Οι σχέσεις των εφήβων με τον κόσμο και τους ανθρώπους (την οικογένεια δηλαδή και τους φίλους τους) αποδυναμώνονται διαρκώς όσο αυτοί βυθίζονται στον κόσμο του Διαδικτύου και των μέσων κοινωνικής δικτύωσης. Ενας στους 9 εφήβους διεθνώς (στην Ελλάδα το ποσοστό ανέρχεται στο 13% στις ηλικίες 11-15 ετών) κατατάσσεται στην κατηγορία «προβληματική ενασχόληση» ακολουθώντας έτσι μια μοναχική διαδρομή στο διαδικτυακό… άγνωστο.
Οι επιπτώσεις όμως είναι εμφανείς: Συνέπειες στην ψυχική υγεία, απουσία δημιουργικότητας, βίαιες συμπεριφορές. Απαντώντας στα παραπάνω, ο περιφερειακός διευθυντής Ευρώπης του ΠΟΥ δρ Χανς Χένρι Μάρσελ Πολ Κλούγκε σε συνέντευξή του στο «Βήμα» αναλύει τα δεδομένα νέας έκθεσης του Οργανισμού – τα στοιχεία αυτά προέρχονται από διεθνή έρευνα Health Behaviour in School-aged Children (HBSC) – επαναλαμβάνοντας πως έχει έρθει η ώρα για δράση.
Ποιοι οι λόγοι της απότομης αύξησης της προβληματικής χρήσης των μέσων κοινωνικής δικτύωσης από τους εφήβους;
«Οφείλεται σε διάφορους παράγοντες. Οι ψηφιακές τεχνολογίες ενσωματώνονται όλο και περισσότερο στην καθημερινή ζωή των νέων, συχνά χωρίς επαρκή καθοδήγηση για την υγιή χρήση τους. Η πανδημία επιτάχυνε αυτή την τάση, καθώς τα lockdowns έδωσαν περαιτέρω ώθηση στις διαδικτυακές κοινωνικές αλληλεπιδράσεις. Οι πλατφόρμες των μέσων κοινωνικής δικτύωσης χρησιμοποιούν εξελιγμένες τεχνικές σχεδιασμού, ενεργοποιώντας τα «κυκλώματα» της συνήθειας, αποτελώντας ιδιαίτερη πρόκληση για τους αναπτυσσόμενους εγκεφάλους των εφήβων.
Βλέπουμε επίσης να διευρύνεται το χάσμα μεταξύ της ταχείας τεχνολογικής προόδου και της βραδύτερης εκπαίδευσης στον ψηφιακό εγγραματισμό, με αποτέλεσμα πολλοί νέοι να μην είναι επαρκώς εξοπλισμένοι για υπεύθυνη περιήγηση στον διαδικτυακό κόσμο. Αυτός ο συνδυασμός αυξημένης πρόσβασης, εθιστικού σχεδιασμού και ανεπαρκούς προετοιμασίας έχει δημιουργήσει ένα δύσκολο περιβάλλον για τη νεολαία μας.
Τα στοιχεία μας αποκαλύπτουν ότι μεταξύ 2018 και 2022 ο αριθμός των 13χρονων κοριτσιών στην Ελλάδα που παλεύουν με την καταναγκαστική χρήση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης αυξήθηκε από 16% σε 20%. Για τα κορίτσια 15 ετών, το ποσοστό αυτό αυξήθηκε από 17% σε 21%. Αυτοί οι αριθμοί δεν είναι απλώς στατιστικά στοιχεία. Αντιπροσωπεύουν πραγματικούς νέους ανθρώπους που αντιμετωπίζουν πραγματικές προκλήσεις στη διαχείριση της ψηφιακής ζωής τους».
