Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛ.ΑΣ., μόλις στο πρώτο πεντάμηνο του 2024, 5.538 άτομα ενεπλάκησαν σε τροχαία ατυχήματα. Από αυτά, 203 τραυματίστηκαν σοβαρά και 218 έχασαν τη ζωή τους. Για τους συγγενείς, τους φίλους και τους οικείους τους δεν αποτελούν τα στοιχεία μίας στατιστικής αλλά αγαπημένα πρόσωπα που αποχωρίστηκαν βίαια σε μία στιγμή. Σε ορισμένες περιπτώσεις, ωστόσο, εκτός από το μοιραίο χτύπημα, ακολούθησε η ακόμη πιο μοιραία εγκατάλειψη.

Επιζώντες τροχαίων που αφέθηκαν αβοήθητοι στην άσφαλτο και συγγενείς θυμάτων δίνουν έναν καθημερινό αγώνα απέναντι σε ένα κράτος που, όπως ισχυρίζονται, δείχνει απρόθυμο να θέσει ουσιαστικές βάσεις για την αποτροπή των τροχαίων αλλά και αναποτελεσματικό στην απονομή Δικαιοσύνης.

Παράλληλα, με αφορμή την εγκατάλειψη μιας 17χρονης που παρασύρθηκε από δύο οχήματα στη λεωφόρο Αθηνών την περασμένη εβδομάδα, επανήλθε στην επικαιρότητα με κρότο η σοκαριστική απάθεια διερχόμενων οδηγών και πεζών που συχνά γίνονται μάρτυρες σε ανάλογα περιστατικά, εν τούτοις, επιλέγουν να προσπεράσουν.

Η νεαρή Εμμα – που πλέον έχει διαφύγει τον κίνδυνο – παρέμεινε για 10 κρίσιμα λεπτά αβοήθητη και αναίσθητη στην άσφαλτο, με τις κάμερες ασφαλείας παρακείμενου καταστήματος να καταγράφουν οχήματα και πεζούς να περνούν από το σημείο, να ελαττώνουν προσωρινά ταχύτητα ή να κοντοστέκονται για μερικά δευτερόλεπτα και εν συνεχεία να συνεχίζουν την πορεία τους.

Γιατί περίοικοι και περαστικοί που βρέθηκαν δίπλα στη Μαρία δεν φάνηκαν πρόθυμοι να βοηθήσουν στην απονομή δικαιοσύνης, παρέχοντας καταθέσεις και στοιχεία, ενώ φαίνεται πως γνώριζαν; Τι είναι αυτό που καθιστά πολλούς συνανθρώπους απλώς παθητικούς και λαίμαργους «καταναλωτές» ενός τέτοιου θεάματος;

Πώς είναι δυνατόν να εγκαταλείπεται ένας άνθρωπος να ψυχορραγεί στην άκρη του δρόμου; Πώς εξηγείται αυτή η αναλγησία; Και επιπλέον πώς εξηγείται η συχνή αδιαφορία των αυτοπτών μαρτύρων; «Νομίζω ότι έχουμε πιάσει πάτο, υπάρχει πιο κάτω;» διερωτήθηκε, μιλώντας στο MEGA, η μητέρα της 17χρονης, λίγα 24ωρα μετά την περιπέτειά της και ενώ το οπτικό υλικό από το ατύχημα έκανε τον γύρο των μέσων ενημέρωσης.

Τα παραπάνω ερωτήματα έχουν, δυστυχώς, απασχολήσει εκατοντάδες γονείς, αδέλφια, παιδιά, εγγόνια θυμάτων αλλά και τους ίδιους τους επιζώντες τροχαίων με εγκατάλειψη. Μερικοί εξ αυτών μιλούν στο «Βήμα» για την ημέρα που άλλαξε τη ζωή τους και προσπαθούν να εκλογικεύσουν τον παραλογισμό της αδιαφορίας.

«Η μαμά μου ήταν η χαρά της ζωής. Είναι τρομερό το πώς έπαιρνε χαρά από τα πάντα. Από τα λουλούδια που άνθιζαν, από το ηλιοβασίλεμα, από το πρωινό της μπάνιο στη θάλασσα. Ηταν ένα παιδί διψασμένο για ζωή και αυτός ήταν ο πιο αναντίστοιχος θάνατος που θα μπορούσε να έχει» λέει, έντονα φορτισμένη, η Ρούλη Χριστοπούλου εξηγώντας πως για το 77χρονο «δραστήριο κορίτσι της» το νήμα της ζωής κόπηκε αναίτια ένα πρωινό Παρασκευής στο οδόστρωμα, στην καρδιά της Αθήνας που τόσο αγαπούσε. «Ηταν συνταξιούχος τραπεζικός και πήγαινε στο ταμείο της Εθνικής Τράπεζας ώστε να της γράψουν το εμβόλιο της γρίπης, κυκλοφορούσε σχεδόν καθημερινά στο κέντρο της πόλης».

