Εξι χρόνια μάς χωρίζουν από το χρονικό ορόσημο που έχει θέσει η Ευρωπαϊκή Στατιστική Υπηρεσία, τοποθετώντας την Ελλάδα στην ψηλότερη θέση του βάθρου με τις γηραιότερες χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Το διάστημα αυτό είναι, σύμφωνα με τους επιστήμονες, εξαιρετικά μικρό – ακόμα κι αν υπάρξουν συντονισμένες προσπάθειες και ένα ολοκληρωμένο πλέγμα μέτρων αναχαίτισης του δημογραφικού προβλήματος – για να ανατραπεί η κατάσταση. Αρα το ερώτημα που αμέσως γεννάται είναι πόσο έτοιμη είναι η χώρα σε υποδομές για να στηρίξει τον όλο και γηραιότερο πληθυσμό της.
Η αύξηση της δημογραφικής γήρανσης σε όλες τις ανεπτυγμένες χώρες είναι γεγονός. Η Ελλάδα όχι μόνο δεν αποτελεί εξαίρεση αλλά φαίνεται πως στο ζήτημα αυτό… σέρνει τον χορό. Η αύξηση του μέσου όρου ζωής και ταυτόχρονα η μείωση της γονιμότητας και του αριθμού των γεννήσεων φαίνεται πως είναι ο «εκρηκτικός» συνδυασμός, στον οποίο οφείλεται ο αυξανόμενος αριθμός ηλικιωμένων κατοίκων στη χώρα. Μάλιστα, η Ελλάδα από τις αρχές της τρέχουσας δεκαετίας συγκαταλέγεται στις πλέον «γερασμένες» χώρες της ΕΕ, μαζί με την Ιταλία, τη Φινλανδία και την Πορτογαλία. Οπως άλλωστε αναφέρεται σε τεύχος του επιστημονικού έργου «Δημογραφικά Προτάγματα στην Ερευνα και Πρακτική στην Ελλάδα», με επιστημονικό υπεύθυνο τον δημογράφο Βύρωνα Κοτζαμάνη, σε εθνικό επίπεδο το ποσοστό των 65 ετών και άνω υπερβαίνει πλέον το 22,5%.
Οπως εξηγούν οι επιστήμονες, κάτω από το… χαλί του εθνικού μέσου όρου, ωστόσο, κρύβονται σημαντικές χωρικές διαφοροποιήσεις. Είναι ενδεικτικό πως σχεδόν στους μισούς νομούς (25 από τους 51, δεν υπολογίζεται το Αγιον Ορος) η συγκεκριμένη ηλικιακή ομάδα είναι μεγαλύτερη. Την ίδια στιγμή υπάρχουν και 11 νομοί όπου το ποσοστό των κατοίκων ηλικίας άνω των 65 ετών υπερβαίνει το 26%. Μάλιστα, δύο νομοί, της Ευρυτανίας και της Αρτας, αποτελούν ακραίες περιπτώσεις, καθώς τα ποσοστά αγγίζουν το 37% και το 32% αντίστοιχα.
Στο μεταξύ, άκρως προβληματική είναι η κατάσταση σε δύο μικρούς ηπειρωτικούς νομούς, της Φωκίδας και της Ευρυτανίας, με συνολικό εκτιμώμενο πληθυσμό 61.000 το 2020. Σύμφωνα με τα στατιστικά στοιχεία, οι δύο αυτές περιοχές έχουν και τα υψηλότερα ποσοστά υπεργηρίας (κάτοικοι άνω των 85 ετών), 6% και 9% αντίστοιχα. Μάλιστα, διευκρινίζεται πως τα ποσοστά αυτά είναι ήδη ψηλότερα από αυτά που αναμένονται βάσει των διαθέσιμων δημογραφικών προβολών για το 2050.
