Στην πλατεία Καραϊσκάκη και στους παρακείμενους δρόμους η κίνηση είναι μεγάλη. Άνδρες και γυναίκες κάθε ηλικίας σέρνουν βαλίτσες, άλλοι κρατούν κουτιά και μεγάλες πλαστικές σακούλες.
Ηλικιωμένοι, νέοι, οικογένειες με μικρά παιδιά καταφθάνουν στα πρακτορεία τουριστικών λεωφορείων που εκτελούν καθημερινά δρομολόγια από την Αθήνα για τις μεγάλες πόλεις της Αλβανίας, της Βουλγαρίας, της Ρουμανίας, ακόμα και της εμπόλεμης Ουκρανίας.
Στις βιτρίνες των τουριστικών επιχειρήσεων – είτε με κυλιόμενες φωτεινές επιγραφές είτε με λιγότερο φαντεζί ταμπέλες αλλά πάντα με μεγάλα γράμματα – αναγράφονται τα δρομολόγια που προσελκύουν καθημερινά ένα ετερόκλητο αλλά γοητευτικό μωσαϊκό ανθρώπων που αναχωρούν από τη δεύτερη πατρίδα τους με προορισμό την πρώτη.
Τις ημέρες που διανύουμε έχουν την τιμητική τους, καθώς είναι προγραμματισμένη η μεγάλη έξοδος των εορτών. Tα δρομολόγια πυκνώνουν ταυτόχρονα με τη ζήτηση για εισιτήρια από επιβάτες που επιθυμούν να περάσουν τις ημέρες των Χριστουγέννων με τους δικούς τους ανθρώπους εκατοντάδες χιλιόμετρα μακριά.
Αποστολή δώρων και ειδών πρώτης ανάγκης
Όσοι δεν καταφέρνουν να βρεθούν στην πατρίδα στέλνουν δώρα, γλυκίσματα και είδη πρώτης ανάγκης, χρησιμοποιώντας τα ίδια λεωφορεία, που στην περίπτωση αυτή λειτουργούν σαν το έλκηθρο του Άγιου Βασίλη.
Σε κάθε περίπτωση, οι οδηγοί και οι υπάλληλοι των ταξιδιωτικών γραφείων στα πέριξ της πλατείας Καραϊσκάκη φροντίζουν να «ενώνουν» τους ξενιτεμένους με αυτούς που έχουν μείνει πίσω, εκμηδενίζοντας τις αποστάσεις. Όπως λένε, μπορεί το ταξίδι να μοιάζει κουραστικό και πολύωρο, όμως ο προορισμός είναι ικανός να σβήσει την όποια κούραση.
Στην αρχή της οδού Ψαρών στο Μεταξουργείο, επικρατεί αυτή η ευχάριστη εορταστική οχλαγωγία. Κάποιοι παραλαμβάνουν βιαστικά τα εισιτήριό τους, άλλοι επιβιβάζονται στα πούλμαν και βολεύονται στις θέσεις τους πριν ξεκινήσει το πολύωρο ταξίδι, ενώ οι πιο αργοπορημένοι περιμένουν υπομονετικά με τις αποσκευές ανά χείρας τη σειρά τους για την ετήσια φυγή από τη δύσκολη καθημερινότητα.
Στην είσοδο βρίσκεται ο Γκαστόν Σαντζάκου, υπεύθυνος μηχανοργάνωσης και δημοσίων σχέσεων της «Top Lines», που από το 2010 εκτελεί ανελλιπώς δρομολόγια προς την Αλβανία. Ο ίδιος δηλώνει ικανοποιημένος για την επερχόμενη μετάβαση της εταιρείας στην ψηφιακή εποχή, που θα δίνει στους πελάτες της τη δυνατότητα να κάνουν online την κράτησή τους, να επιλέξουν τη θέση τους και να επιβραβεύονται με μικρή έκπτωση όταν ολοκληρώνουν εγκαίρως τη διαδικασία – όπως ακριβώς κάνουν και οι μεγάλες αεροπορικές.
