Συντονισμός: Άγγελος Σκορδάς
Γράφουν: Ηλιάνα Δανέζη, Πέτρος Κωνσταντινίδης, Χρήστος Λογαράς, Γιώργος Μουρμούρης, Παναγιώτης Σωτήρης, Γιώργος Φωκιανός
Αργοπορίες, αναβολές και διακοπές χαρακτηρίζουν τη λειτουργία της Δικαιοσύνης, ακόμα και για υποθέσεις «πρώτης γραμμής», με μεγάλο κοινωνικό αντίκτυπο, κάνοντας τις κατά καιρούς δεσμεύσεις της πολιτικής ηγεσίας για «επιτάχυνση της απονομής δικαιοσύνης» να φαντάζουν κενό γράμμα. Μόνο που έτσι υπονομεύεται η εμπιστοσύνη των πολιτών στο δικαστικό σύστημα, καθώς η καθυστέρηση δημιουργεί ένα αίσθημα έλλειψης αποτελεσματικότητας και τελικά ατιμωρησίας.
Υποθέσεις όπως αυτές που αφορούσαν τον διαβόητο κακοποιό Κώστα Πάσσαρη, τους δολοφόνους της Ελένης Τοπαλούδη αλλά και αυτούς του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου σφραγίστηκαν από πληθώρα αναβολών που σήμαιναν πολυετή καθυστέρηση μέχρι να τελεσιδικήσουν. Αυτό ταλαιπώρησε και επιβάρυνε ψυχολογικά – αλλά και οικονομικά – τις οικογένειες των θυμάτων που, αντιμέτωπες με το βάρος της απώλειας, αναζητούν δικαίωση για τους δικούς τους ανθρώπους. Ο πατέρας της Ελένης Τοπαλούδη, που πριν πέντε χρόνια, τον Νοέμβριο του 2018, βιάστηκε και δολοφονήθηκε από τους Μανώλη Κούκουρα και Αλέξανδρο Λούτσαϊ στη Ρόδο, έχει επανειλημμένα αναφερθεί στις επιπτώσεις στον ψυχισμό των συγγενών της άτυχης φοιτήτριας. Οπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Γιάννης Τοπαλούδης, ο ίδιος και η σύζυγός του έχουν αναγκαστεί να μεταβούν από το Διδυμότειχο όπου διαμένουν στην Αθήνα 26 φορές για την πρωτόδικη δίκη και 17 φορές για το Εφετείο, πραγματοποιώντας επανειλημμένα ένα ψυχοφθόρο ταξίδι σχεδόν 2.000 χιλιομέτρων.
Ποιο είναι, τελικά, το τίμημα των συνεχόμενων αναβολών για τις οικογένειες των θυμάτων; Η Ναταλία Κουτρούλη, κλινική ψυχολόγος – γνωσιακή και συμπεριφορική ψυχοθεραπεύτρια, απαντά: «Είναι κάτι τραυματικό ψυχολογικά γιατί το άτομο επαναβιώνει όλες τις αναμνήσεις μιας οδυνηρής ιστορίας χωρίς τελικά να βγαίνει ένα αποτέλεσμα και να αισθάνεται δικαιωμένο. Είναι πολύ μεγάλο το πλήγμα γιατί στην ουσία είναι σαν να επανατραυματίζεται διαρκώς κάθε φορά που πηγαίνει στο δικαστήριο. Συνεχώς το άτομο τραυματίζεται χωρίς τελειωμό, χωρίς να έχει την ελπίδα ότι θα δικαιωθεί και ότι θα βρει βοήθεια στην πολιτεία. Νιώθει μόνο, νιώθει μοναξιά και απογοήτευση…».
Ωστόσο, όταν δικαιώνεται, γαληνεύει, συνεχίζει η ειδικός: «Οταν πρόκειται για κάποιο δικαστήριο, που σημαίνει ότι ευελπιστεί κανείς να δικαιωθεί για το κακό που συνέβη, αυτό μπορεί να γαληνέψει την ψυχή του ατόμου, να νιώσει δηλαδή εν τέλει ότι έχει κάνει ό,τι μπορούσε για τον δικό του άνθρωπο».