Σταμάτησε, την έσπρωξε και εξαφανίστηκε

Ο χρόνος, όμως, πάγωσε στις 9.30 της 3ης Νοεμβρίου. Η μητέρα της Ρούλης τη μία στιγμή διέσχιζε την Πεσμαζόγλου και την επόμενη βρέθηκε αιμόφυρτη στο οδόστρομα, χτυπημένη από διερχόμενο ΙΧ, βρίσκοντας ακαριαίο θάνατο. Ο οδηγός-δράστης δεν φρέναρε την ώρα της πρόσκρουσης.

Ωστόσο, το έκανε λίγα μέτρα μακριά. Σταμάτησε, την πλησίασε, την έσπρωξε, παραμερίζοντάς την στην άκρη του δρόμου, επέστρεψε στο αυτοκίνητό του και εν τέλει διέφυγε με ιλιγγιώδη ταχύτητα.

Για κακή του τύχη, στο σημείο υπήρχαν μάρτυρες του συμβάντος, ανάμεσά τους και γνωστοί της άτυχης γυναίκας. «Πεζοί και οδηγοί μηχανών τον κυνηγούσαν και του φώναζαν «σταμάτα, σε έχουμε σε φωτογραφία». Πολλοί από αυτούς, μάλιστα, μου είπαν εκ των υστέρων «είμαστε εδώ αν χρειαστεί να καταθέσουμε»».

Ο δρόμος προς τη δικαίωση, που είναι αμφίβολη, σύμφωνα με τη Ρούλη Χριστοπούλου, είναι μακρύς και άκρως εξουθενωτικός, «καθώς δεν αποκλείεται η εκδίκαση της υπόθεσης να ολοκληρωθεί μετά από πέντε, έξι ή επτά χρόνια λόγω αναβολών», ενώ υπάρχει και το ενδεχόμενο «η άλλη πλευρά να επιδιώξει συνυπαιτιότητα με στόχο να μειωθεί η ποινή για τον δράστη».

Η Ρούλη Χριστοπούλου με τη μητέρα της. Η ζωή της 77χρονης κόπηκε την 3η Νοεμβρίου στην οδό Πεσμαζόγλου, στο κέντρο της Αθήνας. Χτυπήθηκε από ΙΧ του οποίου ο οδηγός σταμάτησε, την πλησίασε, την έσπρωξε παραμερίζοντάς την στην άκρη του δρόμου, επέστρεψε στο αυτοκίνητό του και έφυγε με ιλιγγιώδη ταχύτητα.

 Πλημμέλημα η εγκατάλειψη

«Είναι τρομερό να υπάρχει εγκατάλειψη και αυτό να θεωρείται πλημμέλημα. Η εγκατάλειψη είναι μία απόφαση που την παίρνεις» ξεσπάει και συμπληρώνει: «Με τον αδελφό μου δεν ξέρουμε αν αντέχουμε να παρευρεθούμε στο δικαστήριο, είναι τέτοιο το συναίσθημα της αδικίας που δεν σε εγκαταλείπει ποτέ. Μπορεί η δική μου μητέρα να σκοτώθηκε ακαριαία, όμως υπάρχουν περιπτώσεις ανθρώπων που αν δεν είχαν εγκαταλειφθεί θα είχαν ζήσει».

Η Μαρία Σκαρποφέο είναι από τη Μολδαβία και ζει με τα παιδιά της τα τελευταία 20 χρόνια στην Ελλάδα, όπου ευτύχησε να γίνει γιαγιά τρεις φορές. Το απόγευμα της 27ης Φεβρουαρίου στις 17.30 στο καθιερωμένο δρομολόγιο επιστροφής από την επιχείρηση εστίασης που εργάζεται περπατούσε αμέριμνη στο πεζοδρόμιο της οδού Ελεύθερου Ανθρώπου στην Ανω Γλυφάδα.

