«Quis custodiet ipsos custodes?» αναρωτιέται ο Γιουβενάλης στις «Σάτιρές» του. Αν σας παραξενεύει που ξεκινάω με λατινικά, είναι επειδή όσα ζούμε μου φαίνονται κινέζικα. Εδώ και πολύ καιρό δηλαδή, αλλά τελευταία έχει παραγίνει το κακό. Η φράση του ποιητή σημαίνει «ποιος θα μας φυλάξει από τους φύλακες» και διαβάζεται στο φως της «συνομιλίας» της με την πλατωνική «Πολιτεία». Εκεί οι φύλακες είναι επιφορτισμένοι με την προστασία της πολιτείας, με την ασφάλειά της.
Πώς όμως, θα αναρωτηθεί ο Πλάτωνας μέσα από την περσόνα του Σωκράτη, θα είμαστε σίγουροι ότι οι φύλακες θα κάνουν σωστά τη δουλειά τους και δεν θα χρειάζεται να τους φυλάμε και αυτούς; Πώς η εξουσία θα προστατεύει χωρίς να εκτρέπεται; Το ερώτημα ακούγεται σαν σόφισμα.
Το ζήτημα
Οταν όμως την ίδια εβδομάδα έχουμε στην επικαιρότητα μια γυναικοκτονία μπροστά σε αστυνομικό τμήμα και εισαγγελικές διώξεις σε βάρος έξι αστυνομικών της Αστυνομικής Διεύθυνσης Μαγνησίας για την υπόθεση Μάγγου, με τις κακουργηματικές κατηγορίες, μεταξύ άλλων, των βασανιστηρίων και της βαριάς σωματικής βλάβης, το σόφισμα γίνεται πραγματικό ερώτημα. Οι φύλακες μοιάζουν να μην μπορούν ούτε να φυλάξουν ούτε καν να εγγυηθούν ότι είναι ακίνδυνοι για το κοινωνικό σώμα.
Ας δούμε λίγο παραπάνω την πρώτη περίπτωση: Η Κυριακή είναι το ιδανικό θύμα – τα έκανε όλα σωστά: κατήγγειλε, ζήτησε βοήθεια από φιλικό πρόσωπο, το οποίο τη συνόδευσε στην Αστυνομία, όπου ζήτησε προστασία, δεν έμεινε με τον κακοποιητή της, δεν έμεινε βουβή. Και κυρίως είναι ιδανικό θύμα επειδή πέθανε: δεν ήταν υπερβολές, δεν ήταν στο μυαλό της, όπως πιθανότατα σκέφτηκαν οι «φύλακες» που αρνήθηκαν να τη φυλάξουν.
Στην πλατωνική «Πολιτεία» ο Σωκράτης θα προσπαθήσει να διασφαλίσει την ακεραιότητα και υπευθυνότητα των φυλάκων μέσα από την εκπαίδευσή τους. Θα καταλάβει ωστόσο ότι και αυτό δεν είναι αρκετό. Εκεί είναι που θα γίνει η επίκληση του «γενναίου ψεύδους», το οποίο συνίσταται στο να πειστούν τα μέλη της πολιτείας, και εν προκειμένω οι φύλακες, για δύο πράγματα: αφενός, για την κοινή καταγωγή όλων των μελών της πολιτείας, ώστε να αποφευχθούν εντάσεις από τον διαχωρισμό της προέλευσης, αφετέρου, για την ελέω θεού τοποθέτησή τους στην ιεραρχία της πολιτείας.
Ο Σωκράτης εντοπίζει την αναγκαιότητα της ύπαρξης κοινών αξιών στην κοινωνία και ενός κοινού προσανατολισμού, που θα διασφαλίζει την ενότητα και θα αποτρέπει τη διάλυση. Και πάλι θα μου πείτε πως ακούγονται όλα αυτά πολύ αφηρημένα – και ακόμα χειρότερα ανεδαφικά. Πράγματι, σε όλη τη διάρκεια της ιστορίας η διαφθορά των φυλάκων είναι, θα λέγαμε, ενδημική πραγματικότητα. Θα ήταν ουτοπικό να απαιτήσουμε μια κοινωνία απαλλαγμένη από κάθε μορφής διαφθορά. Από αυτόν τον πραγματισμό, ωστόσο, ως την πλήρη αποχαλίνωση υπάρχει μια διαφορά επιπέδου. Και είναι εδώ που θα πρέπει ίσως να αναλογιστούμε τι πήγε λάθος με το «γενναίον ψεύδος» της κοινωνίας μας.
Τις πταίει;
Να φταίει η κουλτούρα του ατομικισμού που αφειδώς προπαγανδίζει μια κυβέρνηση που προσλαμβάνει και οπλίζει άκριτα φύλακες, την ώρα που ρίχνει στην ατομική ευθύνη όλα όσα αφορούν το κοινωνικό κράτος; Να φταίει η ριζική αναβίωση στον δημόσιο λόγο μιας alt right ρητορικής που δαιμονοποιεί όσες κοινωνικές ομάδες διεκδικούν ισότητα και ορατότητα; Θεωρώ ότι μόνο μια σοβαρή κοινωνιολογική μελέτη μπορεί να απαντήσει.
Μέχρι να γίνει αυτό, μπορούμε ωστόσο να συμφωνήσουμε – επιτέλους (;) – ότι υπάρχει μια πραγματική και γιγάντια παθογένεια. Και αν δεν μας αρκούν οι εκθέσεις τόσων και τόσων οργανώσεων, που είναι στατιστική, μπορούμε να εστιάσουμε στα συγκεκριμένα πρόσωπα των συγκεκριμένων ανθρώπων, με όνομα και φωτογραφία, που δεν ζουν, επειδή οι φύλακες δεν μπορούν να φυλάσσουν και να φυλάγονται.