Στην κηδεία του Νίκου Σαργκάνη, που έφυγε από τη ζωή σε ηλικία μόλις 70 χρονών μετά από μια σύντομη και άνιση μάχη με την επάρατη νόσο, η συγκίνηση ήταν διάχυτη. Όποιοι παραβρέθηκαν είχαν πολλά να πουν για τις ικανότητες του φίλου που είχαν έρθει να αποχαιρετίσουν. Συμφωνούσαν κυρίως σε κάτι στο οποίο δεν χωράνε ενστάσεις: ο Σαργκάνης υπήρξε ο καλύτερος στην Ελλάδα στη δύσκολη και μοναχική θέση του τερματοφύλακα – ίσως την πιο ηρωική στο ποδόσφαιρο.
Ο Σαργκάνης έφυγε με κάμποσα προσωπικά παράσημα. Είναι ο πρώτος και μοναδικός Έλληνας ποδοσφαιριστής που χρωστά το προσωνύμιό του («το Φάντομ») στη δήλωση θαυμασμού ενός ξένου προπονητή. Μετά το καταπληκτικό του ντεμπούτο στην Κοπεγχάγη τον Οκτώβριο του 1980 με τη φανέλα της εθνικής μας ομάδας κόντρα στη Δανία, ο προπονητής των γηπεδούχων Σεπ Πιόντεκ είχε πει στη συνέντευξη Τύπου ότι η αναμέτρηση ήταν άδικη.
«Δεν παίξαμε επί ίσοις όροις, οι Ελληνες ήρθαν έχοντας ένα φάντομ στην ομάδα κι εμείς παίζαμε με φυσιολογικούς ανθρώπους» είχε πει. Ο Σαργκάνης είχε βρεθεί βασικός σε εκείνο το ματς εξαιτίας μιας σειράς απίστευτων συμπτώσεων. Ο βασικός Λευτέρης Πουπάκης χτύπησε την παραμονή του ματς, ο Βασίλης Κωνσταντίνου που κλήθηκε εσπευσμένα έφτασε στη Δανία λίγες ώρες πριν από το ματς. Ο κόουτς Αλκέτας Παναγούλιας τον κοίταξε πριν από το ματς και του είπε: «Κύριε, παίζεις, δεν σε φέραμε για τουρισμό».
Τα θαύματα του Σαργκάνη στην Κοπεγχάγη δεν ήταν ούτε τα μόνα ούτε τα μεγαλύτερα: συνέδεσε την καριέρα του αποκλειστικά με τέτοια. Στην Καστοριά, στην οποία βρέθηκε μετά το ξεκίνημά του ως σέντερ φορ στον Ηλυσιακό, κέρδισε το Κύπελλο Ελλάδας: δεν ήταν καν διεθνής, αλλά το κατόρθωμα αυτό είχε κάνει πολλούς να υποψιάζονται ότι είναι ο καλύτερος στην Ελλάδα – ήταν τότε 26 χρόνων.
Έπιασε δύο πέναλτι της επόμενης ομάδας του
Για να τραβήξει το ενδιαφέρον του Ολυμπιακού τού στέρησε ένα πρωτάθλημα: το 1979 σε ένα ματς με την Καστοριά στο Γεώργιος Καραϊσκάκης έπιασε δύο πέναλτι, ενώ ένα τρίτο, του Τάκη Λεμονή, κατέληξε στο δοκάρι γιατί ο επιθετικός των Ερυθρόλευκων για να μην το πιάσει ο Σαργκάνης έστειλε την μπάλα όσο πιο πολύ γωνιακά μπορούσε.
Παράσημο καριέρας αποτελεί και η μοναδική του ικανότητα στις εκτελέσεις πέναλτι – και όχι μόνο στις αποκρούσεις. Ένα από τα μοναδικά του κατορθώματα καταγράφεται στον τελικό του Κυπέλλου του 1988 ανάμεσα στον ΠΑΟ και τον Ολυμπιακό. Τότε ως παίκτης του Παναθηναϊκού στη διαδικασία των πέναλτι όπου όλα κρίθηκαν έπιασε τα πέναλτι του Μηνά Χατζίδη και του Χιλμπέρτο Φούνες και σκόραρε κιόλας!
