Το Πρωτοδικείο της Αθήνας, εκεί που χτυπά η καρδιά της ελληνικής δικαιοσύνης, σε τρεις μήνες γυρίζει σελίδα στην ιστορία του και ετοιμάζεται να αντιμετωπίσει τη μεγαλύτερη πρόκληση από συστάσεώς του, με την ενοποίηση του πρώτου βαθμού που φέρνει ο νέος δικαστικός χάρτης. Πρόκειται για μεταρρύθμιση υψηλών προσδοκιών, κυρίως ως προς τους ρυθμούς απονομής της δικαιοσύνης.
Το πρώτο βήμα για την ενοποίηση του πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας πρωτοδικών και ειρηνοδικών έγινε με την ψήφιση του νομοθετήματος. Το μεγάλο στοίχημα όμως παραμένει η μετάβαση από τη θεωρία στην πράξη και η αναζήτηση ισορροπιών μπροστά στο νέο δικαστικό σκηνικό. Γι’ αυτό τον λόγο εξάλλου κρίθηκε αναγκαία η παράταση της θητείας των εκλεγμένων προϊσταμένων του Πρωτοδικείου και της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Αθηνών κ.κ. Χριστόφορου Λινού και Αντώνη Ελευθεριάνου για ένα ακόμα έτος, καθώς γνωρίζουν από τη θέση τους πολύ καλά τη λειτουργία του δικαστηρίου που διοικούν και είναι σε θέση να αντιμετωπίσουν τις δυσκολίες που αναμφίβολα θα προκύψουν με το νέο δικαστικό έτος από τον Σεπτέμβριο του 2024.
Πώς θα λειτουργήσει όμως το Πρωτοδικείο της Αθήνας στη νέα εποχή; Πόσο εύκολη θα είναι η ενοποίηση αυτή και η ένταξη στην καθημερινή δικαστηριακή πρακτική; Και εν τέλει ποια θα είναι τα οφέλη που θα προκύψουν για τον ίδιο τον πολίτη, ο οποίος ορισμένες φορές χρειάζεται να περιμένει ολόκληρα χρόνια για να βρει το δίκιο του;
Οι καθυστερήσεις και οι αλλαγές
Το νέο μοντέλο λειτουργίας του μεγαλύτερου δικαστηρίου της χώρας μας περιγράφει αναλυτικά στο «Βήμα» ο προϊστάμενος του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Πρωτοδικείου Αθηνών Χριστόφορος Λινός ανταποκρινόμενος πρόσφατα στην πρόσκληση του προέδρου της Εταιρείας Δικαστικών Μελετών, επίτιμου αρεοπαγίτη Ιωάννη Χαμηλοθώρη. Ετσι, με βάση την αποτίμηση των προβλέψεων του νόμου για τον νέο δικαστικό χάρτη καταγράφεται μια πρώτη εικόνα τού πώς θα λειτουργεί το Πρωτοδικείο της Αθήνας από τον Σεπτέμβριο του 2024.
Μέχρι τώρα το Πρωτοδικείο της Αθήνας, με βάση τα επίσημα στοιχεία, απορροφά το 50%-55% της πρωτοβάθμιας δικαστηριακής ύλης πανελληνίως και η διεκπεραίωση όλων αυτών των υποθέσεων γίνεται μόλις από το 35% των δικαστών του πρώτου βαθμού. Η καθυστέρηση λοιπόν στην απονομή της δικαιοσύνης οδήγησε τον νομοθέτη στην επαναχάραξη του δικαστικού χάρτη στη χώρα μας.
Ο κ. Λινός επισημαίνει ότι υπήρχαν και υπάρχουν στο Πρωτοδικείο της Αθήνας τμήματα «στα οποία το χρονικό διάστημα που μεσολαβεί από την κατάθεση του δικογράφου της δίκης έως τη συζήτηση είναι δυσανάλογα μεγάλο και ενίοτε μη ανεκτό σε ένα κράτος δικαίου». Επικαλείται μάλιστα δύο παραδείγματα που αποτυπώνουν χωρίς κανένα άλλο σχόλιο το μεγάλο αυτό πρόβλημα. Στο Τμήμα Ανακοπών σχετικές αιτήσεις που κατατίθενται σήμερα κατά συγκεκριμένων αποφάσεων προσδιορίζονται να συζητηθούν τον Δεκέμβριο του 2032, ενώ και στο Τμήμα Εφέσεων κατά αποφάσεων δίνονται δικάσιμοι για τον Ιούνιο του 2027.