Και τελικά τι αποτέλεσμα έχει αυτή η νέα συμπεριφορά στα παιδιά μας;
«Η έρευνά μας δείχνει ότι σχετίζεται με αρνητικές συνέπειες στην ψυχική υγεία, συμπεριλαμβανομένων των αυξημένων ποσοστών άγχους και κατάθλιψης. Μπορεί να διαταράξει τα πρότυπα ύπνου, επηρεάζοντας τη σωματική υγεία και τις ακαδημαϊκές επιδόσεις. Η υπερβολική χρήση μπορεί επίσης να οδηγήσει σε παραμέληση των off – line (δηλαδή, των διαπροσωπικών) σχέσεων και των δραστηριοτήτων που είναι ζωτικής σημασίας για την υγιή ανάπτυξη, όπως για παράδειγμα το παιχνίδι στην ύπαιθρο ή η αλληλεπίδραση με τους φίλους και την οικογένεια. Σε ορισμένες περιπτώσεις, μπορεί να εκθέσει τους νέους σε διαδικτυακούς κινδύνους, όπως ο διαδικτυακός εκφοβισμός ή το επιβλαβές περιεχόμενο».
Πρέπει να λάβουμε άμεσα μέτρα; Αναφέρατε πρόσφατα ότι οι κυβερνήσεις, οι υγειονομικές αρχές, οι εκπαιδευτικοί και οι γονείς πρέπει να παίξουν τον ρόλο τους, αλλά ποια είναι τα βήματα που πρέπει να γίνουν;
«Απαιτείται ένα ολοκληρωμένο σχέδιο δράσης. Πρώτον, χρειαζόμαστε προγράμματα ψηφιακού αλφαβητισμού, ενσωματωμένα στη σχολική εκπαίδευση από νεαρή ηλικία. Στόχος η υπεύθυνη και ασφαλής χρήση του Διαδικτύου, αναπτύσσοντας παράλληλα δεξιότητες κριτικής σκέψης, συμπεριλαμβανομένου του τρόπου εντοπισμού της παραπληροφόρησης. Δεύτερον, οι γονείς χρειάζονται υποστήριξη ώστε να καθοδηγούν αποτελεσματικά τις ψηφιακές συνήθειες των παιδιών τους. Τρίτον, οι πάροχοι υγειονομικής περίθαλψης θα πρέπει να εκπαιδεύονται ώστε να αναγνωρίζουν και να αντιμετωπίζουν την προβληματική χρήση. Τέλος, πρέπει να εμπλέξουμε την τεχνολογική βιομηχανία ώστε να εφαρμόσει σχεδιαστικά χαρακτηριστικά που προάγουν την υγιή χρήση. Η συνεργασία μεταξύ όλων αυτών των ενδιαφερομένων είναι ζωτικής σημασίας για τη δημιουργία ενός υποστηρικτικού ψηφιακού περιβάλλοντος για τους νέους».
Τελικά όμως πόσο εύκολο είναι για τους γονείς να καθοδηγήσουν τους εφήβους στη «ζούγκλα» των μέσων κοινωνικής δικτύωσης;
«Οι γονείς συχνά αισθάνονται πελαγωμένοι εξαιτίας του ταχέως αυτού εξελισσόμενου ψηφιακού τοπίου. Πολλοί μεγάλωσαν σε μια εποχή πριν από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και μπορεί να δυσκολεύονται να κατανοήσουν τις πλατφόρμες που χρησιμοποιούν τα παιδιά τους. Πρέπει να ενδυναμώσουμε τους γονείς με γνώσεις και πρακτικά εργαλεία, αλλά και με την αυτοπεποίθηση να εμπλακούν και να συνομιλήσουν «ανοιχτά» με τα παιδιά τους για την ψηφιακή ζωή. Ο ρόλος των γονέων δεν πρέπει να περιορίζεται μόνον στο πώς να ορίζουν ρυθμίσεις απορρήτου ή να παρακολουθούν τον χρόνο της οθόνης. Είναι αναγκαία η ενθάρρυνση ενός συνεχούς διαλόγου όπου τόσο οι γονείς όσο και τα παιδιά μπορούν να μάθουν ο ένας από τον άλλον για την προώθηση υγιών συνηθειών στον εξελισσόμενο ψηφιακό κόσμο».