Όπως εξηγεί, καθημερινά εκτελούνται τρία δρομολόγια από Αθήνα για Τίρανα, ενώ αντίστοιχη γραμμή είναι διαθέσιμη και στην περιοχή της Καλαμάτας. Τις ημέρες των Χριστουγέννων, συνεχίζει, τα δρομολόγια πυκνώνουν.
«Αυτή τη στιγμή για την Παρασκευή 22 Δεκεμβρίου έχουμε 14 δρομολόγια ανοιχτά» λέει, συμπληρώνοντας πως αντίστοιχη κίνηση υπάρχει και τον Αύγουστο, τότε που η Αθήνα ερημώνει. «Είμαστε η μεγαλύτερη εταιρεία του κλάδου, με τη μεγαλύτερη κίνηση και με τον μεγαλύτερο και πιο ανανεωμένο στόλο» σημειώνει με ικανοποίηση.
«Το αεροπλάνο, βέβαια, παραμένει ο βασικός ανταγωνιστής μας, ειδικά οι low cost αεροπορικές που διαθέτουν μέχρι και τρεις πτήσεις ημερησίως από την Αθήνα και καταγράφουν αύξηση κρατήσεων της τάξης του 150%».
Οι εναλλαγές του ουρανού
Λίγο πριν από την έναρξη του ταξιδιού η 22χρονη Μπλεόνα και η 21χρονη αδελφή της Πασχαλίνα, που γεννήθηκαν και σπουδάζουν στην Ελλάδα, εξηγούν στο «Βήμα» γιατί επιμένουν να προτιμούν το λεωφορείο αντί του αεροπλάνου: «Μας αρέσει το ταξίδι με το λεωφορείο. Με το αεροπλάνο δεν έχει ενδιαφέρον. Όλα τα ταξίδια που έχουμε κάνει με το λεωφορείο, από την παιδική μας ηλικία μέχρι σήμερα, έχουν εγγραφεί στη μνήμη μας με πολλή αγάπη. Η οδική ταξιδιωτική εμπειρία υπερισχύει της άνεσης που προσφέρει μια σύντομη αεροπορική πτήση».
Αυτό που απολαμβάνει περισσότερο η Μπλεόνα είναι να παρακολουθεί τις εναλλαγές του ουρανού, ενώ διασχίζουν την ελληνική και αλβανική ύπαιθρο. «Κυρίως μου αρέσει όταν ανατέλλει ο ήλιος αλλά και όταν δύει επειδή βλέπουμε για ώρες τα χρώματα του ουρανού από το παράθυρο. Ο ουρανός είναι καταπληκτικός. Δηλαδή, τα αστέρια που βλέπουμε εκεί δεν τα έχουμε ξαναδεί πουθενά. Τα δέντρα, τα βουνά, η φύση, όλα είναι υπέροχα» περιγράφει ενθουσιασμένη.
Θα περάσουν τις γιορτές με τους παππούδες και τις γιαγιάδες τους, που δεν γνωρίζουν τίποτα για τη χριστουγεννιάτικη επίσκεψη. «Θα τους κάνουμε έκπληξη! Το συνηθίζουμε αυτό και πάντα έχουμε κλάματα και συγκίνηση» λέει η Πασχαλίνα και σπεύδει να συμπληρώσει πως αυτοί πλέον δεν αφήνουν εύκολα τον τόπο τους: «Οι ηλικιωμένοι δύσκολα έρχονται στην Ελλάδα γιατί θα πρέπει να κλειστούν σ’ ένα διαμέρισμα.
Άλλωστε, ο Αλβανός έχει θυσιάσει τα πάντα για να φτιάξει ένα ικανοποιητικό σπίτι για τους γονείς του, εκεί έχουν τους κήπους, τα χωράφια τους».
