ΣΥΝΤΟΝΙΣΜΟΣ: Άγγελος Σκορδάς
ΓΡΑΦΟΥΝ: Ηλιάνα Δανέζη, Πέτρος Κωνσταντινίδης, Γιώργος Μουρμούρης, Παναγιώτης Σωτήρης, Γιώργος Φωκιανός
Την 25η Ιουλίου 2023 το τραύμα από τις καταστροφικές πυρκαγιές που στο πέρασμά τους έκαναν στάχτη εκατοντάδες χιλιάδες στρέμματα από άκρη σε άκρη της χώρας έλαβε τα χαρακτηριστικά συλλογικού και εθνικού πένθους. Η μοιραία πτήση του 34χρονου σμηναγού Χρήστου Μουλά και του 27χρονου ανθυποσμηναγού Περικλή Στεφανίδη μεταδόθηκε σε ζωντανή μετάδοση, υπενθυμίζοντας ότι μια μερίδα των στελεχών των Ενόπλων Δυνάμεων βρίσκεται κάθε καλοκαίρι σε εμπόλεμη κατάσταση.
Οι δύο ιπτάμενοι της Πολεμικής Αεροπορίας έχασαν τη ζωή τους επιτελώντας το καθήκον τους, όταν το Canadair στο οποίο επέβαιναν συνετρίβη στην Κάρυστο στη διάρκεια επιχείρησης κατάσβεσης. Τα ονόματα των δύο ανδρών είναι τα τελευταία που προστέθηκαν στον ήδη μακρύ κατάλογο των υπέρ πατρίδος πεσόντων. Πίσω, όμως, από τη λίστα των ηρώων υπάρχει μια άλλη, αυτή των – τρόπον τινά – θυμάτων που εν ζωή καλούνται να διαχειριστούν την πιο σκληρή απώλεια στην πιο τρυφερή ηλικία. Πρόκειται για τα ανήλικα παιδιά των θανόντων στο καθήκον.
Το 1998, επί προεδρίας Απόστολου Κακλαμάνη, ως ελάχιστη ένδειξη ευγνωμοσύνης, η Βουλή ανέλαβε την οικονομική στήριξη των παιδιών αυτών, «υιοθετώντας» τα μέχρι το 25ο έτος της ηλικίας τους, ενώ το 2010, επί προεδρίας Φίλιππου Πετσάλνικου, το μέτρο επεκτάθηκε ώστε να περιλαμβάνει και τα παιδιά των πεσόντων των Σωμάτων Ασφαλείας.
Το αγέννητο παιδί του Χρήστου Μουλά είναι, λοιπόν, το τελευταίο που θα στηρίξει το Ελληνικό Κοινοβούλιο. Δύο ημέρες μετά τη συντριβή του Canadair στις πλαγιές της Καρύστου, ο Πρόεδρος της Βουλής Κωνσταντίνος Τασούλας, κατόπιν συνεννόησης με τον Νίκο Δένδια, σε τοποθέτησή του στην Ολομέλεια σημείωνε: «Εξήγησα στον υπουργό Αμυνας ότι προφανώς η Βουλή θα «υιοθετήσει» το αγέννητο παιδί, καθώς είναι στον τρίτο μήνα της κύησής της η χήρα του σμηναγού Μουλά, μέχρι τα 25 του χρόνια, με ένα χρηματικό ποσό που θα καταβάλλεται ετησίως».
Αυτό θα είναι το 73ο «παιδί της Βουλής», που μέχρι σήμερα έχει αναλάβει τους γιους και τις κόρες συνολικά 43 πεσόντων στελεχών των Ενόπλων Δυνάμεων και των Σωμάτων Ασφαλείας, διαθέτοντας ετησίως για τον σκοπό αυτόν το ποσό των 625.000 ευρώ. «Με τη συμβολική αυτή ενέργεια η Βουλή τιμά έμπρακτα τη μνήμη εκείνων που έχασαν τη ζωή τους υπηρετώντας με αυτοθυσία το λειτούργημά τους και την πατρίδα. Οι οικογένειες που άφησαν πίσω τους χρειάζονται στήριξη και η Βουλή είναι έτοιμη να την προσφέρει» πρόσθεσε ο Πρόεδρος της Βουλής των Ελλήνων.
