Τίτλους τέλους έβαλε οριστικά η αρχειοθέτηση από τον εισαγγελέα στο υποτιθέμενο θρίλερ με τη «διάρρηξη στο γραφείο 304» του υπουργείου Εσωτερικών, για το οποίο ήταν ήδη γνωστό πως δεν έκρυβε κανένα σασπένς. Ορισμένοι δε από εκείνους που ενημέρωσαν την ΕΛ.ΑΣ. για το περίεργο συμβάν, το οποίο επιχειρήθηκε να συνδεθεί με το σκάνδαλο της διαρροής των mail των απόδημων Ελλήνων, φαίνεται να γνώριζαν δεν υπήρχε  οποιαδήποτε  εισβολή αγνώστων στο υπουργείο Εσωτερικών. Όπως ήξεραν και ότι επρόκειτο για μια απλή ισχυρή ώθηση στην πόρτα από άλλους υπαλλήλους, οι οποίοι θέλησαν απλά να το χρησιμοποιήσουν για δουλειά της υπηρεσίας τους.

Οι τελευταίοι μάλιστα φαίνεται να είχαν ενημερώσει από την πρώτη στιγμή ότι οι φθορές στην πόρτα δεν ήταν έργο μυστηριωδών επιδρομέων αλλά μικροζημιές που προκάλεσαν οι ίδιοι γιατί πίστευαν ότι απλώς η πόρτα είχε μαγκώσει! Όμως κάτι τέτοιο δεν μνημονεύθηκε ποτέ, με αποτέλεσμα να αναπτυχθούν τα περίφημα σενάρια περί διάρρηξης στο γραφείο του υπουργείου Εσωτερικών και να προκληθεί τεράστιος πολιτικός – και όχι μόνο – θόρυβος. Όμως τελικώς η αλήθεια αποδείχθηκε και όπως φανερώνουν οι πληροφορίες του «Βήματος», αυτό έγινε με τη συνδρομή του Γενικού Επιτελείου Αεροπορίας.

Οι αποδείξεις και τα έγγραφα

Όλα τα παραπάνω αποκαλύπτονται από τα άγνωστα έγγραφα και μαρτυρίες που παρουσιάζει «Το Βήμα» για μια υπόθεση που απασχόλησε για περισσότερες από 15 ημέρες την κοινή γνώμη. Στη διάρκεια των ημερών αυτών, δε, αναπτύχθηκαν διάφορα σενάρια περί σχεδίου «υφαρπαγής κρίσιμων στοιχείων από  ηλεκτρονικούς υπολογιστές του υπουργείου Εσωτερικών». Οπως και σειρά ισχυρισμών ότι αυτό πιθανόν συνδεόταν με τη διαρροή προσωπικών δεδομένων Ελλήνων πολιτών που ζουν στο εξωτερικό και είχαν εγγραφεί για να ψηφίσουν στις βουλευτικές εκλογές του 2023.

Στην πορεία της έρευνας για το θέμα αναδείχθηκε ότι το μυστήριο του γραφείου 304 είχε μια απλή εξήγηση και αυτή ήταν μάλιστα γνωστή σε πολλούς από τους πρωταγωνιστές της.

Σύμφωνα λοιπόν με καταγγελία και μήνυση στην αρμόδια αστυνομική υπηρεσία της Ακροπόλεως του διευθυντή της Διεύθυνσης Εκλογών του υπουργείου Εσωτερικών, «υπήρξε διάρρηξη στο γραφείο του κατά το χρονικό διάστημα από 13.40 έως 14.10 της 26ης Απριλίου, το διάστημα που εκείνος συμμετείχε σε σύσκεψη σε άλλο κτίριο».