Τα δεδομένα όμως αλλάζουν και από τις 16 Σεπτεμβρίου 2024, που ξεκινά και επισήμως το νέο δικαστικό έτος, πολλαπλασιάζεται η οργανική δύναμη του Πρωτοδικείου της Αθήνας. Συγκεκριμένα οι δικαστές αυξάνονται από 400 που υπηρετούν σήμερα σε 695 με την ένταξη και των ειρηνοδικών, ενώ αυξάνονται και οι δικαστικοί υπάλληλοι από περίπου 450 σε 644.
Δύο τμήματα με ενιαία διοίκηση
Το ενοποιημένο πλέον Πρωτοδικείο της Αθήνας θα διαιρείται σε δύο τμήματα, ένα ποινικό και ένα πολιτικό, υπό ενιαία διοίκηση. Θεωρείται δεδομένο ότι οι δικαστές που θα υπηρετούν στο καθένα από τα τμήματα αυτά θα ασκούν αποκλειστικά καθήκοντα, δηλαδή θα έχουμε αμιγείς ποινικούς και αμιγείς πολιτικούς δικαστές με διάρκεια θητείας διετή, η οποία θα μπορεί να παραταθεί κατά ένα έτος. Χωροταξικά τώρα, από τον Σεπτέμβριο οι πολίτες που θα έχουν ποινικές υποθέσεις θα πηγαίνουν στον χώρο της πρώην Σχολής Ευελπίδων, ενώ οι πολίτες που θα έχουν αστικές διαφορές θα προσέρχονται στο αντίστοιχο τμήμα, που θα λειτουργεί στον χώρο του πρώην Ειρηνοδικείου Αθηνών, επί της οδού Λουκάρεως.
Ο προϊστάμενος του Πρωτοδικείου αφιερώνει ιδιαίτερο κεφάλαιο στα καθήκοντα που θα ασκούν οι πρώην ειρηνοδίκες, οι οποίοι μέχρι να ολοκληρώσουν τα απαραίτητα προγράμματα επιμόρφωσης από την Εθνική Σχολή Δικαστικών Λειτουργών σε διάστημα δύο ετών από τη δημοσίευση του νόμου θα εξακολουθούν να εκτελούν τα καθήκοντα που εκτελούσαν μέχρι την κατάργηση των ειρηνοδικείων, χωρίς όμως να λαμβάνονται υπόψη οι περιορισμοί τής καθ’ ύλην αρμοδιότητας εκείνων.
Τούτο πρακτικά σημαίνει ότι μέχρι την ολοκλήρωση των προγραμμάτων της επιμόρφωσής τους θα δικάζουν ό,τι δίκαζαν και πριν χωρίς, παραδείγματος χάριν, τον περιορισμό του ποσού των 20.000 ευρώ ή προκειμένου για μισθωτικές διαφορές χωρίς τον περιορισμό του μηνιαίου μισθώματος ύψους 600 ευρώ. Μετά την ολοκλήρωση των προγραμμάτων επιμόρφωσής τους οι πρώην ειρηνοδίκες θα εκδικάζουν το σύνολο των αστικών υποθέσεων. Σε σχέση τώρα με τα καθήκοντά τους ως ποινικών δικαστών, οι πρώην ειρηνοδίκες θα μπορούν άμεσα και πριν από την ολοκλήρωση της επιμόρφωσής τους να μετέχουν στις συνθέσεις των τριμελών πλημμελειοδικείων, ενώ μονομελή πλημμελειοδικεία θα μπορούν να συγκροτήσουν αφού επιμορφωθούν στους τομείς του ποινικού δικαίου και της ποινικής δικονομίας και αφού περάσουν δύο χρόνια από τη δημοσίευση του νόμου.
Η μετάβαση στη νέα εποχή αποτελεί ένα «τεράστιο εγχείρημα», για την επιτυχία του οποίου, όπως επισημαίνει ο προϊστάμενος του Πρωτοδικείου της Αθήνας, απαιτείται η καλόπιστη εμπλοκή όλων των κρίκων στην αλυσίδα της απονομής της δικαιοσύνης.