Εξαίρεση του δημογραφικού… κανόνα, έτσι όπως έχει διαμορφωθεί στη χώρα μας, αποτελεί μια ομάδα μόλις έξι νομών, όπου το ποσοστό των άνω των 65 ετών είναι χαμηλότερο του 20%, μεταξύ των οποίων η Ξάνθη, η Θεσσαλονίκη, η Αττική και η Βοιωτία. Σύμφωνα με τους δημογράφους του έργου, η ύπαρξη μειονοτικών ομάδων – ιδιαίτερα, δε, Ρομά και Πομάκων – με πολύ νεανικούς πληθυσμούς και υψηλότερη του μέσου εθνικού ορού γονιμότητα αιτιολογεί το χαμηλό ποσοστό ιδίως στην Ξάνθη.
«Αντίστοιχα, η «θελκτικότητα» των δύο μητροπολιτικών κέντρων – εσωτερική μετανάστευση των προηγούμενων δεκαετιών, εγκατάσταση σε αυτά οικονομικών μεταναστών από τις πρώην σοσιαλιστικές χώρες καθώς και εισερχομένων μετά το 2014 αλλοδαπών – αιτιολογεί την «ήπια γήρανση» του διπόλου Αττικής – Βοιωτίας και του Νομού Θεσσαλονίκης. Σε αντίθεση με τους ηπειρωτικούς, όλοι σχεδόν οι νομοί του Αιγαίου είναι πολύ λιγότερο «γερασμένοι». Η ύπαρξη δομών φιλοξενίας ανανέωσε προσωρινά τον πληθυσμό του Βορείου Αιγαίου (Χίου, Σάμου, Λέσβου)»; αναφέρουν οι επιστήμονες του ερευνητικού προγράμματος.
Προδιαγεγραμμένη πορεία
Για τους δημογράφους λοιπόν είναι προδιαγεγραμμένη η πορεία προς μια ταχύτατη γήρανση ενός μεγάλου τμήματος της ηπειρωτικής Ελλάδας, η οποία δύσκολα θα ανατραπεί. Ακόμα κι εάν γίνουν σημαντικές προσπάθειες ανακοπής του κύματος φυγής των νέων και ταυτόχρονα προσέλκυσης και εγκατάστασης στις περιοχές αυτές νεανικού πληθυσμού, τα όποια θετικά αποτελέσματα θα χρειαστούν τουλάχιστον δύο δεκαετίες για να φανούν.
Είναι άραγε έτοιμες οι περιοχές – ιδιαίτερα οι ορεινές και ημιορεινές – να αντιμετωπίσουν τα υψηλά ποσοστά γήρανσης; Η απάντηση, δυστυχώς, είναι αρνητική. «Δεν υπάρχουν οι υποδομές για να μπορέσουμε να στηρίξουμε τους ηλικιωμένους κατοίκους μας» εξηγεί στο «Βήμα» ο δήμαρχος Αγράφων, Αλέξης Καρδαμπίκης, ένας από τους γηραιότερους δήμους όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και στην Ευρώπη. Με το ποσοστό των ηλικιωμένων να ξεπερνά το 70%, η ανάγκη για δομές που θα υποστηρίξουν τους εναπομείναντες κατοίκους είναι επιτακτική. «Τα Κέντρα Υγείας υπολειτουργούν, νοσοκομείο βρίσκεται σε απόσταση τουλάχιστον πέντε ωρών, ενώ η λέξη γηροκομείο είναι άγνωστη για τους ορεινούς μας δήμους. Παλαιότερα, τους παππούδες και τις γιαγιάδες, όταν πια δεν μπορούσαν, τους έπαιρναν τα παιδιά τους στο σπίτι. Τώρα με την καθημερινότητα και τις υποχρεώσεις κάτι τέτοιο δύσκολα γίνεται. Αρα τι θα γίνουν οι ηλικιωμένοι κάτοικοι των χωριών μας;» αναρωτιέται.