Φυσικά το απόλυτο παράσημό του είναι τα δύο καταπληκτικά ματς που έκανε στα 36 του χρόνια με τη φανέλα του Αθηναϊκού κόντρα στη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ για το τότε Κύπελλο Κυπελλούχων. Δεν δέχθηκε γκολ στο Ολντ Τράφορντ, αλλά ούτε και στο γήπεδο της Λεωφόρου. Και τα δύο ματς τελείωσαν με 0-0. Ο Αθηναϊκός και ο Σαργκάνης λύγισαν μόνο στην παράταση. Η ομάδα του Σερ Αλεξ Φέργκιουσον που είχε προετοιμαστεί για έναν περίπατο τον είδε να τη σταματά για 180 ολόκληρα λεπτά.
Ο Σαργκάνης ήταν παίκτης με προσωπικότητα και ηγετικά χαρακτηριστικά. Δεν ήταν πολύ ψηλός – σήμερα μάλιστα θα θεωρούταν κοντός για τερματοφύλακας με ύψος 1.86 μ. Ήταν όμως νευρώδης, σκληρός, φωνακλάς, είχε υπέροχα ρεφλέξ και συμπαίκτες του όπως ο Νίκος Βαμβακούλας (που του είχε χαρίσει το προσωνύμιο «Ο Τσαλακωμένος») λένε πως αν ξεκινούσε το ματς με μια μεγάλη επέμβαση ήταν αδύνατο για την αντίπαλη ομάδα να τον νικήσει.
Ήταν ευάλωτος μόνο αν θύμωνε με τον εαυτό του, αλλά αυτό συνέβαινε σπάνια.
Από τους πρώτους επαγγελματίες
Ήταν επίσης ένας από τους πρώτους αληθινούς επαγγελματίες. Το καλοκαίρι του 1985 δεν δίστασε να κάνει δεκτή την πρόταση του τότε προέδρου του ΠΑΟ Γιώργου Βαρδινογιάννη και να αφήσει τον Ολυμπιακό με τον οποίο είχε κερδίσει τρία πρωταθλήματα για να πάει στους «πράσινους», με τους οποίους κέρδισε άλλα δύο. Στον Παναθηναϊκό τον υποδέχθηκαν με τιμές.
Ο Βαρδινογιάννης έλεγε πως αν τον αποκτούσε έναν χρόνο πριν ίσως ο Παναθηναϊκός του να είχε αποκλείσει τη Λίβερπουλ στον ημιτελικό του τότε Κυπέλλου Πρωταθλητριών. Δεν είναι απίθανο. Ο Σαργκάνης ήταν γεννημένος για τέτοια δύσκολα ματς.
Η σχέση του με τους οπαδούς του Ολυμπιακού υπήρξε θυελλώδης. Δεν του συγχώρησαν τη φυγή του και το πράγμα έγινε χειρότερο όταν μετά τον περίφημο τελικό του Κυπέλλου Ελλάδας το 1988 ο Σαργκάνης κατήγγειλε ότι ο τότε πρόεδρος του Ολυμπιακού Γιώργος Κοσκωτάς προσπάθησε να τον δωροδοκήσει. Πήρε πίσω τις κατηγορίες ενώπιον του αθλητικού δικαστή θυμώνοντας τότε και τον Γιώργο Βαρδινογιάννη: ένας μεταξύ τους καβγάς τον οδήγησε στο να κλείσει την καριέρα του στον Αθηναϊκό, στον οποίο όταν υπέγραψε ζήτησε να μπει στο συμβόλαιό του πριμ κατάκτησης τίτλου και πριμ εξόδου στην Ευρώπη.
Δεν πήρε το πρώτο, γιατί ο Αθηναϊκός στον μοναδικό τελικό της ιστορίας του έχασε από τον ΠΑΟ, αλλά πήρε το δεύτερο, διότι με τον Αθηναϊκό στην Ευρώπη αγωνίστηκε – φυσικά κατέκτησε μαζί του και μια πολύ κολακευτική έκτη θέση στο πρωτάθλημα.
Ο Σαργκάνης θεωρούσε κορυφαία του στιγμή την επέμβαση που έκανε στο «Καραϊσκάκης» σε ένα ματς Ολυμπιακός – ΟΦΗ τον Απρίλιο του 1984 σε κεφαλιά του Γιώργου Βλαστού – ο φορ της ομάδας του Ηρακλείου Θαλής Τσιριμώκος τον αγκάλιασε και τον φίλησε αυθόρμητα. Στον Σαργκάνη άρεσε να του αναγνωρίζουν ότι ήταν ο καλύτερος. Αυτή η καθολική αναγνώριση υπήρξε και ο πιο μεγάλος τίτλος που κέρδισε.