Σύμφωνα με τις αναφορές του διευθυντικού στελέχους του υπουργείου, στο γραφείο του υπήρχαν δύο ηλεκτρονικοί υπολογιστές που είχαν πολύ σημαντικά, απόρρητα αρχεία τα οποία σχετίζονται με εκλογικούς καταλόγους. Η αρχική υπόνοια των αστυνομικών ήταν ότι η καταγγελλόμενη επιδρομή στο γραφείο του προϊσταμένου της Διεύθυνσης Εκλογών ίσως να σχετιζόταν με την υπόθεση της διαρροής (είχε αποκαλυφθεί τον Μάρτιο του 2024) των διευθύνσεων ηλεκτρονικού ταχυδρομείου απόδημων Ελλήνων που χρησιμοποιήθηκαν από την ευρωβουλευτή της ΝΔ
Αννα-Μισέλ Ασημακοπούλου, η οποία τελικά απέσυρε την υποψηφιότητά της. Για την εν λόγω υπόθεση υπήρξαν τρεις έρευνες – από την Εισαγγελία, την Αρχή Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων και μια έρευνα εσωτερικού χαρακτήρα που διεξάγεται από τη Μονάδα Εσωτερικού Ελέγχου του υπουργείου Εσωτερικών. Ομως αυτή η εκδοχή σύνδεσης της «διάρρηξης» με την υφαρπαγή των mail δεν επιβεβαιώθηκε από κανένα στοιχείο.

Και αυτό γιατί οι σχετικές έρευνες είχαν ολοκληρωθεί προ της υποτιθέμενης «εισβολής» και οι ευθύνες είχαν ήδη αποδοθεί σε έναν πολιτικό και έναν υπηρεσιακό παράγοντα του υπουργείου Εσωτερικών. Χωρίς να υπάρχει οποιαδήποτε σχέση με τη Διεύθυνση Εκλογών που σημειώθηκε η πολυσυζητημένη «επιδρομή» των αγνώστων. Ακόμη αναπτύχθηκε το σενάριο ότι ίσως αυτό το περιστατικό ήταν σκηνοθετημένο. Και αυτό προκειμένου να δοθεί «άλλοθι» σε υπαλλήλους του υπουργείου που εμπλέκονταν στη διαρροή των mail για να υποστηρίξουν ότι «όλα ήταν ξέφραγο αμπέλι και η υφαρπαγή θα μπορούσε να προκύψει από εισβολείς του κτιρίου».

Ωστόσο τελικά αποδείχθηκε ότι η αλήθεια είναι πολύ πιο απλή.    

Το Γενικό Επιτελείο Αεροπορίας και η έρευνα

Αρχικά λοιπόν η έρευνα από τη Διεύθυνση Εγκληματολογικών Ερευνών της ΕΛ.ΑΣ. στα ηλεκτρονικά αρχεία των δύο υπολογιστών στο συγκεκριμένο γραφείο της Διεύθυνσης Εκλογών ανέδειξε ότι δεν υπήρχε καμιά διαγραφή, προσθήκη, αντιγραφή στοιχείων, ενώ δεν υπήρξε και αναζήτηση στο Διαδίκτυο. Ομως έρευνα υπήρξε και από το Κέντρο Μηχανογράφησης του Γενικού Επιτελείου Αεροπορίας, που εγκατέστησε το σύστημα «Ιριδα» στο υπουργείο Εσωτερικών για την ηλεκτρονική διαχείριση εγγράφων και εργασιών, και όπου πάλι δεν βρέθηκε οποιοδήποτε ίχνος αλλοίωσης, παρέμβασης στα ηλεκτρονικά συστήματα.  Επιπλέον δεν εντοπίστηκε κανένα αποτύπωμα ή δείγμα DNA κάποιου (σεσημασμένου) ποινικού που μπορεί, σύμφωνα με μια εκδοχή, να διαρρήξει για να κλέψει το συγκεκριμένο γραφείο.

Ωστόσο από τη διεξοδική έρευνα της Υποδιεύθυνσης Ασφαλείας Αθηνών προέκυψαν και άλλα σημαντικά ενδιαφέροντα στοιχεία και μαρτυρίες.

