Τα σύγχρονα συστήματα απονομής δικαιοσύνης, σε αναλογία προς τις κοινωνίες τις οποίες υπηρετούν, συνίστανται σε μηχανισμούς ιδιαίτερα εκτεταμένους και πολυσύνθετους. Η Δικαιοσύνη, ως τέτοιος μηχανισμός, για να είναι ικανή να εκτελεί την αποστολή της, πρέπει να εκσυγχρονίζεται και να συντονίζεται με το γενικότερο κοινωνικό, οικονομικό και τεχνολογικό περιβάλλον στο οποίο λειτουργεί. Η κρίση της νόσου COVID-19 αποτέλεσε ισχυρή υπενθύμιση της ανάγκης για την είσοδο της Δικαιοσύνης στην ψηφιακή εποχή, ώστε να εξυπηρετούνται οι πολίτες μέσω της νέας «εργαλειοθήκης» που προσφέρει η σύγχρονη τεχνολογική επανάσταση. Προς αυτή την κατεύθυνση μάλιστα έχουν γίνει πολλά βήματα από την πλευρά του υπουργείου Δικαιοσύνης με στόχο στο τέλος του 2024 η Ελλάδα να έχει μία απολύτως ψηφιακή Δικαιοσύνη, με δεδομένα που θα την εντάσσουν στις πιο υψηλές βαθμίδες, μεταξύ των χωρών που έχουν κάνει ήδη τα βήματά τους στην ψηφιακή εποχή. Η σημασία των υποδομών Για τον εκσυγχρονισμό της Δικαιοσύνης βέβαια σημαντικό ρόλο παίζουν και οι υποδομές και κυρίως η επάρκεια και η καταλληλότητα των δικαστικών αιθουσών και των δικαστικών μεγάρων. Η δημιουργία νέων δικαστικών μεγάρων, με αίθουσες που θα επιτρέπουν τη διεξαγωγή με συνθήκες δημοσιότητας των δικών και κυρίως με ανθρώπινες και κατάλληλες συνθήκες για τους πολίτες, τους διαδίκους, τους δικηγόρους, τους δικαστικούς υπαλλήλους και τους δικαστές αποτελεί αναγκαίο βήμα εκσυγχρονισμού της Δικαιοσύνης. Προς τον σκοπό επίλυσης των θεμάτων των υποδομών γίνονται σημαντικά βήματα, με τη διαδικασία μεταστέγασης των δικαστηρίων του Πειραιά, που ήδη άρχισε να παίρνει τον δρόμο της, να είναι ενδεικτική της πρόθεσης της πολιτείας στην κατεύθυνση αυτή. Σημαντική καινοτομία για την ποινική Δικαιοσύνη αποτελεί η λειτουργία του συστήματος ηχογράφησης της διαδικασίας στα ποινικά δικαστήρια. Η αρχή έγινε στο Πρωτοδικείο της Αθήνας, το μεγαλύτερο δικαστήριο της χώρας, και ήδη εφαρμόζεται το σύστημα αυτό στο Εφετείο της Αθήνας, ενώ αναμένεται να λειτουργήσει ακολούθως και σε άλλα δικαστήρια. Με το νέο σύστημα, με το οποίο καταγράφεται ψηφιακά η ακροαματική διαδικασία στα ποινικά δικαστήρια, όπως συμβαίνει ήδη στις πολιτικές δίκες, διευκολύνεται ουσιαστικά η πιστή αποτύπωση των όσων διαμείβονται από μάρτυρες και κατηγορουμένους, χωρίς αυτά να περνούν, όπως παλιά, από το «φίλτρο» του γραμματέα της έδρας, ο οποίος πάσχιζε να κρατήσει ακριβή χειρόγραφα πρακτικά, ειδικά σε δίκες με δυσχερές αντικείμενο. Ο κίνδυνος της απαξίωσης Κατά κοινή ομολογία η χώρα μας διαθέτει υψηλού επιπέδου δικαστές και εισαγγελείς, οι οποίοι σε ετήσια βάση χρεώνονται όγκο υποθέσεων ασύλληπτο για κάθε δικαστικό σύστημα προηγμένης χώρας. Οπότε απαιτείται να υπάρχει πάντα ο αναγκαίος αριθμός δικαστικών λειτουργών και δικαστικών υπαλλήλων για την αναγκαία ποιοτική και ταχεία απονομή της Δικαιοσύνης. Το έργο όμως των δικαστών και των δικαστικών υπαλλήλων ενίοτε «χάνεται» ή απαξιώνεται λόγω ελλείψεως υποδομών ή απαρχαίωσης αυτών. Η ίδια αυτή έλλειψη υποδομών συντελεί ουσιωδώς και στην επαγγελματική «απαξίωση» που οι δικηγόροι νιώθουν να υφίστανται εδώ και αρκετά χρόνια, όταν υποχρεώνονται να δικάζουν τις υποθέσεις όρθιοι, στριμωγμένοι σε ακατάλληλες αίθουσες, χωρίς συνθήκες που εξασφαλίζουν τη δημόσια υγεία. Οι συνθήκες είναι πλέον ευνοϊκές και το περιβάλλον ώριμο ώστε να προχωρήσει ουσιαστικά και γρήγορα ο αναγκαίος εκσυγχρονισμός της Δικαιοσύνης. Προ των πυλών η