Η καθημερινή της ρουτίνα διαταράχθηκε βίαια όταν ένας οδηγός μηχανής που έκανε σούζες έχασε τον έλεγχο και έπεσε πάνω της. «Δυστυχώς, δεν πρόλαβα να κάνω το επόμενο βήμα για να τον αποφύγω. Με χτύπησε στα πόδια και έπεσα με το κεφάλι στο πεζοδρόμιο. Εμεινα ξαπλωμένη και άρχισα να φωνάζω βοήθεια». Ακούγοντας τις εκκλήσεις της ο νεαρός οδηγός σήκωσε τη μηχανή του, της είπε «μη φωνάζεις, κυρία» και εξαφανίστηκε…

Ο καθηγητής Κοινωνικής Ψυχολογίας του ΕΚΠΑ Νικόλας Χρηστάκης θεωρεί υπεύθυνες και τις καθυστερήσεις της Δικαιοσύνης, οι οποίες «δίνουν την εντύπωση του χάους και της ατιμωρησίας σε κάθε είδους εγκληματική ενέργεια»

Το συγκεντρωμένο πλήθος, πολλοί από τους οποίους υπήρξαν γνωστοί και γείτονες της άτυχης γυναίκας, δεν καταδίωξαν τον δράστη, ούτε κατέθεσαν κάτι στην Αστυνομία που να βοηθούσε την αποκάλυψη της ταυτότητάς του. «Μία γυναίκα ανάμεσα στο πλήθος που γνώριζα μου είπε ότι τον ξέρει αλλά μόλις ήρθε η Αστυνομία κανείς δεν είπε ότι είχε συγκρατήσει την πινακίδα. Κανείς δεν ήθελε να ανακατευτεί» θυμάται απογοητευμένη.

Η Μαρία Σκαρποφέο στο νοσοκομείο. Περπατούσε στο πεζοδρόμιο της οδού Ελεύθερου Ανθρώπου στην Ανω Γλυφάδα όταν ένας οδηγός μηχανής που έκανε σούζες έχασε τον έλεγχο και έπεσε πάνω της. Ακούγοντας τις εκκλήσεις της για βοήθεια ο νεαρός οδηγός σήκωσε τη μηχανή του, της είπε «μη φωνάζεις, κυρία» και εξαφανίστηκε…

Από εκείνη τη στιγμή για τη Μαρία ξεκίνησε ο επίπονος αγώνας της αποκατάστασης σε δύο νοσοκομεία, με το ένα της πόδι βαριά χτυπημένο να χρήζει χειρουργικής επέμβασης που δεν πραγματοποιήθηκε άμεσα, επιβαρύνοντας περαιτέρω τη σωματική και ψυχολογική πίεση. Πέρα, ωστόσο, από την ταλαιπωρία, το γεγονός πως ο φάκελος της υπόθεσής της περιλαμβάνει μονάχα τη δική της κατάθεση και κανένα άλλο στοιχείο είναι κάτι που τη λυπεί βαθιά.

«Πήγα τον Μάιο στην Αστυνομία και διαπίστωσα ότι μετά από τρεις μήνες δεν έχει γίνει τίποτα απολύτως» περιγράφει με πικρία. Με μοναδικό στήριγμα την οικογένειά της, προσπαθεί να συνδέσει τα στοιχεία της υπόθεσης με προσωπική έρευνα και ταυτόχρονα να επιστρέψει στους ρυθμούς της καθημερινότητάς της πριν από το ατύχημα. «Ακόμα παλεύω και αναρωτιέμαι τι θα γινόταν αν στη θέση μου βρισκόταν μία ηλικιωμένη γυναίκα ή ένα μικρό παιδί», ενώ αναφερόμενη στον δράστη λέει: «Αν ήταν γιος μου, εγώ η ίδια θα τον είχα πάει στις αρχές. Εχω μεγαλώσει τα παιδιά μου ώστε να αναλαμβάνουν τις ευθύνες που τους αναλογούν».

Η… λογική του «μην μπλέξω»

Γιατί περίοικοι και περαστικοί που βρέθηκαν δίπλα στη Μαρία δεν φάνηκαν πρόθυμοι να βοηθήσουν στην απονομή δικαιοσύνης, παρέχοντας καταθέσεις και στοιχεία, ενώ φαίνεται πως γνώριζαν; Τι είναι αυτό που καθιστά πολλούς συνανθρώπους απλώς παθητικούς και λαίμαργους «καταναλωτές» ενός τέτοιου θεάματος; «Υπάρχει το λεγόμενο «μην μπλέξω», υπάρχει και η αδιαφορία για τον συνάνθρωπο. Η αλληλεγγύη μας έχει τρωθεί πάρα πολύ σοβαρά. Εχουμε μάθει ότι ο άλλος είναι πάντοτε δυνητικά εχθρός. Ζούμε σε μια τρέλα» αναφέρει στο «Βήμα» ο Νικόλας Χρηστάκης, καθηγητής Κοινωνικής Ψυχολογίας στο Τμήμα Επικοινωνίας και ΜΜΕ του Πανεπιστημίου Αθηνών.