Η τάση είναι οι έφηβοι να αποκτούν κακές συνήθειες και συχνά να εκδηλώνουν βίαιες συμπεριφορές. Μήπως, λοιπόν, το πρόβλημα είναι γενικότερο;
«Η προβληματική χρήση αποτελεί πράγματι μέρος μιας ευρύτερης εικόνας αλλαγών στη συμπεριφορά των εφήβων. Συνδέεται στενά με ζητήματα όπως η μειωμένη άσκηση, η ανθυγιεινή διατροφή και η αύξηση του διαδικτυακού εκφοβισμού και της επιθετικότητας. Τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης μπορούν να ενισχύσουν αυτά τα προβλήματα, αλλά μπορούν επίσης να αποτελέσουν μέρος της λύσης όταν χρησιμοποιούνται θετικά. Το κλειδί είναι να αναγνωριστεί η διασύνδεση αυτών των προκλήσεων και να αντιμετωπιστούν ολιστικά».
Πρόσφατα η ελληνική κυβέρνηση απαγόρευσε τα κινητά τηλέφωνα στα σχολεία. Εκτιμάτε ότι οι «ψηφιακές παύσεις» είναι ένα καλό… μάθημα για τους μαθητές;
«Οι «ψηφιακές παύσεις» μπορεί να είναι πολύτιμες για τη δημιουργία χώρων χωρίς ψηφιακούς περισπασμούς. Μπορούν να βοηθήσουν τους μαθητές να επικεντρωθούν στις προσωπικές αλληλεπιδράσεις και τις ακαδημαϊκές εργασίες. Ωστόσο, τα μέτρα αυτά θα πρέπει να αποτελούν μέρος μιας ευρύτερης στρατηγικής. Ο απλός περιορισμός της πρόσβασης δεν διδάσκει στους νέους πώς να χρησιμοποιούν την τεχνολογία με υπευθυνότητα. Είναι ζωτικής σημασίας να συνδυαστούν αυτές οι πολιτικές με την εκπαίδευση σχετικά με τις υγιείς ψηφιακές συνήθειες και τη σημασία της εξισορρόπησης των διαδικτυακών και μη διαδικτυακών δραστηριοτήτων».
Κάποιοι ισχυρίζονται ότι συχνά φτάνουμε να «δαιμονοποιούμε» τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.
«Τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης δεν είναι εγγενώς επιβλαβή. Οταν χρησιμοποιούνται υπεύθυνα, προσφέρουν σημαντικά οφέλη. Μπορούν να διευκολύνουν τις κοινωνικές επαφές, ιδίως για τους γεωγραφικά απομονωμένους νέους ή για όσους έχουν κοινά ενδιαφέροντα. Παρέχουν πλατφόρμες για δημιουργική έκφραση και μπορούν να αποτελέσουν πολύτιμο εργαλείο για την πρόσβαση σε πληροφορίες και εκπαιδευτικούς πόρους. Ορισμένες μελέτες δείχνουν ότι η μέτρια χρήση μπορεί να ενισχύσει ορισμένες γνωστικές και κοινωνικές δεξιότητες. Το κλειδί είναι η προώθηση μιας ισορροπημένης, προσεκτικής ενασχόλησης που μεγιστοποιεί τα οφέλη και ελαχιστοποιεί τις βλάβες και τους κινδύνους».
Πάντως, ολοένα και περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες τάσσονται υπέρ αυστηρότερων ηλικιακών περιορισμών…
«Ενώ οι ηλικιακοί περιορισμοί μπορούν να διαδραματίσουν ρόλο στην προστασία των πολύ μικρών παιδιών, δεν αποτελούν πλήρη λύση. Πολλοί έφηβοι βρίσκουν τρόπους να παρακάμψουν αυτούς τους περιορισμούς, εκθέτοντας ενδεχομένως τον εαυτό τους σε ακατάλληλο περιεχόμενο. Η εστίασή μας θα πρέπει να είναι στο να εξοπλίσουμε τους νέους με τις δεξιότητες που τους επιτρέπουν να περιηγούνται στον ψηφιακό κόσμο με ασφάλεια και υπευθυνότητα».