ίδρυση Δικαστικής ΑστυνομίαςΜια βαθιά μεταρρύθμιση και ένα τολμηρό βήμα εκσυγχρονισμού της ελληνικής Δικαιοσύνης, πάγιο αίτημα δεκαετιών των λειτουργών της Θέμιδας, φιλοδοξεί να αποτελέσει η ίδρυση της Δικαστικής Αστυνομίας, που προανήγγειλε μάλιστα πρόσφατα από το βήμα της Τακτικής Γενικής Συνέλευσης της Ενωσης Δικαστών και Εισαγγελέων ο υπουργός Δικαιοσύνης Κώστας Τσιάρας. Ο τρόπος οργάνωσης της Δικαστικής Αστυνομίας – ένα σύγχρονο εργαλείο στην υπηρεσία της Δικαιοσύνης – εκτιμάται, όπως συμβαίνει ήδη σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, ότι θα έχει δύο άξονες και θα στελεχώνεται τόσο από ένστολο προσωπικό όσο και από επιστημονικό προσωπικό, και θα έχει σκοπό να συμβάλει συνολικά στην ταχύτερη απονομή του δικαίου και στην κάλυψη των αναγκών επιστημονικής υποβοήθησης της ελληνικής Δικαιοσύνης στον 21ο αιώνα.Μέσα στο πλαίσιο μάλιστα μιας κοινωνικής πραγματικότητας ταχύτατα μεταβαλλόμενης υπό το φως τεχνολογικών και επιστημονικών αλλαγών, η στελέχωση της υπό ίδρυση Δικαστικής Αστυνομίας από επιστήμονες, και μάλιστα σε κρίσιμες ειδικότητες, όπως των μεταφραστών, των οικονομολόγων, των μηχανικών, ειδικών του Διαδικτύου κ.λπ., οι οποίοι θα παρέχουν εξειδικευμένες επιστημονικές γνώσεις, είναι κάτι παραπάνω από προφανής. Θέματα περιορισμού στην αρχή της δημοσιότητας Οσον αφορά τους εντεταλμένους δημοσιογράφους, η έλλειψη πολλές φορές των αναγκαίων αιθουσών για τη διεξαγωγή πολυπρόσωπων δικών δυσχεραίνει ουσιαστικά το έργο τους, αφού σε πολλές φορές τίθεται ζήτημα εκ περιτροπής κάλυψης της διαδικασίας, εγείροντας θέματα περιορισμού στην αρχή της δημοσιότητας της δίκης. Το ζήτηματης ΤεχνητήςΝοημοσύνης Η Τεχνητή Νοημοσύνη συνιστά κορυφαία τεχνολογική τάση σε πολλούς τομείς της κοινωνίας και της οικονομίας. Η αξιοποίηση εφαρμογών Τεχνητής Νοημοσύνης σε διαρκώς περισσότερες όψεις της καθημερινότητας δημιουργεί ενθουσιασμό, σε αρκετές όμως περιπτώσεις προκαλεί προβληματισμό, όπως στην περίπτωση της αξιοποίησής της σε συστήματα απονομής Δικαιοσύνης. Πόσο εύκολο είναι άραγε να μπει σε «μοντέλα» ένας νομικός συλλογισμός εκ των προτέρων; Ποιος αλγόριθμος μπορεί να αντικαταστήσει την εξειδικευμένη εκτίμηση των δικαστών περί των συνθηκών υπό τις οποίες έγινε ένα αδίκημα ή περί της προσωπικότητας του κατηγορουμένου, λαμβανομένου υπόψη του πλούτου που παρουσιάζουν οι σταθμίσεις και οι περιστάσεις που λαμβάνονται υπόψη κατά την απονομή της Δικαιοσύνης; Ποιος αλγόριθμος θα ερμηνεύσει τις συνταγματικές προβλέψεις και την τυχόν αντισυνταγματικότητα ενός νόμου ή ακόμα και την (ενδεχομένως νέα) ερμηνεία του, σε ένα διαρκώς μεταβαλλόμενο κοινωνικό περιβάλλον; Εκ των πραγμάτων η δικαστική απόφαση, ως έργο ανεξάρτητων κρατικών λειτουργών, ως ανθρώπινη σκέψη, με κάθε πιθανότητα σφάλματος, είναι αρκετά δύσκολο να τυποποιηθεί και να μπει εκ των προτέρων σε καλούπια. Για τον λόγο αυτόν άλλωστε τα δικαστικά συστήματα δομούνται στην πιθανότητα του λάθους και προβλέπουν βαθμούς δικαιοδοσίας και ένδικα μέσα. Ωστόσο η πιθανότητα «ελέγχου» των αποφάσεων με «μεζούρες» που δεν είναι ευχερές να ελεγχθούν και να επαληθευθούν δύναται να δυναμιτίσει την εμπιστοσύνη των πολιτών στη Δικαιοσύνη και μάλιστα σε περιόδους που η κρίση των κοινωνιών επηρεάζει άμεσα τη Δημοκρατία και τους θεσμούς της. Οι προβληματισμοί αυτοί και οι όποιες επιφυλάξεις σε καμία περίπτωση δεν συνδέονται με την αδιαμφισβήτητη ανάγκη εκσυγχρονισμού και προσαρμογής στα νέα τεχνολογικά δεδομένα.