Στις 28 Απριλίου του 1996 ο Μάρτιν Μπράιαντ, 29 ετών, βγήκε στους δρόμους της μικρής πόλης Πορτ Αρθουρ της Τασμανίας και άρχισε να πυροβολεί. Πρώτα σκότωσε τους ιδιοκτήτες ενός ξενώνα που ήθελε να αγοράσει ο πατέρας του, πριν πέσει σε κατάθλιψη και τελικά αυτοκτονήσει. Επειτα, με το όπλο κρυμμένο σε ένα σακίδιο, πέρασε ψύχραιμος την πόρτα ενός καφέ της περιοχής. Αφού τελείωσε το φαγητό του, άνοιξε πυρ και μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα σκότωσε 20 ανθρώπους και τραυμάτισε άλλους 12. Μετά βγήκε στον δρόμο. Πρώτα σκότωσε 4 περαστικούς και 300 μέτρα πιο πέρα μια μητέρα και το παιδί που κρατούσε στην αγκαλιά της. Το δεύτερο παιδάκι της άρχισε να τρέχει, δεν κατάφερε όμως τελικά να γλιτώσει, αφού ο Μπράιαντ αποφάσισε να το καταδιώξει μέχρι θανάτου.

Με 35 νεκρούς και 23 τραυματίες, η σφαγή του Πορτ Αρθρουρ αποτελεί το πιο αιματηρό τέτοιο έγκλημα στη μετα-αποικιακή ιστορία της Αυστραλίας. Σε αντίθεση όμως με ό,τι συμβαίνει κάθε φορά στην Αμερική, στην Αυστραλία ο θρήνος, οι αγρυπνίες και ο πυρετός στα ΜΜΕ είχε και συνέχεια. Μόλις τέσσερις ημέρες μετά, ο πρωθυπουργός Χάουαρντ προανήγγειλε αυστηρούς περιορισμούς της οπλοκατοχής. Η σχετική νομοθεσία ψηφίστηκε μέσα σε 12 ημέρες και κατά τους 3 μήνες που ακολούθησαν παραδόθηκαν πάνω από ένα εκατομμύριο όπλα. Κάτι αντίστοιχο έφερε και στη Βρετανία, του Τζον Μέιτζορ τότε, η πολύνεκρη επίθεση στο δημοτικό του Ντανμπλέιν στη Σκωτία μόλις λίγες ημέρες πριν από το Πορτ Αρθουρ (και με αρκετούς να υποστηρίζουν πως ήταν το μακελειό στη Σκωτία που ενέπνευσε τον Μπράιαντ). Εχει τη σημασία του ότι και στις δύο περιπτώσεις ήταν συντηρητικές κυβερνήσεις που πήραν μέτρα. Κάτι αδιανόητο για τους Ρεπουμπλικανούς των ΗΠΑ.

Περιεχόμενο για συνδρομητές

Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tovima.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.

Έχετε ήδη
συνδρομή;

Μπορείτε να συνδεθείτε από εδω

Θέλετε να γίνετε συνδρομητής;

Μπορείτε να αποκτήσετε την συνδρομή σας από εδω