Δολοφονία Τοπαλούδη
Χιλιάδες σιωπηλά χιλιόμετρα
Τον γύρο του κόσμου δύο φορές ή 76.282 χιλιόμετρα έχουν αναγκαστεί να διανύσουν τα τελευταία πέντε χρόνια οι γονείς της Ελένης Τοπαλούδη προκειμένου να βρεθούν από το Διδυμότειχο σε δικαστικές αίθουσες της Αθήνας για τη δικαίωση της μνήμης της κόρης τους.
Ο Γιάννης Τοπαλούδης, πατέρας της άτυχης φοιτήτριας, μιλώντας στο «Βήμα» λέει χαρακτηριστικά ότι οι 43 ακροάσεις-συνεδριάσεις, οι επαναλαμβανόμενες αναβολές και οι διακοπές έκοψαν την ήδη πληγωμένη οικογένειά του στα δύο: «Τη μια ήταν ο κορωνοϊός, την άλλη επικαλούνταν λόγους υγείας ο ένας κατηγορούμενος… κοροϊδία. Ερχόμασταν κάθε φορά από Διδυμότειχο και πίσω – 1.774 χιλιόμετρα. Οταν η επόμενη δικάσιμος ήταν σε μικρό διάστημα, μας φιλοξενούσε στο σπίτι του ο δικηγόρος μας. Ομως, όταν η μια ημερομηνία με την άλλη είχαν απόσταση, επιστρέφαμε. Επρεπε γιατί είχαμε και το άλλο παιδί στη εφηβεία. Δεν μπορούσαμε να το αφήνουμε συνέχεια στη γιαγιά. Στην αρχή το κάναμε (σ.σ.: τη διαδρομή) με αμάξι, μετά παίρναμε το αεροπλάνο και λόγω κόστους αλλά και κούρασης».
Περιγράφει, επίσης, πως κάθε φορά προετοιμαζόταν ψυχολογικά για το τι θα πει, αλλά κυρίως για το τι θα ακούσει στις δικαστικές αίθουσες: «Οταν προετοιμάζεσαι να αντικρίσεις τα τέρατα αυτά και δεν το κάνεις, τελικά έχει ψυχολογικό κόστος. Ηταν και το άγχος που θα μιλήσεις. Τι θα σε ρωτήσουν κάποιοι δικηγόροι που βιάζουν και δολοφονούν τις ψυχές μας».
Τώρα πλέον για την οικογένεια της Ελένης η υπόθεση έχει φτάσει στο τέλος, καθώς αναμένει την απόφαση του Αρείου Πάγου. Ο Γιάννης Τοπαλούδης, ωστόσο, έχοντας την εμπειρία της ψυχοφθόρου διαδικασίας, δεν θέλει να περάσουν τα ίδια και άλλες οικογένειες: «Δυστυχώς, φοβάμαι ότι αυτά που έχουμε βιώσει εμείς με τις αναβολές και τις διακοπές θα τα βιώσουν και άλλες οικογένειες, αν δεν υπάρξουν άμεσα σημαντικές αλλαγές στο δικαστικό σύστημα. Αυτό που ζητούμε επιτέλους είναι ισονομία και ισοτιμία για τις οικογένειες των θυμάτων».
Οπως λέει, εξάλλου, όσα χρόνια και αν περάσουν, οι συντριπτικές μνήμες δεν θα ξεθωριάσουν. «Με τις αναμνήσεις όλων αυτών των δικαστικών διαδικασιών, το ψυχολογικό φορτίο θα παραμείνει μέχρι να πεθάνουμε. Δεν φεύγουν από το μυαλό μας ποτέ, ούτε πρόκειται να φύγουν. Από τη στιγμή που δολοφόνοι και βιαστές έχουν τη δυνατότητα να φτάσουν μέχρι τον Αρειο Πάγο, καλά κάνουν και φτάνουν. Ομως, η πολιτεία θα πρέπει να βάλει αυτούς που θέλουν να προσφύγουν στο επόμενο ανώτατο δικαστήριο να προπληρώνουν όλα τα δικαστικά έξοδα και τα έξοδα μετακίνησης και διατροφής των οικογενειών των θυμάτων. Αφού προπληρώσουν, ας έχουν τη δυνατότητα να το κάνουν» καταλήγει.