Με το πρόβλημα να πλησιάζει ολοένα και περισσότερο, δήμοι που… πεθαίνουν δημογραφικά ψάχνουν να βρουν λύσεις, πριν βρεθούν σε αδιέξοδο. Είναι χαρακτηριστικό πως το προηγούμενο διάστημα έχουν φτάσει προτάσεις σε κυβερνητικά γραφεία, ωστόσο φαίνεται πως έχουν παραμείνει κλειδωμένες στα… συρτάρια. «Εχουμε προτείνει κινητές μονάδες υγείας, στελεχωμένες με γιατρό και νοσηλεύτρια, που θα πηγαίνει από χωριό σε χωριό για να βλέπουν τους ηλικιωμένους κατοίκους. Με τη γήρανση του πληθυσμού, σε πολύ λίγα χρόνια αυτή θα είναι επείγουσα ανάγκη. Ακόμα και η διαμόρφωση ενός κοινοτικού γραφείου, το οποίο θα εξοπλιστεί με σύγχρονες τεχνολογίες, προκειμένου ο πολίτης να μπορεί να αναζητά έμπειρη ιατρική γνώμη από απόσταση, είναι μια πρόταση που θα μπορούσε να καλύψει το κενό που υπάρχει στις υποδομές για τους ηλικιωμένους» προσθέτει ο κ. Καρδαμπίκης.
Ζωή με νόημα, όχι επιβίωση
Είναι σημαντικό να αλλάξουμε τον τρόπο με τον οποίο σκεφτόμαστε τα γηρατειά και να νοηματοδοτήσουμε αλλιώς αυτή την ηλικία. Οι σύγχρονοι ηλικιωμένοι διεκδικούν έναν νέο τρόπο ζωής, που θα περιλαμβάνει νόημα και ικανοποίηση, και όχι μόνο μια ζωή επιβίωσης. Η εικόνα των ηλικιωμένων σήμερα έχει αλλάξει αισθητά. Υπάρχουν άνθρωποι οι οποίοι γίνονται μέλη συλλόγων, αναζητούν δραστηριότητες στον εθελοντισμό, εξακολουθούν να είναι δραστήριοι στην εργασία τους και στα κοινωνικά δίκτυα.
Ας στρέψουμε τους ανθρώπους της τρίτης ηλικίας στο να αποκτήσουν μια θέση πρόληψης έτσι ώστε να επιβραδυνθούν οι συνέπειες του γήρατος: να ασχολούνται με αθλητικές δραστηριότητες, να αλλάξουν τις διατροφικές τους συνήθειες, να ακολουθούν ακόμη ακαδημαϊκά και άλλα ενδιαφέροντα και γενικά να συμμετέχουν σε δραστηριότητες ώστε να νιώθουν χρήσιμοι, ότι ανήκουν στην κοινότητα και μπορούν να δημιουργούν σχέσεις με το περιβάλλον τους.
Εχουμε προνοήσει για αυτό που έρχεται;
Οι αλλαγές στην αγορά εργασίας θα είναι καταλυτικές, ειδικά στην περιφέρεια. Η γήρανση του πληθυσμού επιφέρει συρρίκνωση θέσεων εργασίας σχετικών με την πρώιμη παιδική ηλικία και μετακυλίεται σε επόμενες βαθμίδες εκπαίδευσης. Θα χρειαζόμαστε λιγότερους βρεφονηπιοκόμους, νηπιαγωγούς κ.ο.κ.
Από την άλλη, το σύστημα υγείας και οι οργανισμοί θα αντιμετωπίσουν μια πρόκληση: να προσελκύσουν στελέχη πρόνοιας και υγείας για την αυξανόμενη ζήτηση φροντίδας της τρίτης ηλικίας. Αυτό συμβαίνει ήδη στον Δυτικό κόσμο όπου, π.χ., οι ΗΠΑ αναμένεται φέτος να έχουν έλλειψη 64.000 γιατρών. Στην Ελλάδα το πρόβλημα θα είναι εντονότερο, καθώς γηρίατροι και συναφείς ειδικότητες θα ακολουθήσουν άλλες επιλογές καριέρας, δελεαστικότερες συνθήκες, και όχι στην περιφέρεια. Παράλληλα, θα ενισχυθεί η ζήτηση για εργοθεραπευτές, φυσικοθεραπευτές, νοσηλευτές και εξειδικευμένα στελέχη στο πεδίο της γεροντολογίας. Εχουμε προνοήσει για την επερχόμενη κατάσταση; Εμπειρικά θα πω, ελάχιστα έως καθόλου!