Η Λούσι Μπρονζ είναι 33 ετών και θεωρείται μία από τις κορυφαίες ποδοσφαιρίστριες στον κόσμο. Με 23 τίτλους στην τροπαιοθήκη της, ανάμεσά τους πέντε Champions League και ένα Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα με την Αγγλία, η καριέρα της είναι εντυπωσιακή. Ωστόσο, αυτό που μοιράστηκε πρόσφατα με τον κόσμο δεν αφορά τα γκολ ή τις ασίστ της, αλλά κάτι πολύ πιο βαθύ: αποκάλυψε ότι είναι αυτιστική και πάσχει από διαταραχή ελλειμματικής προσοχής (ADHD), κάτι που έμαθε μόλις πρόσφατα και αποφάσισε να το συζητήσει δημόσια στο πλαίσιο της Εβδομάδας για τη Νευροδιαφορετικότητα.
Η ίδια εξήγησε πως η διάγνωση δεν τη σόκαρε – «πάντα έβλεπα τα πράγματα διαφορετικά από τους άλλους» είπε.
Η Λούσι μεγάλωσε νιώθοντας ότι δεν ανήκει απόλυτα πουθενά. Από παιδί δυσκολευόταν με το διάβασμα και το γράψιμο και της διαγνώστηκε δυσλεξία. Είχε προβλήματα ύπνου και κάποτε, όταν ένας γιατρός τής πρότεινε να κρατά ημερολόγιο για να χαλαρώνει προτού κοιμηθεί, εκείνη απάντησε με αφοπλιστική ειλικρίνεια: «Θα έγραφα ένα βιβλίο κάθε μέρα». Από μικρή ένιωθε διαφορετική, αλλά δεν ήξερε γιατί. Πολλοί της έλεγαν ότι η συμπεριφορά της ήταν «παράξενη».
Όταν πρωτοκλήθηκε στην Εθνική Αγγλίας, στα 22 της, η συμπαίκτριά της Κέισι Στόνεϊ τη ρώτησε ευθέως: «Γιατί ποτέ δεν με κοιτάς στα μάτια όταν μιλάμε;». Η απάντησή της ήταν: «Δεν φταις εσύ, εγώ φταίω». Ήταν κάτι που δεν μπορούσε να εξηγήσει, αλλά καταλάβαινε πως υπήρχε.
Οι δυσκολίες και η υπεροχή
Η ζωή της στον αθλητισμό ήταν γεμάτη αντιφάσεις: από τη μία οι δυσκολίες στην προσαρμογή, από την άλλη η έμφυτη υπεροχή της στο γήπεδο. Έπαιζε ποδόσφαιρο με τον μεγαλύτερο αδελφό της και γρήγορα φάνηκε πως δεν είχε απλώς ταλέντο, αλλά ξεχώριζε ακόμη και ανάμεσα στα αγόρια.
Όταν στα 12 της τα μεικτά αθλητικά τμήματα στην Αγγλία διαλύθηκαν, ο προπονητής της απείλησε να μηνύσει την Ποδοσφαιρική Ομοσπονδία επειδή δεν του επέτρεπαν να τη διατηρήσει στην ομάδα. Η μητέρα της πρότεινε να δοκιμάσει το τένις, που θεωρούσε πιο ισότιμο άθλημα για τα κορίτσια.
Η Λούσι όμως ήταν αμετακίνητη. Είχε ήδη κερδίσει πρωταθλήματα στο χόκεϊ και στην αντοχή, είχε διακριθεί στο πένταθλο και είχε καταγράψει εξαιρετικούς χρόνους στα 800 μέτρα, όμως αποφάσισε πως το ποδόσφαιρο ήταν ο δικός της δρόμος. Μπήκε στη Σάντερλαντ και στα 16 της προωθήθηκε στην πρώτη ομάδα. Αργότερα πήρε υποτροφία και σπούδασε στις ΗΠΑ, συνέχισε τις σπουδές της στο Λιντς, δούλευε σε πιτσαρία για να συντηρείται και ταυτόχρονα ξεπερνούσε σοβαρούς τραυματισμούς στο γόνατο. Η καριέρα της ήταν πορεία εμμονής, όχι απλώς πάθους.
