Αν και δεν υπάρχει αγαθό που να προσφέρει μεγαλύτερη χαρά και ικανοποίηση στον άνθρωπο από την επιστροφή του στη δουλειά μετά τις διακοπές, θα ήθελα να επιστρέψω λίγες ημέρες πίσω, σε αυτή τη βαρετή και αντιπαραγωγική περίοδο που πέρασα μακριά από το γραφείο.

Αυτό το ατυχές, λοιπόν, διάστημα περιλάμβανε και μια επίσκεψη στη Σπιναλόγκα, το νησάκι στο Λασίθι που χρησιμοποιήθηκε ως λεπροκομείο για κάτι παραπάνω από μισό αιώνα. Είναι εντυπωσιακό ότι από το 1903 έως το 1957 οι νοσούντες κάτοικοι του νησιού δεν θα μπορούσαν να ταξιδέψουν το μισό μίλι που τους χώριζε από την κυρίως Κρήτη ούτε αν έστελναν μήνυμα 6 με το κινητό τους στο 13033.

Εγκατάλειψη

Πέρα από τον θαυμασμό για τα ωραία ενετικά κτίσματα, κυρίαρχο αίσθημα στην περίπου δίωρη βόλτα στον χώρο ήταν αυτό της εγκατάλειψης. Οχι των κτιρίων (πολλά αναπαλαιώθηκαν ώστε να προσφέρουν πληροφορίες ή αναμνηστικά και άλλα διατήρησαν την παλιά μορφή τους για να φανερώνουν τη χρήση τους που άλλαξε με το πέρασμα του χρόνου), αλλά των ανθρώπων. Μπορεί να έφταιγε και ο (σταθερά καυτός) σεπτεμβριανός κρητικός ήλιος, αλλά είχες την αίσθηση ότι ο τόπος παλλόταν ακόμη από τους βουβούς λυγμούς των ανθρώπων που εξορίστηκαν σε αυτό το μικρό νησί για το «καλό» της κοινωνίας, για να μη μολυνθούν άλλοι από τη νόσο του Χάνσεν.

Τα κάνουν αυτά οι κοινωνίες. Στο όνομα της (αυτο)προστασίας τους, εξορίζουν, φυλακίζουν, ενίοτε σκοτώνουν.

Αποδίδεται στην ανθρωπολόγο Μάργκαρετ Μιντ η σκέψη ότι πρώτο δείγμα ανθρώπινου πολιτισμού δεν ήταν ένας οικισμός, μια καλλιέργεια ή μια εφεύρεση, αλλά το εύρημα ενός μηριαίου οστού με επουλωμένο τραύμα. Διότι το ηλικίας 15.000 ετών εύρημα έδειχνε ότι η ομάδα δεν εγκατέλειψε ένα αδύναμο και ευάλωτο μέλος της αντιμετωπίζοντάς το σαν βαρίδι, αλλά ασχολήθηκε να το περιθάλψει.

Και ακούγεται λίγο να αντιβαίνει στη διαίσθησή μας, αλλά δεν είναι εύλογο να συμπεριλαμβάνονται στα πιο αδύναμα και ευάλωτα μέλη της κοινωνίας μας όσοι βρίσκονται κρατούμενοι στις φυλακές, κατά κανόνα χωρίς καμία ελπίδα σωφρονισμού; Σίγουρα υπάρχουν πολλοί/ές καταλληλότεροι/ες από μένα να μιλήσουν για την αναγκαιότητα ή μη του εγκλεισμού. Και σίγουρα δεν προτείνω στις νορβηγικές αρχές να αφήσουν έξω τον Μπρέιβικ ή από αύριο γονείς να πίνουν καφέ στο ίδιο καφενείο με τον δολοφόνο ή τον βιαστή του παιδιού τους. Ομως δεν μπορούμε να αγνοήσουμε το γεγονός ότι οι φυλακές είναι ένας χώρος (ενίοτε ακραίας) επισφάλειας για τους κρατουμένους, οι οποίοι αφήνονται στην τύχη τους να τα βγάλουν πέρα με άθλιες συνθήκες υγιεινής ή ακόμα και επιθέσεις. Γιατί άραγε είναι ακόμα ανεκτά «αστειάκια» για ομαδικούς βιασμούς, εφόσον αφορούν τις φυλακές και όχι κάποιον άλλο κοινωνικό χώρο ή χώρο εγκλεισμού; Θεωρείται μέρος της τιμωρίας; Τη στιγμή που η σωματική τιμωρία έχει καταργηθεί, υπάρχει μια άρρητη συμφωνία ότι «ας πρόσεχαν» ή «καλά να πάθουν»; Ή απλώς θεωρούμε ότι δεν μας αφορά γιατί δεν θα μπορούσαμε ποτέ να βρεθούμε στην ίδια θέση; Λες και αυτό δικαιολογεί τα αδικαιολόγητα.

Στο μέλλον

Μια επίσκεψη σε τόπους μαρτυρικούς, όπως η Σπιναλόγκα, σε κάνει να βλέπεις αλλιώς τα πράγματα. Ανάμεσα σε πλήθος τουρίστες που φωτογραφίζουν πολύχρωμες ρουστίκ πόρτες και ενετικά ερείπια, δεν γίνεται να μη νιώσεις ευάλωτος στις (ενίοτε άγριες) διαθέσεις της εκάστοτε κοινωνίας. Λίγοι θα σκέφτηκαν «καλά να πάθουν» για τους αρρώστους, παρ’ όλα αυτά τους «απομόνωσαν» εγκαταλείποντάς τους. Η όποια βελτίωση των συνθηκών διαβίωσής τους δεν οφείλεται στην καλή καρδιά κανενός ελεήμονος συνανθρώπου τους αλλά στους αγώνες των ίδιων. Αραγε οι τουρίστες του μέλλοντος θα νιώθουν την ίδια ντροπή για την εγκατάλειψη των φυλακισμένων;