Στις 25 Φεβρουαρίου του 1822 η Ελλάδα κατήργησε με απόφαση του Προέδρου του Υπουργικού Συμβουλίου Θεόδωρου Νέγρη τη δουλεία. Είναι εντυπωσιακό ότι χωρίς να έχει συμπληρωθεί ούτε ένας χρόνος από την κήρυξη της Επανάστασης, οι Ελληνες έδωσαν τόση σημασία στην ατομική ελευθερία ώστε να τη θωρακίσουν θεσμικά, τη στιγμή που δεν ήταν καν εξασφαλισμένη η εθνική ελευθερία.

Με μια κάποια προχειρότητα, η δουλεία θα μπορούσε να οριστεί ως η κατάσταση κατά την οποία ένας άνθρωπος αποτελεί κτήμα κάποιου άλλου και εργάζεται απεριόριστα με μόνη ανταπόδοση ότι του παρέχονται τα απαραίτητα για την επιβίωσή του όπως τροφή και στέγη. Σχεδόν δύο αιώνες μετά την κατάργηση της δουλείας στη χώρα μας, κάποιοι εργαζόμενοι βιώνουν παρόμοια αίσθηση χωρίς να έχουν καν εξασφαλισμένη στέγη.

Στο ΑΤΜ με παρέα

Είναι προφανές (ελπίζω) ότι η σύγκριση εργαζόμενων και δούλων γίνεται καθ’ υπερβολήν. Αυτό όμως δεν αναιρεί ότι πολλοί και πολλές αισθάνονται να ασφυκτιούν σε εργασίες όπου αμείβονται λιγότερο απ’ ό,τι δύο δεκαετίες νωρίτερα, όπου η υπερωρία αφορά μόνο την εκτέλεση αλλά όχι την αποζημίωσή της, όπου το αφεντικό συνοδεύει τον υπάλληλο στο ΑΤΜ για να πάρει πίσω το δώρο Χριστουγέννων.

Και όλα αυτά, χωρίς να συμπεριλάβουμε και τους εργαζόμενους μετανάστες, που στα τυπικά προσόντα τους θα μπορούσε να προστεθεί η ικανότητά τους να αποφεύγουν τις σφαίρες από τα όπλα των αφεντικών, όταν ζητάνε τα δεδουλευμένα τους… Ταυτόχρονα, οι τιμές στα σουπερμάρκετ έχουν εκτοξευθεί, τα ενοίκια για ένα σπίτι σχετικά καινούργιο, σχετικά μεγάλο ή σε σχετικά «καλή» περιοχή έχουν περάσει προ πολλού στην τάξη των τετραψήφιων ποσών, ενώ αυξάνονται οι τριαντάρηδες που αναγκάζονται να επιστρέψουν στο πατρικό/μητρικό τους. Το οποίο είναι και μία απόδειξη ότι υπάρχει Θεός, καθώς επιτέλους εισακούστηκαν οι προσευχές της κλασικής ελληνίδας μάνας, η οποία πλέον θα μπορεί να σιδερώνει ξανά τα εσώρουχα του γιου της και θα μπορεί να ρωτάει τη θυγατέρα της πότε θα την κάνει γιαγιά, χωρίς να κινδυνεύει να της κλείνουν το τηλέφωνο.

Μιλώντας για την κλασική ελληνίδα μάνα και την κόρη της, δεν πρέπει να ξεχνάμε τους εργαζόμενους που κατά κανόνα συνδυάζουν και κακοπληρωμένη και απλήρωτη εργασία: τις γυναίκες, οι οποίες εκτός σπιτιού (παρά τις όποιες προόδους) εξακολουθούν να εργάζονται αμειβόμενες χειρότερα από τους άνδρες συναδέλφους τους και εντός σπιτιού (παρά τις όποιες διαφορετικού ύφους προόδους) εξακολουθούν να έχουν τη μερίδα της λέαινας στα λεγόμενα «οικιακά».

Δεν πρέπει να αγνοηθούν και οι φωνές που λένε ότι η τωρινή περίοδος θα μοιάζει με εργασιακή ουτοπία μπροστά στη δυστοπία που θα φέρει η πλήρης «επιστράτευση» των μηχανών, όσο επελαύνει η πρόοδος της τεχνητής νοημοσύνης. Θα έχετε πετύχει, φαντάζομαι, κάποια άρθρα σχετικά με τα αντικείμενα που έχει αντικαταστήσει το κινητό τηλέφωνο, όπως τα κομπιουτεράκια, τα ξυπνητήρια, τα σημειωματάρια, τις φωτογραφικές μηχανές.

 

Η λίστα της AI

Ε, κάπως έτσι τα προσεχή χρόνια θα δημοσιεύονται λίστες με τα επαγγέλματα που θα έχει αντικαταστήσει η τεχνολογική επανάσταση, όπως αυτά των οδηγών, των γιατρών, των καθαριστών και πολλά άλλα που ίσως ακόμη δεν τα φανταζόμαστε. Είναι σχεδόν βέβαιο ότι και η λίστα με τα χαμένα (για τους ανθρώπους) επαγγέλματα από κάποιο πρόγραμμα τεχνητής νοημοσύνης θα δημιουργηθεί.

Ξαναβλέποντας τον Τσάρλι Τσάπλιν στους «Μοντέρνους Καιρούς» να βιδώνει ό,τι βιδώνεται (και όχι μόνο), σκέφτομαι ότι τους «Μεταμοντέρνους Καιρούς» θα τους σκηνοθετήσει μια μηχανή. Και θα πρωταγωνιστεί ένα ρομπότ που θα έχει πέσει σε κατάθλιψη βλέποντας μια ουρά ανέργων, οι οποίοι θα περιμένουν να εισπράξουν το «επίδομα τεχνητής νοημοσύνης». Στην καλύτερη περίπτωση…