Γυναικάς, με σαφή ροπή στον αλκοολισμό, συλληφθείς ως κατάσκοπος της Γερμανίας τη δεκαετία του 1930, μέλος των ναζί από το 1939. Δεν είναι ακριβώς τα τυπικά προσόντα που περιμένεις από έναν ήρωα, αλλά ως τέτοιος πέρασε – και πιθανότατα δικαίως – στην ιστορία ο Οσκαρ Σίντλερ, που γεννήθηκε στις 28 Απριλίου το 1908 στο Τσβιτάου της πάλαι ποτέ Αυστροουγγαρίας.
Εν συντομία, για όσους δεν έχουν διαβάσει κάτι σχετικό ή δεν έχουν δει την ταινία του Στίβεν Σπίλμπεργκ, ο Σίντλερ ήταν ένας επιχειρηματίας που, δωροδοκώντας στελέχη των ναζί, έσωσε σχεδόν 1.200 Εβραίους από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης με την πρόφαση ότι τους χρειάζεται ως εργαζομένους στις επιχειρήσεις του.
Με άλλο μάτι
Αν και ανέκαθεν με γοήτευαν οι ιστορίες χωρίς επιμύθιο, δύσκολα μπορείς να παραβλέψεις με πόσους τρόπους θα μπορούσες να διαβάσεις τη ζωή αυτού του ανθρώπου ακόμη και το 2024, αλλά και πόσα πράγματα θα μπορούσες να δεις με άλλο μάτι.
Ας ξεκινήσουμε από τα κλισέ: Μην κρίνεις ένα βιβλίο από το εξώφυλλό του. Φαντάσου να μην ήξερες την ιστορία του Σίντλερ, να ταξίδευες πίσω στον χρόνο στο 1943, στην Κεντρική Ευρώπη, και να συστηνόσουν με κάποιον εργοστασιάρχη που φτιάχνει υλικά για τον ναζιστικό στρατό. Ε, δεν θα περίμενες λίγες δεκαετίες αργότερα να συγκαταλέγεται στους Δίκαιους των Εθνών, τον τίτλο που αποδίδεται στους μη Εβραίους που έσωσαν Εβραίους από το Ολοκαύτωμα.
(Και για να ικανοποιήσω δύο πιθανές περιέργειές σας: αφενός, ο Σίντλερ δεν είναι το μοναδικό μέλος του Ναζιστικού Κόμματος που τιμήθηκε με αυτό τον τίτλο, αφετέρου, οι Ελληνες και οι Ελληνίδες ομόλογοί του ξεπερνούν τους 350, ανάμεσά τους και αρκετοί υψηλόβαθμοι κληρικοί – άλλη μια περίπτωση της κατηγορίας «μην κρίνεις ένα βιβλίο από το εξώφυλλό του».)
Ενα δεύτερο συμπέρασμα είναι ότι δεν βλάπτει λίγη διαφθορά πότε-πότε. Συχνά η εικόνα που έχουμε στο μυαλό μας για το χιτλερικό καθεστώς είναι αυτό μιας καλοκουρδισμένης μηχανής, αποτελούμενης από πειθαρχημένα άτομα απόλυτα εναρμονισμένα με το όραμα του αρχηγού τους. Αλλά ας μην ξεγελιόμαστε από τη σκηνοθετική αρτιότητα της Λένι Ρίφενσταλ. Τα δήθεν πειθαρχημένα άτομα ήταν ανθρωπάκια, έτοιμα να προδώσουν τη «γραμμή» για μια χούφτα μάρκα ή για ένα μπουκάλι κονιάκ. Και η ντεμέκ (για να πιάσουμε και το κοινό της Βόρειας Ελλάδας) πίστη τους στο όραμα του Φύρερ δεν ήταν παρά ο φόβος τους να μη μείνουν «έξω από τις γραμμές» ενός συστήματος που βασιζόταν στη βία εναντίον όσων το αμφισβητούσαν. Οπότε ο κάθε τοπικός «Herr Pantelis» ήταν αρκετά δωροδοκήσιμος, ώστε να είναι εφικτό να πειστεί με το αζημίωτο να κάνει τα στραβά μάτια για τους Εβραίους που δεν στάλθηκαν σε σχεδόν βέβαιο θάνατο.
Χωρίς επιλογή
Ωστόσο, αυτό που πάντα με συγκινεί περισσότερο σε τέτοιες ιστορίες – αν και κατά κάποιον τρόπο είναι ταυτόσημο με την έννοια του ήρωα η της ηρωίδας – είναι το πόσο μεγάλη διαφορά μπορεί να κάνει ένας άνθρωπος, πόσο μεγάλο αντίκτυπο μπορεί να έχει η συμπεριφορά ενός ατόμου. «Εβλεπα να τους σκοτώνουν. Δεν είχα επιλογή να κάνω κάτι άλλο» φέρεται να είχε πει ο Σίντλερ. Ισως κάπου στη στριμωγμένη, λίγο μίζερη, λίγο αδιάφορη, καθημερινότητά μας να μπορούμε να πούμε κι εμείς «δεν είχα επιλογή να κάνω κάτι άλλο». Ισως όταν πεινάει ένας γείτονας, όταν κάποια χρειαστεί τη βοήθειά μας, όταν ένας φιλοζωικός σύλλογος ψάχνει για εθελοντές. Και δεν χρειάζεται να κάνουμε τη δική μας λίστα του Σίντλερ. Ισως αρκεί όταν τελειώσουμε τη λίστα με τα ψώνια μας να αφήσουμε μια σακούλα ψώνια – έστω και πλαστική – έξω από την πόρτα μιας οικογένειας που δυσκολεύεται να τα βγάλει πέρα.