Δολοφονία Γρηγορόπουλου
Περιμένοντας ακόμα τη δικαίωση
Αν ζούσε σήμερα θα ήταν 30 ετών. Κι όμως, 15 χρόνια από τη δολοφονία του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου, δεν υπάρχει αμετάκλητη απόφαση ως προς τα ελαφρυντικά και την ενοχή του ειδικού φρουρού Επαμεινώνδα Κορκονέα, του ανθρώπου που το βράδυ της 6ης Δεκεμβρίου 2008 με μία σφαίρα έβαλε φωτιά στην Αθήνα. «Εκκρεμεί στον Αρειο Πάγο η τελευταία αίτηση αναιρέσεως, η οποία είναι προς εκδίκαση τον Οκτώβριο. Αν γίνει δεκτή, θα ξαναγίνει το εφετείο στη Λαμία που θα κρίνει αν θα του αναγνωριστούν ελαφρυντικά» εξηγεί στο «Βήμα» ο Νίκος Κωνσταντόπουλος, εκ των συνηγόρων της πολιτικής αγωγής.
Ο ίδιος, αναφερόμενος στο κόστος αυτής της καθυστέρησης για την οικογένεια του αδικοχαμένου 15χρονου, υπογραμμίζει ότι μέσα στα χρόνια που έχουν περάσει μόνο η μητέρα και η αδελφή του έχουν μείνει να υπερασπίζονται ουσιαστικά τη μνήμη του: «Εχει αποδεκατιστεί η οικογένεια του Γρηγορόπουλου. Εχει πεθάνει ο πατέρας του, έχει πεθάνει η γιαγιά του και οι μόνοι συγγενείς που έχουν απομείνει για να τον υπερασπίζονται είναι η μητέρα του Τζίνα Τσαλικιάν και η αδελφή του Αρετή Γρηγοροπούλου. Η οικογένεια δεν ζητάει εκδίκηση, ζητάει δικαιοσύνη. Αν ζούσε σήμερα ο Αλέξανδρος θα ήταν παλικάρι».
Σύμφωνα με τον Νίκο Κωνσταντόπουλο, «προϋπόθεση για την καλή και αξιόπιστη λειτουργία της Δικαιοσύνης είναι η ολοκλήρωση των δικαστικών διαδικασιών σε εύλογο χρόνο. Ως εύλογος χρόνος έχει κριθεί και από τα ευρωπαϊκά δικαστήρια ότι είναι η διετία. Δυστυχώς, στην Ελλάδα ο πολίτης δεν βρίσκει το δίκιο του όταν το χρειάζεται, εγκαίρως, με αποτέλεσμα οι καθυστερήσεις αυτές να επιβαρύνουν και οικονομικά και ψυχολογικά».Κατά τον έμπειρο νομικό, δυνατότητα επιτάχυνσης των διαδικασιών απονομής δικαιοσύνης υπάρχει, όμως κινείται με αργούς ρυθμούς: «Βεβαίως μπορούν να αλλάξουν οι διαδικασίες και αυτό είναι ευθύνη της Πολιτείας, που αρέσκεται να μιλάει για την ταχύτερη απονομή δικαιοσύνης αλλά μονίμως – από πλευράς θεσμικού πλαισίου και κανονιστικών διατάξεων – βραδυπορεί, ρίχνοντας τις ευθύνες άλλοτε στους συλλειτουργός της Δικαιοσύνης και άλλοτε στους πολίτες».
Υπόθεση Πάσσαρη
Είκοσι χρόνια επώδυνης αναμονής
Τον Ιανουάριο του 2020 το Μεικτό Ορκωτό Εφετείο Αθηνών καταδίκασε τον – έγκλειστο από τον Νοέμβριο του 2001 στις φυλακές Κραϊόβα της Ρουμανίας – Κώστα Πάσσαρη σε τέσσερις φορές ισόβια για ισάριθμες δολοφονίες και σε 49 χρόνια κάθειρξη για επτά απόπειρες ανθρωποκτονιών και τρεις ληστείες που είχε διαπράξει επί ελληνικού εδάφους. Χρειάστηκε να περάσουν 19 χρόνια από το μακελειό στο Γενικό Κρατικό Νοσοκομείο Αθηνών, όπου ο διαβόητος κακοποιός δολοφόνησε εν ψυχρώ δύο αρχιφύλακες του Τμήματος Μεταγωγών – τον 47χρονο Θανάση Δρακόπουλο και τον 49χρονο Διονύση Aλεβιζόπουλο. Οπως εξηγεί στο «Βήμα» ο Αλέξης Αναγνωστάκης, συνήγορος πολιτικής αγωγής, το ελληνικό κράτος αδράνησε για μία δεκαετία μέχρι να ζητήσει την προσωρινή έκδοση του κακοποιού στην Ελλάδα.
