Εχουμε μπει στην τελική ευθεία για τα Χριστούγεννα, οι δήμαρχοι φωταγωγούν τους κεντρικούς δρόμους ελπίζοντας να ανοίξει ο επόμενος ή η επόμενη δήμαρχος τον λογαριασμό της ΔΕΗ, τα σπίτια σιγά-σιγά γεμίζουν με τις καθιερωμένες ύβρεις των γονιών που πατάνε με τις κάλτσες τα φωτάκια που είναι να στολίσουν τα χριστουγεννιάτικα δέντρα, αλλά κάποιοι και κάποιες δεν μπορούν να συμμεριστούν ακριβώς τον ενθουσιασμό των υπολοίπων.
Στις 3 Δεκεμβρίου εορτάζεται έπειτα από απόφαση του ΟΗΕ, η Παγκόσμια Ημέρα Ατόμων με Αναπηρία. Ωστόσο, στην Ελλάδα, η λέξη «εορτάζεται» (που σύμφωνα με τα Ηνωμένα Εθνη θα έπρεπε να αφορά την κατανόηση σε θέματα αναπηρίας και την κινητοποίηση υπέρ των δικαιωμάτων στην αξιοπρέπεια και στην ευημερία των ατόμων με αναπηρία) μοιάζει τεράστιος ευφημισμός.
Μια εκτίμηση
Πόσοι πιστεύετε ότι είναι οι άνθρωποι στην Ελλάδα που έχουν κάποιο είδος αναπηρίας; Με τη συχνότητα που τους βλέπετε στον δρόμο, στα εστιατόρια, στη δουλειά σας, στις μετακινήσεις σας στη χώρα, θα πιστεύατε ότι είναι πάνω από – ας πούμε ένα τυχαίο νούμερο – 20.000; Αν συμφωνείτε με τη δική μου εκτίμηση, πέσαμε έξω μόνο κατά 5.000%, διότι οι άνθρωποι που έχουν οποιαδήποτε αναπηρία στη χώρα μας είναι σαφώς περισσότεροι από 1.000.000. Αλλά δυστυχώς για την κοινωνία μας οι περισσότεροι και οι περισσότερες είναι αόρατοι/ες.
Και, ναι, το πρόβλημα με τη μη ορατότητα των ατόμων με αναπηρία περιλαμβάνει τα άθλια πεζοδρόμια (τα οποία κατά κανόνα στήνουν παγίδες και για τους αρτιμελείς) και την αδυναμία πρόσβασης στην πλειονότητα π.χ. των χώρων διασκέδασης (μια απλή αναζήτηση για αθηναϊκό μπαρ στο trip advisor σού μειώνει κατά 90% τις επιλογές αν βάλεις ως όρο να είναι προσβάσιμο με αμαξίδιο), ωστόσο οι μεγαλύτερες παθογένειες είναι δομικές.
Μιλώντας με κάποιο άτομο με αναπηρία, συνειδητοποιείς την εγγενή αδυναμία του κράτους να βοηθήσει πραγματικά τη διαδικασία αποκατάστασής τους αλλά και – σε δεύτερο επίπεδο – να συμβάλει στην (επαν)ένταξή τους στην παραγωγική διαδικασία. Κοινώς, το ελληνικό κράτος προτιμά να κρατάει «κρυμμένους» τους πολίτες με αναπηρία και να τους συντηρεί με επιδόματα, από το να τους ρίξει στον επαγγελματικό στίβο, παρότι έτσι τα οφέλη θα ήταν πολλαπλά: Και θα μειώνονταν τα επιδόματα και θα εισπράττονταν επιπλέον φόροι και – το σημαντικότερο – θα ενισχύονταν συναισθηματικά οι πολίτες με αναπηρία.
Από την προβληματική αντιμετώπιση των ατόμων με αναπηρία, δεν πρέπει να αφήσουμε εκτός κάδρου και την περίφημη «αγία ελληνική οικογένεια». Η κλασική ανατροφή που συνδυάζει δύο αγαπημένες φράσεις («αν χτυπήσεις, θα σου σπάσω το κεφάλι» και «τη ζακέτα σου να πάρεις») δυστυχώς δεν έχει αλγόριθμο σε περίπτωση αναπηρίας. Η κακώς εννοούμενη προστατευτικότητα οδηγεί σε ένα είδος ευνουχισμού των ατόμων με αναπηρία, συνεισφέροντας στην παθητικότητά τους. «Αν δεν βγουν μπροστά οι γονείς να πουν «πάρε το καρότσι και σπρώξ’ το ακόμη και πάνω στις λακκούβες», δεν πρόκειται να αλλάξει η κατάσταση» μου είπε άτομο με αναπηρία.
Η σύγκριση
Και η αίσθηση χειροτερεύει όταν γίνει η σύγκριση με τη μέση ευρωπαϊκή πραγματικότητα, όπου ξαφνικά τα άτομα με αναπηρία είναι παντού ορατά, παρότι σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία το ποσοστό τους είναι μικρότερο από το αντίστοιχο ελληνικό. Εκεί όμως είναι ορατές παντού και οι ράμπες, είναι ορατά και τα πεζοδρόμια χωρίς εμπόδια, αλλά κυρίως είναι ορατή η διάθεση του κράτους να πει σε κάθε πολίτη του: «Μπορείς, είσαι χρήσιμος, ξαναμπές στο επαγγελματικό παιχνίδι»…