Κυριακής το δυσανάγνωσμα, και το σκηνικό στου Τζανή τον Καφενέ, στην Πλατεία Εξαρχείων, επαναλαμβανόμενο πού και πού. Αιτία, αφορμή, ένα κακό αποτέλεσμα.
Ο λόγος, κατά κανόνα, διαιτητική πρεσβυωπία, με παράλληλο αστιγματισμό. Και τα παράπονα του Νίκου του Αλέφαντου, προπονητή τω καιρώ εκείνω του ΠΑΟ-ΡΟΥΦ, άνευ προηγουμένου. Και πάντα απευθυνόμενα στον πατριάρχη, τον κύριο Ευάγγελο Χέλμη. «Και καλά, κύριε Ευάγγελε, εσύ δεν είχες πρόβλημα με τη διαιτησία, δεκαπέντε χρόνια στον Ολυμπιακό;».
Υπομειδίαμα του σοφού κυρίου Ευάγγελου, και η απάντηση λακωνική: «Ποτέ! Ποτέ δεν με απασχόλησε η διαιτησία. Και είχα το κουμάντο στον Ολυμπιακό, σε χρόνια που πρόεδρος της ΕΠΟ ήταν ο Πανουργιάς, υπεύθυνος τής διαιτησίας ο Ασπρογέρακας και αφεντικό του ελληνικού αθλητισμού ο Απόστολος Νικολαΐδης. Παναθηναϊκός λοιπόν στα πάντα και παντού. Και ο λόγος που δεν με απασχόλησε η διαιτησία, είναι ότι είχα ομάδα. Και τα λεβεντόπαιδα παίζαν για μένα. Κι εγώ ζούσα γι’ αυτούς. Έτσι χτίσαμε τον Θρύλο. Δέκα πρωταθλήματα και επτά Κύπελλα. Και τα προβλήματά μας τα ψάχναμε στον εαυτό μας. Ποτέ δεν παραχωρήσαμε αυτό το αναφαίρετο δικαίωμα σε τρίτον, ότι αυτός φταίει που δεν νικήσαμε, που δεν κερδίσαμε, που δεν πήραμε Κύπελλο ή πρωτάθλημα. Ήμασταν μια γροθιά. Και ο τελευταίος τροχός της αμάξης, ήμουν εγώ».
Και το «είμαστε μια γροθιά» το διάβασα 20 χρόνια αργότερα, όταν στο Τζάνειο έσβηνε από την καταραμένη αρρώστια το λιονταράκι, ο Γιάννης ο Ξανθόπουλος, το λεβεντόπαιδο από την Παλιά Κοκκινιά. Κι εκεί, στα τελευταία του, φώναξε κοντά του τον Μπέμπη, και του λέει: «Θανάση, η κηδεία μου θα γίνει στο Τρίτο Νεκροταφείο. Όχι στην Κοίμηση της Θεοτόκου!».
«Και γιατί;» αναρωτιέται ο Μπέμπης. «Γιατί εκεί, αυτοί οι χοντροκέφαλοι οι συμπαίκτες μας, θα πάρουν το φέρετρο να το πάνε με το πόδι μέχρι το Τρίτο Νεκροταφείο, τρία χιλιόμετρα με εκατό κιλά επάνω στους ώμους τους. Κι επειδή οι μισοί απ’ αυτούς είναι τσακωμένοι με την καρδιά τους, για να μην έχουμε ζημιές και θύματα, την κηδεία θα την κάνετε στο Τρίτο Νεκροταφείο, που ο τάφος μου είναι δύο βήματα μακριά. Και μην ξεχάσετε, μέσα και έξω από την κάσα, τη σημαία με τον Ολυμπιονίκη. Αυτόν θέλω παρέα μου. Αυτόν θέλω, Θανάση, διαβατήριο στο μεγάλο ταξίδι».
Και τον Φλεβάρη του 1980, με τον Παναθηναϊκό και τον Άρη 6 πόντους μπροστά, αποφασίζει ο Σταύρος ο Νταϊφάς, με προτροπή του Μιλτιάδη του Μαρινάκη, να φέρουν δίπλα στον Γκόρσκι τον Βαγγέλη τον Χέλμη, 20 χρόνια μετά. Κι όταν τον ρωτά ο Σταύρος ο Νταϊφάς «Γιατί;», του απαντά ο Μιλτιάδης: «Για να μιλήσουν με τη φανέλα που φοράνε».
Και μίλησαν. Και στον Βόλο, τον Ιούνιο, πήρε το πρώτο επαγγελματικό πρωτάθλημα ο Θρύλος, νικώντας τον Άρη με 2-0. Και στην Πλατεία Εξαρχείων, Δευτέρα απόγευμα, ο κυρ Ευάγγελος βόλτα με τον εγγονό του. Κι από δίπλα ο καφενές, με μια φωνή: «Πώς αισθάνεσαι, κύριε Ευάγγελε;». Χαμογελαστός ο σιδηρούς έφορος τους απαντά: «Στα δέκα παιδιά που έχω, πρόσθεσα άλλο ένα. Κι αυτό το αγαπάω ιδιαίτερα, γιατί είναι το στερνοπούλι μου…».
Και το κλείνω με μια μικρή περιγραφή. Ερεσού 36, 4ος όροφος, το τεσσάρι των γονιών, και στο δωμάτιο το δικό μου, βασιλιάς το βιβλίο, και η αταξία δεδομένη. Στο δωμάτιο του αδελφού μου του Πανούλη, η ευταξία σε όλο της μεγαλείο. Μηδέν βιβλία, μηδέν σημειωματάρια, ένα τηλέφωνο και το λάβαρο του Ολυμπιακού πάνω από το κρεβάτι του. Κι από κάτω: «Ελλην, Χριστιανός, Ολυμπιακός». Αυτό τα έλεγε και τα λέει όλα!