα από επίθεση που δέχθηκε από λευκούς ρατσιστές.
Το σύνθημα μοιάζει σαν εκβιασμός, σαν απειλή κήρυξης πολέμου: Αν δεν υπάρχει δικαιοσύνη, θα διαταράξουμε την κοινωνική ειρήνη. Αλλά ευστοχότερη ανάγνωση – νομίζω – είναι αυτή της υπενθύμισης στην Πολιτεία των υποχρεώσεών της. Στα όχι και τόσο ψιλά γράμματα του κοινωνικού συμβολαίου, στο κομμάτι που αφορά τις υποχρεώσεις του κράτους, περιλαμβάνεται η έννοια μιας Δικαιοσύνης ανεξάρτητης από την εξουσία, από τις ιδεολογίες, από το χρήμα.
Και μεταξύ μας, και ανεξάρτητα από την ετυμηγορία που θα λάβει ή θα λάμβανε οποιοδήποτε δικαστήριο, μου φαίνεται λιγότερο πιθανό να διαταράξεις την κοινωνική ειρήνη αν βρίσεις έναν αστυνομικό ή αν πετάξεις ένα χαρτάκι στο πεζοδρόμιο από το να μην έχεις διασφαλίσει ότι ένα τρένο θα φτάσει στον προορισμό του ή – για να θυμηθούμε και παλαιότερες εποχές – ότι μια φωτιά δεν θα οδηγήσει στον θάνατο εκατό ανθρώπους. Κι ακόμη πιο πολύ υπονομεύεις την κοινωνική ειρήνη όταν, από τη στιγμή που αυτό το τρένο δεν έφτασε στον προορισμό του, δίνεις ως κράτος την εικόνα ότι είναι πιο βολικό να ενοχοποιηθούν δύο άνθρωποι παρά να αντιμετωπίσεις τις παθογένειές σου.
Το κλειδί
Μήπως όμως το κλειδί είναι η λέξη «εικόνα»; Μήπως ζώντας σε ένα περιβάλλον όπου βασικός τρόπος πολιτικής έκφρασης έχουν γίνει τα βιντεάκια στο TikTok, η απάντηση βρίσκεται ακριβώς στις εικόνες διαμαρτυρίας; Μήπως πρέπει να βγάλουμε από το μυαλό μας το μούδιασμα της πανδημίας και τους παραλογισμούς που τη συνόδευαν, όπως το να στέλνουμε μήνυμα σε έναν αόρατο παραλήπτη για να κατεβάσουμε τα σκουπίδια μας, και να στέλνουμε συλλογικά μηνύματα σε έναν ορατό παραλήπτη για ό,τι μας ενοχλεί;
Μήπως – τελικά – αντί για την «Ελλάδα 2.0» που μας υποσχέθηκαν, ένα καλύτερο μέλλον να βρίσκεται στην «Ελλάδα 2.1», με ενεργούς πολίτες να διεκδικούν από κοινού αυτονόητα δικαιώματα όπως η ασφάλεια και η δικαιοσύνη;