Μπορεί ο Λευκός Πύργος και τα ενετικά τείχη των Χανίων να βρέθηκαν «κατά λάθος» στη λίστα των ακινήτων προς αξιοποίηση, μαζί με δεκάδες ακόμα. Μπορεί το Σύνταγμα να προστατεύει τα μνημεία και τους αρχαιολογικούς χώρους και να μην υφίσταται κίνδυνος «πώλησής» τους. Το καίριο ερώτημα που υποβόσκει όμως από την πρώτη ημέρα που αναδείχθηκε το θέμα είναι ένα: γιατί ούτε το υπουργείο Πολιτισμού που κατήρτισε τον σχετικό κατάλογο ούτε οι αρμόδιοι που τον παρέλαβαν δεν συμβουλεύθηκαν το εργαλείο εκείνο που θα τους έλυνε τα χέρια και θα απομάκρυνε τον κίνδυνο λαθών, δηλαδή το Αρχαιολογικό Κτηματολόγιο; Εκείνο για το οποίο μόλις πριν από λίγες ημέρες η υπουργός Πολιτισμού Μυρσίνη Ζορμπά δήλωνε ότι «η φασαρία θα ευνοήσει ώστε να μπορέσει να φτάσει στους πολίτες»;
Αναζητώντας τα… ίχνη του
Διότι τα ίχνη του Αρχαιολογικού Κτηματολογίου καλύπτει πυκνό πέπλο μυστηρίου. Υψηλόβαθμα στελέχη του ΥΠΠΟ υποστηρίζουν πως υπάρχει μεν αλλά δεν είναι ολοκληρωμένο και κατά συνέπεια δεν είναι χρηστικό. Ορισμένα άλλα διατείνονται ότι έχει παραδοθεί ένα μέρος του έργου – εκείνο που αφορά τα πληροφοριακά συστήματα – και ότι εκκρεμεί η σύνταξη του περιεχομένου του. Υπάρχει δε και μια τρίτη ομάδα ατόμων άμεσα συνδεόμενων επίσης με την πολιτική ηγεσία του ΥΠΠΟ, τα οποία παραδέχονται ότι δεν γνώριζαν καν την ύπαρξή του.
Πού βρίσκεται η αλήθεια; Ουδείς μπορεί να βάλει το χέρι του στη φωτιά. Επισήμως τόσο η υπουργός Πολιτισμού, από την οποία ζητήσαμε να μάθουμε σε ποια φάση βρίσκεται το έργο, όσο και ο υφυπουργός Κώστας Στρατής – ο οποίος σημειωτέον μέχρι την υπουργοποίησή του ήταν υπάλληλος του ΥΠΠΟ ως αρχαιολόγος και κατά συνέπεια γνωρίζει τις εξελίξεις σε βάθος χρόνου – αρνήθηκαν να τοποθετηθούν επί του θέματος επικαλούμενοι ότι πρόκειται για ένα έργο που βρίσκεται σε εξέλι ξη. «Γενικώς η πολιτική ηγεσία προτιμά να μιλάει για έργα που έχουν ολοκληρωθεί» ήταν η απάντηση που μας έδωσαν οι συνεργάτες του υφυπουργού.
Μόνο που το Αρχαιολογικό Κτηματολόγιο θα έπρεπε να έχει ήδη ολοκληρωθεί. Ο σχεδιασμός του ξεκίνησε το 2009, επί υπουργίας Παύλου Γερουλάνου. Στις αρχές του 2011 ξεκίνησαν και οι εργασίες. Τον Οκτώβριο του 2012 ο αναπληρωτής υπουργός Πολιτισμού Κώστας Τζαβάρας (υπουργός Παιδείας και Πολιτισμού στο ενοποιημένο τότε υπουργείο ήταν ο Κωνσταντίνος Αρβανιτόπουλος) έδινε στη δημοσιότητα ήδη τα πρώτα αποτελέσματα από την έρευνα που είχε γίνει στο πλαίσιο σύνταξης του Αρχαιολογικού Κτηματολογίου κάνοντας λόγο για «μια μικρή ειρηνική επανάσταση στις σχέσεις του Δημοσίου με τον πολίτη αλλά και στις σχέσεις του Δημοσίου με την περιουσία του». Οι επίσημες προβλέψεις τότε ήθελαν τον Φεβρουάριο του 2013 να είναι δυνατή η πρόσβαση όλων στο Αρχαιολογικό Κτηματολόγιο, ενώ το 2015 θα ήταν ολοκληρωμένο με κόστος 7.232 εκατ. ευρώ, χρηματοδότηση που προερχόταν από κοινοτικά κονδύλια.