«Σε ποιον δεν αρέσει ο Καζαντζίδης;»
«Αυτό το επάγγελμα αν δεν το αγαπάς δεν μπορείς να το κάνεις. Κάθε ταξίδι είναι διαφορετικό. Εγώ αγαπάω το ταξίδι και απολαμβάνω τη συζήτηση με τους ανθρώπους όταν μιλούν για τις χαρούμενες και τις δύσκολες στιγμές τους» λέει από την πλευρά του ο Γκέντι Σεϊντίνι, οδηγός της «Top Lines», προσθέτοντας πως πάντα είναι έτοιμος να βοηθήσει τους επιβάτες τους με ό,τι χρειαστούν. «Είναι και πατριώτες άλλωστε. Πάντα υπάρχουν αυτοί που ταξιδεύουν για χαρές και αυτοί που ταξιδεύουν για δύσκολες καταστάσεις» συμπληρώνει.
Όσον αφορά την ψυχαγωγία στη διάρκεια της μακράς διαδρομής, περιλαμβάνει τόσο αλβανική όσο και ελληνική μουσική. «Πολλές φορές γίνομαι και dj, εκτελώ παραγγελιές: «Θέλω Καρρά, θέλω Σφακιανάκη, θέλω Καζαντζίδη» λένε οι επιβάτες».
Ο ίδιος, πάντως, δεν κρύβει την αδυναμία του στον τελευταίο. «Σε ποιον δεν αρέσει ο Καζαντζίδης; Είναι ο τραγουδιστής που έχει τραγουδήσει τόσο όμορφα τη φτώχεια και τη μετανάστευση…».
Την αγάπη του «για τον δρόμο» εκφράζει και ο Τζουλιάν Ντούλι, που βρίσκεται επίσης πίσω από το τιμόνι τα τελευταία 12 χρόνια. «Έχω συνηθίσει και αγαπήσει τόσο τον δρόμο που μου είναι δύσκολο να καθίσω στο σπίτι. Δεν θα την άλλαζα με καμία άλλη δουλειά. Την κάνω από αγάπη, όχι από ανάγκη» λέει, τονίζοντας πως οι συνθήκες εργασίας είναι πλέον πολύ καλύτερες σε σχέση με το παρελθόν – «τα λεωφορεία είναι σύγχρονα, οι δρόμοι περισσότερο ασφαλείς».
Εξάλλου, λόγω της φύσης της δουλειάς του, είναι από τους τυχερούς που βλέπουν τακτικά συγγενείς και φίλους. «Πηγαίνω στην Αλβανία σχεδόν κάθε μέρα και επ’ ευκαιρία επισκέπτομαι τους δικούς μου. Πολλές φορές, μάλιστα, τους έχω μεταφέρει με το λεωφορείο».
«Είμαι 70 ετών και ζω στην Ελλάδα τα τελευταία 30 χρόνια. Δούλευα ως νοσοκόμα και βγήκα στη σύνταξη από εδώ» λέει με περηφάνια η κυρία Βέρα, ενώ ανεβαίνει τη σκάλα του λεωφορείου λίγο προτού ξεκινήσει η διαδρομή των 910 χιλιομέτρων για τη Φιλιππούπολη (Πλόβντιβ).
«Εδώ ζούσα μόνη. Οι άνθρωποι στην Ελλάδα όμως με έχουν στηρίξει πολύ» εκμυστηρεύεται με ένα πλατύ ευγενικό χαμόγελο. Οπως χιλιάδες συμπατριώτισσές της, αποχωρίστηκε την οικογένεια και παιδιά για να τους προσφέρει ένα καλύτερο αύριο στις αρχές της δύσκολης δεκαετίας του ’90. Έκτοτε το λεωφορείο αυτό αποτελεί το μέσο επανασύνδεσης αλλά και αποχωρισμού.
«Πηγαίνω στη Φιλιππούπολη για να δω τον γιο μου και την οικογένειά του. Έχω έναν εγγονό που σήμερα είναι 18 ετών! Το ταξίδι κρατά 14 ώρες, αλλά δεν με κουράζουν τα χιλιόμετρα, τα έχω συνηθίσει. Μετά από εκεί θα επισκεφθώ και την κόρη μου που ζει μόνιμα στη Γερμανία με τη δική της οικογένεια».