Ο ίδιος στέκεται στα βίντεο που αποτυπώνουν ανάλογα συμβάντα, τα οποία κατακλύζουν τις πλατφόρμες κοινωνικής δικτύωσης και τα μέσα ενημέρωσης, δημιουργώντας στον θεατή ένα είδος ανοσίας που με τη σειρά της οδηγεί σε μια ανησυχητική αδιαφορία: «Εχουμε ένα φιλμάκι φρίκης που δείχνει έναν άνθρωπο να παρασύρεται και να εγκαταλείπεται, το οποίο παρουσιάζεται στο Ιντερνετ, στα δελτία ειδήσεων και αλλού. Αυτό προκαλεί στον θεατή συγκινησιακή υπερδιέγερση δευτερολέπτων. Βραχυκυκλώνει τη σκέψη. Αφήνει μια γεύση τρόμου, η οποία παραλύει και οδηγεί σε αυτό που λέγανε οι παλιοί «αφού δεν το έπαθα εγώ, ας το πάθει ο γείτονας». Υπάρχει μια πολύ ανησυχητική απουσία αλληλεγγύης, μια πολύ ανησυχητική αδιαφορία που χαρακτηρίζει μακροσκοπικά την πολιτισμένη τεχνολογική Δύση και ιδιαίτερα τη χώρα μας».

Η ψυχολογία της οδήγησης

Με παρόμοια περιστατικά εγκατάλειψης να γίνονται συχνά γνωστά, ο Νικόλας Χρηστάκης συνδέει το φαινόμενο με τη γενικότερη ψυχολογία της οδήγησης που χαρακτηρίζει την κοινωνία μας. Μάλιστα, κάνει λόγο για έναν τομέα της δημόσιας ζωής που έχει αφεθεί στην τύχη του, με την κατάσταση στους δρόμους της χώρας να διολισθαίνει ολοένα και περισσότερο. «Η βιβλιογραφία μας μαθαίνει πως ένα μεγάλο ποσοστό ανθρώπων, όχι μόνο στην Ελλάδα, πιστεύει ότι οδηγεί καλύτερα από όλους τους άλλους. Εδώ υπάρχει ένα είδος ανταγωνισμού που στήνεται στον δρόμο. Στην οδική κουλτούρα μας υπάρχουν πολύ έντονες φαντασιώσεις που έχουν να κάνουν με την ισχύ, με τον τσαμπουκά και με τη δύναμη.

Οι χρήστες του δρόμου είναι μεταξύ τους σε πόλεμο, όπου θριαμβεύει ασύδοτα μόνο το δίκαιο του ισχυρότερου. Δηλαδή, κατά φθίνουσα σειρά το λεωφορείο, το τζιπ, το αυτοκίνητο, το δίκυκλο και στο τέλος ο πεζός. Η σχέση των οχημάτων με τους πεζούς, δε, έχει αφεθεί στην παρεξηγημένη λεγόμενη ατομική ευθύνη. Δηλαδή, ο καθένας κάνει ό,τι θέλει. Μιλάμε για μια βαθμιαία και εγκληματική κατάργηση στη συνείδηση του οδηγού του φωτεινού σηματοδότη, των σημάτων, του πεζοδρομίου και του ορίου ταχύτητας σε αστικές περιοχές. Γι’ αυτό πιστεύω ότι η κατάσταση είναι αυτή που είναι στους δρόμους» εξηγεί ο καθηγητής. Καταλήγοντας, καταγγέλλει τις καθυστερήσεις στη Δικαιοσύνη, γεγονός που «δίνει την εντύπωση του χάους, της ανυπαρξίας και της ατιμωρησίας σε κάθε είδους εγκληματικής ενέργειας».

«Αν οδηγείς επικίνδυνα, πας κατευθείαν φυλακή»

Πώς, λοιπόν, σε ένα τέτοιο νοσηρό πλαίσιο προστατεύεται το θύμα; Οπως επισημαίνει ο δικηγόρος Ιωάννης Κωλέττης, η εγκατάλειψη θύματος τροχαίου τυπικά αποτελεί παράβαση του άρθρου 43 του Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας και παράβαση του άρθρου 314 του Ποινικού Κώδικα για σωματική βλάβη, οπότε «η σωματική βλάβη τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο χρόνια, ενώ το δικαστήριο μπορεί να επιβάλει και άλλα δύο χρόνια για την εγκατάλειψη, οπότε συνολικά η ποινή φτάνει στα τέσσερα χρόνια.