Πώς είναι, όμως, να ζεις στη σκιά ενός ήρωα; Πόσο κοστίζει η απουσία κάθε μνήμης της πατρικής φιγούρας; Πόσο σκληρό (ή όχι) είναι όταν η φιγούρα αυτή ξεθωριάζει στο πέρασμα των χρόνων; Πώς συνεχίζεται η ζωή και πώς επουλώνεται το τραύμα; Τι σημαίνει για τα παιδιά αυτά σε πρακτικό και συμβολικό επίπεδο η «υιοθεσία» τους από τη Βουλή;
Στο «Βήμα» απαντούν ο Θανάσης Μυλωνάς και η Ναταλία Κακαμπάκου. Αμφότεροι έχασαν τους πατεράδες τους στο καθήκον σε μικρή ηλικία, «υιοθετήθηκαν» από τη Βουλή και συνεχίζουν, ενήλικοι πια, τη ζωή τους χαράσσοντας τη δική τους ανεξάρτητη πορεία. Εξάλλου, όπως δηλώνει ο Θανάσης, «η ζωή σε παίρνει μαζί της θες, δεν θες. Ο,τι και να κάνεις θα σε πάρει μαζί της, είναι σαν τη θάλασσα η ζωή. Θα σε τραβήξει. Πρέπει να συνεχίσεις».
Ναταλία Κακαμπάκου: «Πώς μπορεί να σου λείπει κάποιος που δεν γνώρισες ποτέ;»
Στις 5 Νοεμβρίου 2008 δύο ελικόπτερα της Αεροπορίας Στρατού πραγματοποιούν προγραμματισμένη πτήση στο πλαίσιο επιχειρησιακής νυκτερινής άσκησης για την αξιολόγηση μονάδας αντιαεροπορικής προστασίας. Στις 20.14 χάνεται το σήμα του ενός ελικοπτέρου τύπου Apache. Οι φόβοι που όσοι παρακολουθούν την πορεία των ασκήσεων από το κέντρο επιχειρήσεων ξορκίζουν σε ανάλογες περιπτώσεις γρήγορα επιβεβαιώθηκαν. Το ελικόπτερο συνετρίβη νότια της Κύμης, οι δύο χειριστές του ανασύρθηκαν ύστερα από ώρες νεκροί από τα συντρίμμια. Ηταν ο 36χρονος ταγματάρχης Δημήτριος Σκούρας, πιλότος-εκπαιδευτής, πατέρας δύο παιδιών από τη Γραμμενίτσα Αρτας, και ο 33χρονος συγκυβερνήτης του, λοχαγός Αθανάσιος Κακαμπάκος, πατέρας ενός παιδιού από τη Λάρισα. Οι Ενοπλες Δυνάμεις θρηνούσαν ξανά, κηρύχθηκε διήμερο στρατιωτικό πένθος, ενώ μία εβδομάδα αργότερα η πλατεία στον αύλειο χώρο της 1ης Στρατιάς στη Λάρισα ονομάστηκε «Πλατεία λοχαγού (ΑΣ) Αθανασίου Κακαμπάκου».
Η Ναταλία, η μοναχοκόρη του νεαρού λοχαγού, μόλις τεσσάρων ετών τότε, αδυνατούσε με το παιδικό μυαλό της να συλλάβει «τη θυσία» του πατέρα της για την οποία όλοι μιλούσαν, αλλά και τι σημαίνει «υιοθεσία από τη Βουλή». Σήμερα, 19 ετών και φοιτήτρια της Νομικής Αθηνών, μοιράζεται με ειλικρίνεια το επίμονο και βασανιστικό ερώτημα που την καταδιώκει: «Πώς μπορεί να σου λείπει κάποιος που δεν γνώρισες ποτέ;».
«Ημουν τεσσάρων όταν έχασα τον πατέρα μου. Αυτά που θυμάμαι δεν ξέρω αν είναι μνήμες ή ιστορίες που έχω ακούσει. Είναι ελάχιστα. Η μητέρα μου προσπαθούσε να με προστατεύσει από την έκθεση σε εικόνες και πληροφορίες, σε σημείο που μέχρι πρόσφατα δεν είχα γνώση. Προσπαθούσε με κάθε τρόπο να μην υπάρχει στο σπίτι αυτό το βαρύ κλίμα της απώλειας. Δεν είχα γνώση των γεγονότων, ούτε είχα προσεγγίσει ποτέ το θέμα. Ηταν κάπως απαγορευτικό στο μυαλό μου. Μεγαλώνοντας, έχω ξεκινήσει να το ψάχνω και να αναρωτιέμαι, αναζητώντας πληροφορίες στο Διαδίκτυο και σε αποκόμματα εφημερίδων» σημειώνει μιλώντας στο «Βήμα».
Στην ερώτηση τι είναι αυτό που θυμάται από τον πατέρα της, η απάντησή της αφοπλίζει. «Οταν δεν έχεις μνήμες, είναι και πιο εύκολο να το διαχειριστείς. Εγώ δεν έχω σχεδόν καμία μνήμη. Δεν θυμάμαι να περνάω χρόνο με τον πατέρα μου, δεν θυμάμαι σχεδόν τίποτα. Πολλές φορές σκέφτομαι ότι θα ήθελα να έχω τον πατέρα μου δίπλα μου, αλλά όταν δεν έχεις κάτι ποτέ, δεν σου λείπει και ποτέ» παραδέχεται και εξηγεί πως ακριβώς λόγω του δυσαναπλήρωτου κενού η σταδιοδρομία στις Ενοπλες Δυνάμεις δεν ήταν ποτέ μια πιθανότητα για την ίδια: «Δεν θα επέλεγα ποτέ να ασχοληθώ με τον Στρατό και αυτό οφείλεται εξ ολοκλήρου στην απώλεια του πατέρα μου. Εχω σκεφτεί ότι δεν θα ήθελα καν να έχω κάποια προσωπική σχέση με άτομα του χώρου γιατί έχω στο μυαλό μου όσα συνέβησαν – την πιθανότητα να τους χάσω για πάντα…».
Αναφερόμενη στο επίδομα που συνεπάγεται η «υιοθεσία» από τη Βουλή, το χαρακτηρίζει εξαιρετικά βοηθητικό, γνώμη που, όπως λέει, συμμερίζεται και η μητέρα της. «Είναι σημαντικό ειδικά για ένα παιδί στην εφηβεία με φροντιστήρια, δραστηριότητες και εξόδους. Σήμερα που είμαι φοιτήτρια με βοηθά και στα δικά μου προσωπικά έξοδα, είναι σαν να έχω έναν δικό μου μισθό».
Ομως, η απουσία του πατέρα της και η διαχείρισή της παραμένει μια ανοιχτή εκκρεμότητα σε αναμονή. «Δεν έχω πάει σε κάποια τελετή μνήμης, δεν έχω επισκεφθεί ποτέ τον τάφο του και αυτό είναι κάτι που με «τρώει». Σκεφτόμουν πρόσφατα ότι θα ήθελα πολύ να πάω να τον επισκεφθώ. Με αυτή την επίσκεψη ίσως να μην κλείσει ένας κύκλος μέσα μου αλλά να ανοίξει ένας νέος. Στην εφηβεία μάλλον έθαβα αυτή την ανάγκη μου. Ισως αυτό να αποτελέσει το έναυσμα για να κάνω ερωτήσεις, να αρχίσω να ψάχνω περισσότερο. Οχι μόνο για το δυστύχημα αλλά και για τον ίδιο» καταλήγει.
Θανάσης Μυλωνάς: «Οταν μπήκα στην Ικάρων σταμάτησαν να λένε «ο γιος του Γιάννη», έγινα ο Θανάσης»
Πολλές φορές η ιστορία επαναλαμβάνεται με τραγικό τρόπο, ακολουθώντας ένα πανομοιότυπο μοτίβο θανάτου. Είκοσι τρία χρόνια πριν από τη θυσία του Χρήστου Μουλά και του Περικλή Στεφανίδη στον βωμό του καθήκοντος, δύο άλλοι άνδρες με την ίδια γενναιότητα και την ίδια τραγική τύχη έχασαν τη ζωή τους επιχειρώντας να δαμάσουν μια ακόμα δασική πυρκαγιά. Στις 15 Ιουλίου 2000 ο 41χρονος επισμηναγός Γιάννης Μυλωνάς επιβιβάστηκε μαζί με τον 25χρονο ανθυποσμηναγό Γιάννη Καρασάββα σε Canadair της 355 Μοίρας Τακτικών Μεταφορών με προορισμό το Πήλιο. Αποστολή τους να συνδράμουν στον περιορισμό του μεγάλου πύρινου μετώπου που κατέκαιγε παρθένο δάσος. Οι δύο αξιωματικοί έμελλε να μην επιστρέψουν ποτέ στον αεροδιάδρομο της Ελευσίνας, αφού το αεροσκάφος τους συνετρίβη στο πεδίο.
Σε αντίθεση με τον Χρήστο Μουλά, που δεν γνώρισε ποτέ το παιδί του, ο Γιάννης Μυλωνάς άφησε πίσω δύο ανήλικα αγόρια και ένα κορίτσι: Τον Γιώργο, τον Θανάση και τη Σίλια. Ο Θανάσης, ο δευτερότοκος, ήταν 12 ετών όταν έχασε τον πατέρα του, όμως του είχε ήδη μεταδώσει το «μικρόβιο» του Ικάρου. Ορκίστηκε στον εαυτό του ότι θα έκανε πράξη το παιδικό του όνειρο. Και τα κατάφερε. Σήμερα, 23 χρόνια μετά, είναι σμηναγός στην Πολεμική Αεροπορία και έχει επίσης αποκτήσει δύο παιδιά.
Αναφερόμενος στις αναμνήσεις που έχει από τον πατέρα του εξομολογείται: «Θυμάμαι πράγματα που κάναμε μαζί, αλλά δυσκολεύομαι να θυμηθώ τη μορφή του, θα πρέπει να κοιτάξω κάποια φωτογραφία. Εχω, όμως, έντονες αναμνήσεις μαζί του. Για παράδειγμα, το Ράλι Ακρόπολις. Ηταν κάτι που παρακολουθούσαμε με τον πατέρα και τον αδελφό μου και συνεχίζω να πηγαίνω κάθε χρόνο. Οι μνήμες πάντα θα υπάρχουν, αλλά πλέον δημιουργώ νέες με τη δική μου οικογένεια. Ο εγκέφαλος φορτώνει σιγά-σιγά δικές σου μνήμες».
Μιλώντας για τις πρώτες δύσκολες ώρες μετά τη συντριβή του Canadair και την ενημέρωση για τον χαμό του πατέρα του, θυμάται το σθένος της μητέρας: «Μας συγκέντρωσε και μας είπε “θα συνεχίσουμε να είμαστε οικογένεια”. Δεν μας έκανε ποτέ να νιώσουμε ότι διαλυθήκαμε. Δεν χάσαμε ποτέ την παιδικότητά μας. Στο σπίτι συζητούσαμε για τον πατέρα. Δεν το κρύβαμε. Μετά το δυστύχημα μετακομίσαμε στη Λαμία, εκεί που βρίσκονται μέχρι και σήμερα οι περισσότεροι συγγενείς. Οπου και να έβγαινες σε κοιτούσαν έντονα, με ένα βλέμμα – περισσότερο – καλοσύνης».
Το «βαρύ» όνομα που κληρονόμησε, ωστόσο, εκτός από την υπερηφάνεια έφερε ταυτόχρονα ευθύνες και μικρούς περιορισμούς που στα μάτια ενός εφήβου έμοιαζαν πρόσκαιρα μεγάλοι. «Ενιωθα ότι δεν μπορούσα να κάνω κάποια πράγματα, όπως ένα εφηβικό μεθύσι, υπό το βάρος του ονόματος του πατέρα μου και του φόβου να μην τον εκθέσω. Ημουν ο γιος του ήρωα, δεν έπρεπε να φανώ κατώτερος των περιστάσεων. Ειδικά σε μια μικρή επαρχιακή πόλη. Δεν ήμουν αυτός που έσβηνε τις φωτιές, αλλά ένα παιδάκι 12 ετών, σαν όλα τα παιδιά, που ήθελε να παίξει, να τσακωθεί. Οταν πια μπήκα στη Σχολή Ικάρων, σταμάτησαν να λένε “ο γιος του Γιάννη”. Τότε έγινα ο Θανάσης» περιγράφει ο 35χρονος σμηναγός.
Με την ένταξή του στη μεγάλη οικογένεια της Πολεμικής Αεροπορίας ξύπνησαν ξανά και οι παιδικές μνήμες. «Ξαφνικά πετούσα με τα πυροσβεστικά αεροσκάφη που πετούσε και ο πατέρας μου, τα μέρη που περπατούσα με τον πατέρα μου τώρα τα περπατάω με τα δικά μου παιδιά. Στα παιδιά μου βλέπω τον εαυτό μου και εμένα στη θέση του πατέρα μου» παραδέχεται, σπεύδοντας να συμπληρώσει πως η αποδοχή του κινδύνου αποτελεί αναπόσπαστη συνθήκη της δουλειάς του, της ζωής του. «Στην Αεροπορία αναλαμβάνεις συνειδητά το ρίσκο ότι “ζεις μέρα με τη μέρα”. Είναι σίγουρα ηρωικό το να κάνεις μια πράξη αλτρουισμού εν καιρώ ειρήνης και να πέφτεις στο καθήκον. Από την άλλη, για εμένα υπάρχουν άλλοι, καθημερινοί ήρωες, που τα βγάζουν πέρα πάρα πολύ δύσκολα και ίσως είναι πιο ήρωες από εμάς. Εγώ κάνω απλά τη δουλειά μου. Αυτό που έχω ορκιστεί να κάνω».
Αλλωστε, μιλώντας για τους άρρηκτους δεσμούς τόσο του ίδιου όσο και της οικογένειάς του με την Πολεμική Αεροπορία, επιλέγει τις λέξεις του προσεκτικά και απόλυτα συνειδητά. «Ως γιος επισμηναγού έζησα την Πολεμική Αεροπορία ως παιδί και πλέον ως ενήλικος την υπηρετώ από το πόστο του σμηναγού. Ετσι, όλη η ζωή μου είναι συνυφασμένη με την Αεροπορία, η οποία είναι σαν δεύτερη οικογένεια για εμένα. Η Αεροπορία μάς έχει στηρίξει πολύ, όπως και όλους τους συγγενείς των πεσόντων» λέει, ενώ δεν παραλείπει να εξάρει την ηθική αλλά και την έμπρακτη βοήθεια της Βουλής.
Κλείνοντας, αναφέρεται με συγκίνηση στον φίλο και συνάδελφό του Χρήστο Μουλά, τον τελευταίο κρίκο στην ανθρώπινη αλυσίδα των ηρωικώς πεσόντων της Πολεμικής Αεροπορίας. «Με τον Χρήστο ήμασταν μαζί από τη Σχολή Ικάρων. Μαζί και αργότερα στα πυροσβεστικά. Εχω πολλές αναμνήσεις. Ομως, δεν πηγαίνω σε κηδείες συναδέλφων. Ούτε στου Χρήστου πήγα. Αδυνατώ να διαχειριστώ τον πόνο των δικών τους ανθρώπων εκείνη τη στιγμή. Ειδικά των γονιών…».