Η Λούσι παραδέχεται ότι πολλές φορές έπρεπε να «αντιγράφει» τη συμπεριφορά των άλλων για να φαίνεται φυσική. Δεν καταλάβαινε πάντα τους κοινωνικούς κώδικες, αλλά ήξερε ότι έπρεπε να τους ακολουθήσει. Όπως λέει, παρατηρούσε την Τζιλ Σκοτ στις πρώτες συγκεντρώσεις της Εθνικής και προσπαθούσε να μιμηθεί τη θετική της διάθεση.
Το να κοιτάζει κάποιον στα μάτια ή να αγκαλιάζει της ήταν δύσκολο – έπρεπε να το μάθει συνειδητά, παρότι της προκαλούσε άγχος. Δεν την ενοχλούσε που οι κοντινοί της άνθρωποι δεν της το επέβαλλαν, αλλά ήξερε πως για να κάνει τους άλλους να νιώθουν άνετα, χρειαζόταν να προσπαθήσει – κι αυτό την πίεζε ακόμη περισσότερο. Ομως τώρα, λέει, είναι καιρός να μάθουμε να αποδεχόμαστε τις διαφορές των ανθρώπων και να μη θεωρούμε «παράξενη» τη διαφορετικότητα.
Ο στόχος να βοηθήσει και άλλους
Όταν δεν παίζει ποδόσφαιρο, η Λούσι παίζει FIFA στην κονσόλα της. Λατρεύει το άθλημα συνολικά – όχι μόνο τους αγώνες, αλλά και τις προπονήσεις, τα βίντεο ανάλυσης, τη φυσικοθεραπεία. Η ρουτίνα την ηρεμεί. Το σώμα της έχει υποστεί πολλά: ρήξη χιαστού, τρεις επεμβάσεις, χαμένες σεζόν. Κι όμως, δεν σταμάτησε ποτέ. Επαιξε σε κορυφαίες ομάδες: Σάντερλαντ, Εβερτον, Λίβερπουλ, Μάντσεστερ Σίτι, Λυών, Μπαρτσελόνα, Τσέλσι. Όπου κι αν πήγε, φρόντισε να μάθει πρώτα τη γλώσσα.
Δεν είναι σίγουρη αν πραγματικά αγαπά το ποδόσφαιρο, αλλά ξέρει ότι είναι «εμμονική με αυτό». Η υπερσυγκέντρωση, λέει, είναι κομμάτι του αυτισμού της. Αυτό είναι η «σούπερ δύναμή» της.
Η Λούσι Μπρονζ αποφάσισε να μιλήσει τώρα γιατί νιώθει πλέον καλά με τον εαυτό της. Παραδέχεται ότι δεν ήταν πάντα έτσι. Χρειάστηκαν χρόνια για να γίνει «η διάσημη παίκτρια Λούσι Μπρονζ» που ο κόσμος αποδέχεται. Όμως τώρα θέλει να βοηθήσει άλλους να μη χρειαστεί να περάσουν την ίδια μοναξιά. Θέλει τα παιδιά που βρίσκονται στο φάσμα του αυτισμού να νιώθουν περήφανα για τον εαυτό τους. Να μη νιώθουν ότι πρέπει να προσποιούνται για να τους αποδεχθούν. «Αν μιλούσαμε πιο ανοιχτά γι’ αυτά τα ζητήματα, θα ήταν πολύ πιο εύκολο να μεγαλώσει κανείς νιώθοντας αποδεκτός» λέει. Μια διάγνωση δεν αλλάζει ποιος είσαι – αλλά το να καταλάβεις ποιος είσαι, είναι κάτι βαθιά θετικό.
Η Λούσι δεν είναι η μόνη. Ο μπασκετμπολίστας του NBA Τόνι Σνελ, ο ιρλανδός διεθνής Τζέιμς ΜακΚλίν, η πρωταθλήτρια υπερμαραθωνίων Κάμιλ Χέρον, ο γκολφέρ Μπίλι Μέιφερ, ακόμη και ο πρώην Νο 1 του παγκόσμιου τένις Μαρσέλο Ρίος, έχουν μιλήσει ανοιχτά για τον αυτισμό.
Όμως εκείνη το κάνει στο απόλυτο απόγειο της καριέρας της, με φωνή καθαρή και σκοπό ξεκάθαρο: να γκρεμίσει το στίγμα γύρω από τις νευροαναπτυξιακές διαταραχές, να δώσει πρόσωπο στη νευροδιαφορετικότητα και να πει σε όλους πως η διαφορετικότητα μπορεί να είναι δύναμη. Και αυτό είναι κάτι πολύ πιο μεγάλο από οποιοδήποτε γκολ.