Οι συνήγοροι της οικογένειας του δολοφονημένου Διονύση Αλεβιζόπουλου με τρία αιτήματα προς τον υπουργό Δικαιοσύνης το διάστημα 2003-2005 ζήτησαν την προσωρινή έκδοση του Πάσσαρη, προκειμένου να δικαστεί στην Ελλάδα, ενώ το διάστημα 2015-2016 έγιναν ακόμα δύο αντίστοιχα αιτήματα. Η υπόθεση αναβαλλόταν συνεχώς λόγω μη ολοκλήρωσης των διαδικασιών έκδοσης, κάτι που τελικά δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ.
Οπως λέει ο Αλέξης Αναγνωστάκης, το κυριότερο κόλλημα αφορούσε το ποια πλευρά – Ελλάδα ή Ρουμανία – θα επωμιστεί το κόστος μεταφοράς του κρατούμενου, δηλαδή το… αεροπορικό εισιτήριό του. Τελικά, στις 9 Μαΐου 2019 η υπόθεση δικάστηκε με απόντα τον κατηγορούμενο. Το δικαστήριο κήρυξε τον Πάσσαρη ένοχο, με τον ίδιο να ασκεί έφεση και την υπόθεση να οδηγείται στις 22 Ιανουαρίου 2020 στο Μεικτό Ορκωτό Εφετείο Αθηνών, το οποίο τον κήρυξε εκ νέου ένοχο. Ο κατηγορούμενος άσκησε αναίρεση της καταδικαστικής απόφασης στον Αρειο Πάγο. Μετά από αναβολή λόγω ισχυρισμού παράγοντα της υπεράσπισης ότι είχε έλθει σε επαφή με κρούσμα COVID-19, η υπόθεση δικάστηκε στις 6 Ιανουαρίου 2022 και η αίτηση αναίρεσης απορρίφθηκε οριστικά. Ετσι, 21 χρόνια μετά την τέλεση των εγκλημάτων έκλεισε η δίκη του διαβόητου κακοποιού.
Οι δύο δεκαετίες που μεσολάβησαν μέχρι να απονεμηθεί δικαιοσύνη, όμως, άφησαν ανεξίτηλο σημάδι στις ψυχές των συγγενών των θυμάτων. «Η υπερβολική καθυστέρηση, οι συνεχείς αναβολές, η αναβίωση του πόνου της δολοφονίας εξουθένωσαν τους συγγενείς. Κάθε αναβολή γινόταν σφαίρα στην καρδιά τους, καθώς έβλεπαν την ώρα της δικαίωσης να μην έρχεται ποτέ. Η αδράνεια του κράτους και του δικαστικού συστήματος να παρέχει μια σωστή και έγκαιρη δίκη τούς σημάδεψε μέχρι σήμερα. Τα θύματα, επιπλέον, επιβαρύνθηκαν και από το οικονομικό κόστος των δικαστηρίων που προστέθηκε στην ορφάνια και στην ανέχεια στην οποία είχαν περιέλθει μετά τον θάνατο του συζύγου και πατέρα τους» λέει ο συνήγορός τους.
Οπως επισημαίνει, απαιτείται προτεραιοποίηση και διαχωρισμός των σοβαρών υποθέσεων για την αντιμετώπιση τέτοιων καθυστερήσεων: «Γενικότερα, το σύστημα χωλαίνει, διότι δεν αντιμετωπίζει τις σοβαρές υποθέσεις κατά προτεραιότητα και με τη δέουσα επιμέλεια. Η υποδομή και οι διαθέσιμοι πόροι των δικαστηρίων καταδικάζουν σε αποτυχία κάθε προσπάθεια προς αυτή την κατεύθυνση. Ο μη διαχωρισμός και η μη προτεραιοποίηση των σοβαρών υποθέσεων επιφέρει, μάλιστα, καθυστερήσεις στην εκδίκαση του συνόλου των υποθέσεων, καθώς το σύστημα αναλώνεται στη διεκπεραίωση άλλων, λιγότερο σοβαρών υποθέσεων – τις οποίες, λόγω ανεπαρκούς οργάνωσης, ούτε αυτές καταφέρνει να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά»