Από νωρίς το πρωί της Παρασκευής, κάτι στον αέρα της Αθήνας έμοιαζε διαφορετικό. Σαν η πόλη να κρατούσε την ανάσα της, περιμένοντας τη στιγμή που ο κόσμος θα έκλεινε την εξώπορτα του σπιτιού του και θα έβγαινε στους δρόμους. Η πλατεία Συντάγματος γέμιζε αργά, τα πρώτα πανό ξεδιπλώθηκαν στα σκαλιά μπροστά στη Βουλή, πλάι σε λευκά χαρτόνια με μαύρα γράμματα. Οι μαγαζάτορες της Ερμού κοιτούσαν έξω από τις βιτρίνες, ήξεραν πως σήμερα η πόλη δεν θα είχε κανονική ροή. Στις παρυφές του κέντρου, διμοιρίες των ΜΑΤ τοποθετούνταν διακριτικά σε κρίσιμα σημεία. Η προσοχή όλων ήταν στραμμένη εδώ.

Εκατοντάδες χιλιάδες από νωρίς στο κέντρο

Δύο χρόνια έπειτα από το βράδυ όπου δύο τρένα που δεν έπρεπε ποτέ να συναντηθούν βρέθηκαν σε τροχιά σύγκρουσης, εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι συγκεντρώθηκαν στο Σύνταγμα και σε εκατοντάδες άλλα σημεία της χώρας, σε μία από τις μεγαλύτερες και μαζικότερες διαδηλώσεις στη μεταπολιτευτική ιστορία της Ελλάδας. Ηθελαν να φωνάξουν πως η ζωή δεν είναι αναλώσιμη, πως η αδικία δεν πρέπει να έχει άλλοθι, πως η μνήμη δεν διαγράφεται με επικοινωνιακές διαχειρίσεις και χλιαρές υποσχέσεις.

Τα καταστήματα κατέβασαν ρολά, τα φώτα στα γραφεία έσβησαν, οι ταμειακές σίγησαν, οι μάγειρες κρέμασαν τις ποδιές τους, οι σερβιτόροι άφησαν τους δίσκους στα τραπέζια, τα πλοία έμειναν δεμένα στα λιμάνια, τα μέσα μεταφοράς ακινητοποιήθηκαν. Οι οδηγοί ταξί μετέφεραν δωρεάν διαδηλωτές, ενώ πολίτες έφταναν στο κέντρο της πόλης από κάθε περιοχή. Στην Αθήνα, τη Θεσσαλονίκη, την Πάτρα, σε κάθε γωνιά της Ελλάδας, οι δρόμοι ανήκαν για μια μέρα στους ανθρώπους, όχι στα αυτοκίνητα. Σύλλογοι, σωματεία, οργανώσεις, φορείς, συλλογικότητες, σχολεία, πανεπιστήμια, νοσοκομεία, εργοστάσια, εργαζόμενοι, υγειονομικοί, ναυτεργάτες, δάσκαλοι – όλοι βρήκαν κοινό βηματισμό κάτω από την ίδια αδιαπραγμάτευτη αλήθεια: κανείς δεν θα ξεχάσει, κανείς δεν θα σωπάσει.

Αι γενεαί πάσαι ενωμένες με μια φωνή

Στην πλατεία Συντάγματος, νωρίς το μεσημέρι, ο κόσμος συγκεντρωνόταν αθόρυβα. Μικρές και μεγάλες παρέες εμφανίζονταν κάθε τρεις και λίγο – φοιτητές με σακίδια στους ώμους, ηλικιωμένοι που βάδιζαν αργά, γονείς που κρατούσαν τα παιδιά τους από το χέρι, θέλοντας να τα κάνουν κοινωνούς αυτής της ασυνήθιστης συλλογικής δράσης.

Αλλοι έφταναν μόνοι, όμως κανείς δεν έμενε μόνος για πολύ. Ορισμένοι κρατούσαν τα πλακάτ διπλωμένα κάτω από το μπράτσο τους, άλλοι στέκονταν σιωπηλοί, κοιτώντας προς τη Βουλή, περιμένοντας καρτερικά τους υπόλοιπους. Το ανθρώπινο κύμα απλώθηκε στην πλατεία, καταλαμβάνοντας κάθε γωνιά, πλάι σε κυβερνητικά κτίρια, μεγάλες αλυσίδες και ξενοδοχεία. Δεν υπήρχε μουσική, δεν υπήρχαν ομιλητές – μόνο η αίσθηση της φορτισμένης ατμόσφαιρας, σαν κάτι μεγάλο να επρόκειτο να συμβεί.

Στα κοινωνικά δίκτυα, το κάλεσμα είχε ξεκινήσει μέρες νωρίτερα. Χιλιάδες λογαριασμοί από απλούς πολίτες, συλλογικότητες, σωματεία, κάθε λογής μαγαζιά από τη μια άκρη της πόλης ως την άλλη, ταχυφαγεία, καφέ, εμπορικά καταστήματα, όλοι αποφάσισαν την Παρασκευή 28 του Φεβρουαρίου να πατήσουν το κουμπί της παύσης. Να ενώσουν τις φωνές τους με εκείνες των γονέων και των συγγενών, απαιτώντας αλήθεια και δικαιοσύνη στην υπόθεση των Τεμπών. Δεν υπήρχαν κομματικές σημαίες, δεν υπήρχε κεντρική καθοδήγηση. Οι ίδιοι οι γονείς είχαν ζητήσει: «Οχι κόμματα, όχι χρώματα».

Η Αθήνα μπορεί να είχε «παραλύσει», όχι όμως και οι άνθρωποί της.

«Τα παιδιά μας δεν είναι αριθμοί», έγραφε ένα μεγάλο πλακάτ που ακολουθούσε το πλήθος, ενώ το ποτάμι του κόσμου γέμιζε σιγά-σιγά τους κενούς χώρους της πλατείας. Οι άνθρωποι έφταναν σιωπηλοί, αλλά αποφασισμένοι. Δεν ήταν μια τυπική πορεία, ούτε μια ακόμη διαμαρτυρία στην πόλη. Οσο περνούσε η ώρα, ο θόρυβος από το πλήθος ολοένα και «φούντωνε». Δεν ήταν όμως η οργή που τον τροφοδοτούσε, ήταν κάτι βαθύτερο – εκείνη η επίμονη και αμετάκλητη ανάγκη της κοινωνίας για την αλήθεια. Μια συνειδητή, συλλογική απαίτηση, ένας κοινός τόπος εκατοντάδων χιλιάδων ανθρώπων.

Αυτό το ετερόκλητο πλήθος, τόσο ανόμοιο και σπάνιο στη σύνθεσή του, δεν βγήκε στους δρόμους για να ξεθυμάνει τον θυμό του. Ηταν εκεί για έναν άλλον λόγο – για να διασφαλίσει πως η μνήμη δεν θα γίνει σιωπή και πως η αλήθεια δεν θα χαθεί στα μικρά γράμματα της ζωής. Πάνω στην κοινή αρχή αυτή συντάσσονταν όλοι. Από γκριζομάλλες κυρίες με μαργαριταρένια κολιέ, πλάι σε εικοσάχρονους με σκισμένα τζιν και ακουστικά στ’ αφτιά, μέχρι στελέχη πολυεθνικών με καλοραμμένα κοστούμια, που είχαν εγκαταλείψει τα κλιματιζόμενα γραφεία τους και περπατούσαν τώρα δίπλα σε εργάτες με τραχιά χέρια και δυνατές φωνές. Γιαγιάδες που έσφιγγαν δυνατά τα χέρια των εγγονών τους, συνταξιούχοι που, παρά τα χρόνια και τις ρυτίδες της ζωής, στάθηκαν ξανά στην πρώτη γραμμή, πλάι σε γιατρούς με λευκές ποδιές και δικηγόρους.

Η Αθήνα μπορεί να είχε «παραλύσει», όχι όμως και οι άνθρωποί της. Εκείνοι κινούνταν προς την ίδια κατεύθυνση, σέρνοντας μαζί τους ένα σύννεφο αναπάντητων ερωτημάτων. Ολα κατέληγαν σε ένα: μπορεί να υπάρξει δημοκρατία αν δεν υπάρχει εμπιστοσύνη;

Επνιξαν τη διαδήλωση με «χημικό φορτίο»

Ηταν 12.55 όταν ένας δυνατός ήχος σαν έκρηξη ακούστηκε έξω από τη Βουλή – μια μολότοφ έσκασε στο προαύλιο και έπειτα άγνωστοι με καλυμμένα τα χαρακτηριστικά άρχισαν να σπάνε μάρμαρα από τα σκαλιά στο ξενοδοχείο King George. Μέσα σε μια στιγμή, η πλατεία μετετράπη σε πεδίο μάχης. Μολότοφ και χημικά άρχισαν να πέφτουν προς πάσα κατεύθυνση, έπιασε φωτιά στο φυλάκιο των Ευζώνων ενώ ένα αποπνικτικό σύννεφο από δακρυγόνα που έριξαν οι δυνάμεις της αστυνομίας «τύλιξε» τον κόσμο, αναγκάζοντας γονείς με παιδιά να τρέξουν αλλόφρονες προς τα στενά. Πέντε άνθρωποι τουλάχιστον βρέθηκαν τραυματισμένοι, ενώ οι πρώτες βοήθειες στήθηκαν βιαστικά στις άκρες του δρόμου. Παρά τις φλόγες, τον καπνό και τον πανικό, ο κόσμος λίγο αργότερα επέστρεψε, σαν κύμα που υποχωρεί μόνο και μόνο για να ξαναφουσκώσει, αποφασισμένο να μην αφήσει τον φόβο να γίνει το τελευταίο σύνθημα της ημέρας.

«Η δημοκρατία είναι βαριά, αλλά κάποιος πρέπει να τη σηκώσει», έγραφε σε ένα κομμάτι χαρτόνι ένας νεαρός και το ύψωνε κάθε τόσο, σαν να ήθελε να το δείξει σε μια χώρα που θυμάται τις τραγωδίες της μόνο σε επιμνημόσυνες δεήσεις και τις θάβει κάτω από τόνους γραφειοκρατικών κωλυσιεργιών. «Αλήθεια ή σιωπή;» ρωτούσε ένα άλλο πλακάτ – το βαστούσε ένας μεσήλικας που στεκόταν ακίνητος στη μέση του πλήθους, κρατώντας το με τα δυο του χέρια, σαν να κρατούσε κάτι πολύ πιο βαρύ από ένα κομμάτι χαρτί.

Κι ενώ η ένταση έμοιαζε να καταλαγιάζει, το χάος επέστρεψε έξω από τη Βουλή. Κουκουλοφόροι εμφανίστηκαν ξανά, διαλύοντας για άλλη μια φορά τη συγκέντρωση, ενώ οι διαδηλωτές βρέθηκαν εκ νέου αντιμέτωποι με χημικά από τις δυνάμεις της αστυνομίας. Μέσα στον πανικό, ο φωτορεπόρτερ Ορέστης Παναγιώτου του ΑΠΕ τραυματίστηκε από χειροβομβίδα κρότου – λάμψης και απομακρύνθηκε για να του παρασχεθούν οι πρώτες βοήθειες. Τα επεισόδια άρχισαν να εξαπλώνονται και σε άλλα σημεία του κέντρου, την ώρα που οι διαδηλωτές παρέμειναν μπροστά στη Βουλή, φωνάζοντας «Παραιτήσου» και «Δικαιοσύνη», ενώ σήκωναν τα χέρια τους μπροστά στις ασπίδες των ΜΑΤ, αρνούμενοι να σιωπήσουν.

Κάθε πανό, κάθε σύνθημα, κάθε φωνή, δεν ανήκε σε κάποιον συγκεκριμένα αλλά σε όλους. Μια σπάνια στιγμή που η κοινωνία δεν μοιράστηκε σε στρατόπεδα, δεν αναζήτησε άλλοθι, δεν χάθηκε σε μικροπολιτικές διαφωνίες. Ενώθηκε σε ένα σώμα γιατί στα πρόσωπα των θυμάτων είδε τα παιδιά της, τον εαυτό της. Κατάλαβε πως αυτοί οι άνθρωποι, οι γονείς των θυμάτων, δεν έγιναν σύμβολα από επιλογή. Εγιναν επειδή το κράτος τους ανάγκασε να πάρουν στις πλάτες τους έναν αγώνα που δεν θα έπρεπε να πάρουν. Ο κόσμος συναισθάνθηκε πως από εκείνη τη μοιραία νύχτα μέχρι σήμερα, οι γονείς ζουν ένα ατελείωτο ξημέρωμα δίχως απαντήσεις, εγκλωβισμένοι σε έναν δικαστικό λαβύρινθο γεμάτο με στοιχεία, φακέλους, πραγματογνωμοσύνες, ανεξήγητες πυρόσφαιρες και ερωτήματα που τους «τρώνε» μέρα με τη μέρα.  Οι δρόμοι παρέμεναν γεμάτοι ακόμη και μετά τα επεισόδια. Στα πεζοδρόμια, μικρές ομάδες ανθρώπων είχαν καθίσει κάτω, άλλοι κρατώντας πλακάτ, άλλοι πάνω στα σακίδιά τους, ενώ οι σειρήνες είχαν κοπάσει, μονάχα ο ήχος από συνθήματα εξακολουθούσε να διαπερνά την ατμόσφαιρα.

Οι τελευταίοι διαδηλωτές αποχώρησαν αργά, σαν να μην ήθελαν να αφήσουν πίσω τους τη μνήμη αυτής της μέρας. Στα παγκάκια της πλατείας είχαν μείνει αφίσες τσαλακωμένες, κομμάτια από πανό που ξέφυγαν από τα χέρια των διαδηλωτών, αποδείξεις μιας κοινωνίας που δεν θέλει να ξεχάσει. Ομως η μνήμη είχε ήδη χαραχτεί στην πόλη. Είχε ριζώσει βαθιά, στα βλέμματα, στα χέρια που κράτησαν πλακάτ, στα συνθήματα που ακούστηκαν.

Οι εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι που κατέβηκαν μαζικά στο Σύνταγμα και σε δεκάδες άλλες πόλεις της χώρας, δεν βγήκαν στους δρόμους για μια τελετουργική πορεία, αλλά για να δηλώσουν το αυτονόητο: η υπόθεση των Τεμπών δεν μπορεί να κλείσει σαν μια τυπική υπόθεση αρχείου. Δεν μπορεί να μπει σε ένα συρτάρι με σφραγίδες και αριθμούς πρωτοκόλλου. Δεν μπορεί να ξεχαστεί.

Η διαδήλωση αυτή δεν ήταν μόνο για τους νεκρούς. Ηταν και για τους ζωντανούς που έμειναν πίσω, για εκείνους που κουβαλούν το βάρος της απώλειας, για μια κοινωνία που αρνείται να δεχθεί το αναπόφευκτο της ατιμωρησίας. Γιατί, στο τέλος της ημέρας, η δικαιοσύνη δεν είναι μια έννοια αφηρημένη, ούτε μια υπόσχεση που δίνεται σε τηλεοπτικά παράθυρα. Είναι πράξη. Και το μήνυμα που έστειλε αυτή η μέρα ήταν ξεκάθαρο: η πράξη αυτή εκκρεμεί. Ο απλός πολίτης ξέρει πως η δημοκρατία δεν είναι ένα ρολόι που απλώς κουρδίζεται και δουλεύει. Είναι μια ζωντανή, απαιτητική ευθύνη, που βαραίνει στους ώμους όλων. Κι όταν οι δείκτες σταματούν, όταν το σύστημα αποτυγχάνει, τότε οι πολίτες είναι οι μόνοι που μπορούν να θέσουν τον μηχανισμό ξανά σε κίνηση.