Ενδεικτικό του πόσο πολύτιμη θα ήταν η ύπαρξη του συγκεκριμένου εργαλείου – το οποίο θα αποτελούσε «την πρώτη ενιαία και συστηματική καταγραφή της Ακίνητης Περιουσίας, των Περιοχών Προστασίας Πολιτιστικού Ενδιαφέροντος (Αρχαιολογικοί Χώροι, Ζώνες Προστασίας Α’ και Β’, Ιστορικοί Τόποι, Περιφερειακές Ζώνες και Περιβάλλοντες Χώροι Μνημείων κ.λπ.) καθώς και στοιχεία σχετικά με τα Ακίνητα Μνημεία» – προκύπτει από τα παρακάτω στοιχεία: ενώ έως τότε είχαν καταγραφεί στους καταλόγους της πρώην Κτηματικής Εταιρείας του Δημοσίου μόλις 2.345 ακίνητα σε ολόκληρη τη χώρα που ενέπιπταν στη διαχειριστική αρμοδιότητα του ΥΠΠΟ, μετά την έναρξη των εργασιών στο πλαίσιο του Αρχαιολογικού Κτηματολογίου οι καταγραφές είχαν φτάσει τις 27.300. Οι προβλέψεις εκτιμούσαν ότι ο συνολικός αριθμός εγγραφών θα έφτανε τις 30.000.
Ο υπεύθυνος που απεβίωσε
Από την κυβέρνηση του Γιώργου Παπανδρέου, οπότε ακούστηκε για πρώτη φορά ο όρος Αρχαιολογικό Κτηματολόγιο, και την κυβέρνηση Σαμαρά, που πήρε τη σκυτάλη, η υπόθεση επανήλθε στο προσκήνιο επί της πρώτης περιόδου διακυβέρνησης Τσίπρα. Μετά βαΐων και κλάδων στο Μουσείο της Ακρόπολης έγιναν οι ανακοινώσεις δύο μήνες μετά τις εκλογές του Ιανουαρίου του 2015 ότι ο χρόνος μετρούσε αντίστροφα. Το Αρχαιολογικό Κτηματολόγιο μάλιστα προβλεπόταν ότι θα λειτουργούσε όχι σε ένα αλλά σε δύο επίπεδα με χρονικό ορίζοντα το τέλος του 2015: το πρώτο επίπεδο προοριζόταν για χρήση των υπηρεσιών του ΥΠΠΟ και το δεύτερο προς ενημέρωση των πολιτών. Είναι σαφές δε πως αν είχε τεθεί σε εφαρμογή η λειτουργία του κανένα από τα ευτράπελα που συνέβησαν με τις λίστες του Υπερταμείου δεν θα είχε συμβεί, ενώ ακόμα και στην περίπτωση που θα είχαν ξεφύγει κάποια λάθη ο εντοπισμός και η διόρθωσή τους θα ήταν εύκολη υπόθεση.
Από τότε έχουν περάσει τριάμισι χρόνια. Μέρος του έργου παρελήφθη επί υπουργίας Αριστείδη Μπαλτά και έκτοτε – δημοσίως τουλάχιστον – χάνονται τα ίχνη του. Στο μεταξύ η σχετική σελίδα στον ιστότοπο του ΥΠΠΟ έχει να ενημερωθεί από το 2013 και αναφέρει ως επιστημονικό υπεύθυνο τον τοπογράφο μηχανικό και εκ των πρωτεργατών διαμόρφωσης του Αρχαιολογικού Κτηματολογίου, Αντώνη Γιουρούση, ο οποίος απεβίωσε προ πενταετίας.
Διαφωνίες και στόματα ερμητικά κλειστά
Στους διαδρόμους της οδού Μπουμπουλίνας είναι κοινό μυστικό ότι ένας από τους λόγους των καθυστερήσεων είναι οι διαφωνίες που έχουν προκύψει με τις εταιρείες που είχαν αναλάβει, κατόπιν διαγωνισμού, ορισμένα από τα υποέργα και πως οι εντάσεις μεταξύ των δύο πλευρών υπήρξαν στιγμές που έφτασαν στα άκρα. Οι λόγοι παραμένουν αδιευκρίνιστοι, αν και πολλά ψιθυρίζονται σχετικά με τον ρόλο που έχουν πρώην ισχυρά στελέχη του υπουργείου στη διαμόρφωση των συμφωνιών. Ουδείς, ωστόσο, δέχεται να αποκαλύψει περισσότερα. Και στην ερώτηση «Τι συμβαίνει με το Αρχαιολογικό Κτηματολόγιο;», τα στόματα παραμένουν ερμητικά κλειστά.