Δίπλα της στέκει ο Ηλίας Τσαγκουρνάς, ιδιοκτήτης του ταξιδιωτικού γραφείου-πρακτορείου «Ilias Travel», στην καρδιά του Μεταξουργείου. Η εταιρεία του ξεκίνησε τα δρομολόγια προς τις πόλεις της Βουλγαρίας λίγο μετά την κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού, την επακόλουθη μεταναστευτική έξοδο αλλά και το «άνοιγμα» των βουλγαρικών πανεπιστημίων σε Έλληνες φοιτητές.
«Παλαιότερα δουλεύαμε πολύ με τους φοιτητές. Αργότερα, η πελατεία μας αποτελούνταν κυρίως από γυναίκες της Βουλγαρίας που δούλευαν εδώ ως οικιακές βοηθοί και, παρότι αρχικά τα δρομολόγια ήταν αραιά, στην πορεία πύκνωσαν και αυξήθηκαν κατά πολύ» περιγράφει.
Πλέον, ωστόσο, τα δρομολόγια έχουν μειωθεί ξανά, μαζί με τον αριθμό των επιβατών. «Τα τελευταία 10 χρόνια έχουν αλλάξει τα πράγματα. Βέβαια, όσοι δεν είναι εξοικειωμένοι με το αεροπλάνο μάς προτιμούν ακόμα». Όπως λέει, τα οικονομικά πολλών πρώην πελατών του έχουν βελτιωθεί, επιτρέποντάς τους να ταξιδεύουν στη χώρα τους είτε με δικό τους μεταφορικό μέσο είτε αεροπορικώς. Τα δέματα και τα πεσκέσια όμως στέλνονται ακόμη με το λεωφορείο.
Τενεκέδες λάδι, ελιές, άλλα τρόφιμα, δέματα με ρούχα, μέχρι και απορρυπαντικά φορτώνονται ακόμη από τους «Αθηναίους» στα πούλμαν σε καθημερινή βάση και φτάνουν σε συγγενείς στην πατρίδα.
«Εδώ φορτώνουν περισσότερα μπαγκάζια»
Αυτό, εξάλλου, παραμένει και το μεγάλο συγκριτικό πλεονέκτημα του λεωφορείου έναντι του αεροπλάνου – το βάρος των αποσκευών είναι σχεδόν απεριόριστο, αρκεί να εξυπηρετούνται όλοι. «Έρχονται εδώ και φορτώνουν περισσότερα μπαγκάζια, στο αεροπλάνο δεν έχουν αυτή τη δυνατότητα» λέει η Ανδριάνα, η αεικίνητη υπάλληλος της «Perla Tour», επί της Αχαρνών, που συνδέει την Ελλάδα με τη Ρουμανία.
«Εκτελούμε δρομολόγια τρεις φορές την εβδομάδα: κάθε Δευτέρα, Τετάρτη και Παρασκευή. Επίσης, δουλεύουμε αρκετά με εποχικούς εργάτες που φεύγουν από την ελληνική επαρχία -κυρίως τη Νότια Πελοπόννησο- για να επιστρέψουν στην πατρίδα τους» συνεχίζει και παρατηρεί πως οι επιβάτες είναι κυρίως άτομα μεγαλύτερης ηλικίας και άνδρες, αφού «το 18ωρο ταξίδι είναι ιδιαίτερα κουραστικό».
Εντούτοις, τις ημέρες των γιορτών ο αριθμός των επιβατών αυξάνεται κατακόρυφα. «Τα Χριστούγεννα φεύγουν τέσσερα ή και πέντε λεωφορεία την εβδομάδα. Στο παρελθόν φτάναμε ακόμα και τα 25, αλλά πολλοί παλιοί πελάτες μας έχουν εγκαταλείψει πια την Ελλάδα. Ιδίως μετά την ένταξη της Ρουμανίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση και την κρίση, αναζήτησαν την τύχη τους σε άλλες χώρες».