Και η κατάληξή του θα είναι να βρεθεί στη φυλακή με το νέο νομοθετικό πλαίσιο. Στην περίπτωση που επέλθει ο θάνατος του θύματος, η ποινή είναι φυλάκιση από δύο έως πέντε έτη, όπου θα πρέπει να προστεθούν και ακόμα δύο για την εγκατάλειψη». Μάλιστα, οι τιμωρίες σε περίπτωση επικίνδυνης οδήγησης αυστηροποιήθηκαν πρόσφατα, με τα έτη φυλάκισης να ποικίλλουν ανάλογα με τα παραπτώματα στα οποία υπέπεσε ο οδηγός. «Στην περίπτωση που σε τροχαίο ατύχημα διαπιστωθεί ότι η ταχύτητα του οχήματος βρίσκεται 40 χιλιόμετρα πάνω από το όριο, αυτομάτως το αδίκημα μετατρέπεται σε κακούργημα, που μεταφράζεται σε πέντε έως είκοσι έτη.

Πιο συγκεκριμένα, αν οδηγείς με ταχύτητα πάνω από το όριο κατά 40 χιλιόμετρα σε κατοικημένη περιοχή και πάνω από 70 χιλιόμετρα στις εθνικές οδούς, αν οδηγείς ανάποδα σε μονόδρομο ή αν οδηγείς υπό την επήρεια αλκοόλ ή υπό την επήρεια ναρκωτικών ουσιών και επιφέρεις βαριά σωματική βλάβη ή θάνατο, τότε μιλάμε για ποινές που δεν μπορείς να τις εξαγοράσεις, πας κατευθείαν στη φυλακή» σημειώνει ο έμπειρος νομικός που έχει χειριστεί αρκετές ανάλογες υποθέσεις.

Εν τούτοις, καμία επιβληθείσα ποινή δεν είναι δυνατόν να επουλώσει τις πληγές των συγγενών των θυμάτων αλλά και των επιζώντων. Εδώ και 13 χρόνια ο Πανελλαδικός Σύλλογος «SOS ΤΡΟΧΑΙΑ ΕΓΚΛΗΜΑΤΑ», με μέλη από περίπου 200 οικογένειες θυμάτων, μάχεται για το αυτονόητο: την προάσπιση της οδικής ασφάλειας.

Ο Γιώργος Κουβίδης, πρόεδρος του Συλλόγου, υπογραμμίζει αναφερόμενος ειδικά στα τροχαία με εγκατάλειψη: «Υπάρχει και αυξημένη ανάγκη της επιτήρησης των δρόμων και αλλαγής του νομοθετικού πλαισίου. Δεν θα διορθωθούν τα πράγματα από μόνα τους. Συνεπώς, δεν είναι μόνο το ζήτημα της έλλειψης ευαισθησίας των οδηγών που πρέπει να διορθώσουμε».

Για τον ίδιο, οι αυστηρές ποινές πρέπει να συνδυαστούν με τη διασφάλιση της τήρησης των χαμηλών ορίων ταχύτητας, ενώ κρίνει επιβεβλημένη την εγκατάσταση καμερών που θα λειτουργούν αποτρεπτικά για έναν δυνητικά επικίνδυνο οδηγό και παράλληλα θα διευκολύνουν το έργο των Αρχών σε περίπτωση ατυχήματος.

«Τόσες ημέρες μετά δεν έχουν εντοπιστεί ούτε τα αυτοκίνητα που παρέσυραν την Εμμα, ούτε το βαρύ όχημα που παρέσυρε τα δύο παιδιά στο συμβάν της 15ης Ιουνίου στη λεωφόρο Ποσειδώνος, ούτε η μηχανή που σκότωσε τη γυναίκα και πάλι στην Ποσειδώνος τις ημέρες του Πάσχα. Αυτό το μακελειό, λοιπόν, δεν πρόκειται να σταματήσει αν δεν αλλάξει το πλαίσιο και αν δεν υπάρξουν κάμερες στον δρόμο» καταλήγει ο Γιώργος Κουβίδης.

Συντονισμός: Άγγελος Σκορδάς

Γράφουν: Ηλιάνα Δανέζη, Χρήστος Λογαράς

Επιμέλεια: Παναγιώτης Σωτήρης