Η υποτιθέμενη διάρρηξη στο γραφείο 304 σημειώθηκε σε χρόνο που σχεδόν όλοι οι 7-8 υπάλληλοι γειτονικών γραφείων ήταν παρόντες και θεωρείται αδύνατο να μην είχε γίνει αντιληπτή από κανένα.

Ομως η αλήθεια φαινόταν ότι κρυβόταν τελικά στην ίδια την κλειδαριά του συγκεκριμένου γραφείου αλλά και σε όσα συνέβησαν τα τελευταία 24ωρα της αναζήτησης πληροφοριών από τις αστυνομικές αρχές.

Αρχικά λοιπόν διαπιστώθηκε ότι αυτά τα ίχνη σπασίματος της κλειδαριάς δεν προέρχονταν από προσπάθεια διάρρηξης αλλά ήταν φθορά σε προσπάθεια παραβίασης της πόρτας. Το ζητούμενο εδώ λοιπόν ήταν ποιος και γιατί προσπάθησε να κάνει κάτι τέτοιο. Το  μυστήριο λύθηκε ύστερα από αρκετές μέρες ερευνών, όταν εμφανίστηκε υπάλληλος του υπουργείου Εσωτερικών που είχε αποφύγει να εμφανιστεί αρχικά ή δεν έχει εντοπιστεί και στη διάρκεια της ενδελεχούς αστυνομικής έρευνας.

Ο υπάλληλος αυτός ανέφερε ότι εκείνος προσπάθησε να ανοίξει με σχετική δύναμη την πόρτα, στη διάρκεια της απουσίας του προϊσταμένου της Διεύθυνσης Εκλογών του υπουργείου Εσωτερικών, προκειμένου να παραλάβει έγγραφο από μια εκτύπωση στο μηχάνημα που υπήρχε μέσα στο γραφείο. Πρόσθεσε μάλιστα ότι επειδή η πόρτα ήταν… αμετακίνητη, κάλεσε και άλλον συνάδελφο – ο οποίος επίσης δεν είχε καταθέσει αρχικά – για να τον βοηθήσει να την ανοίξουν.

Και ο δεύτερος αυτός υπάλληλος επιβεβαίωσε τη συγκεκριμένη προσπάθεια με την άσκηση πίεσης στην πόρτα. Ομως το πλέον ενδιαφέρον είναι ότι ο εν λόγω υπάλληλος ανέφερε ότι είχε ενημερώσει από τις πρώτες στιγμές τους συναδέλφους του (σ.σ.: ορισμένοι εκ των οποίων είχαν προχωρήσει στην καταγγελία στην ΕΛ.ΑΣ.)  ότι εκείνος και ο συνεργάτης είχαν προκαλέσει τη ζημιά στην πόρτα.

Ωστόσο, οι ίδιοι υποστήριξαν στις καταθέσεις τους ότι υπήρχε διάρρηξη, χωρίς να διευκρινίζεται ο λόγος της επιμονής τους. Το αξιοσημείωτο ακόμη είναι ότι οι αστυνομικοί ρώτησαν σε δεύτερη κατάθεση ορισμένους από τους υπαλλήλους που πρωτοστάτησαν στην καταγγελία για την  «περίεργη διάρρηξη» αν είχαν ενημερωθεί από τους προαναφερθέντες συναδέλφους τους ότι εκείνοι προκάλεσαν τις φθορές. Με τους καταγγέλλοντες τη «διάρρηξη» να απαντούν στους αστυνομικούς ότι δεν θυμούνται κάτι τέτοιο. Συμπλήρωσαν όμως στη δεύτερη κατάθεσή τους ότι οι φθορές που είδαν στην πόρτα τελικώς να μην ήταν διάρρηξη. Οπως και ότι «ίσως να επρόκειτο και για ένα… αστείο από άλλους υπαλλήλους» αφού τους είχαν δει στενοχωρημένους από την έρευνα που γινόταν για τη διαρροή των mail.