«Δεν θα ανέβω ξανά σε τρένο στην Ελλάδα». Με αυτά τα λόγια η 22χρονη Ελένη Μιχαηλίδου, φοιτήτρια του Τμήματος Χημικών Μηχανικών και Μηχανικών Περιβάλλοντος στα Χανιά, που επέβαινε στη μοιραία αμαξοστοιχία IC62 και χρησιμοποιούσε συχνά το τρένο για να πηγαινοέρχεται στον τόπο καταγωγής της, αποτυπώνει την έλλειψη εμπιστοσύνης στον ελληνικό σιδηρόδρομο μετά την τραυματική εμπειρία της αλλά και στη βούληση των αρμοδίων να επιλύσουν χρόνια προβλήματα του δικτύου.
«Θλίβομαι που μπαίνουν στα τρένα παιδιά της ηλικίας μου. Δεν γίνεται να ξεχνιούνται όλα και να προχωράμε τη ζωή μας σαν να μη συνέβη τίποτα. Πρέπει να διορθωθούν πολλά. Ελπίζω να διορθωθούν».
Μιλώντας στο «Βήμα» περιγράφει πώς βρέθηκε στο μοιραίο τρένο εξαιτίας μιας καθυστέρησης στην πτήση της από το Λονδίνο για την Αθήνα: «Ηταν να πάρω το προηγούμενο τρένο με προορισμό τη Βέροια, αλλά λόγω της καθυστέρησης το έχασα. Βρήκα, όμως, κάτι τελευταία εισιτήρια για εμένα και τον φίλο μου για το επόμενο δρομολόγιο στο βαγόνι 7. Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού ο φίλος μου πήγε να πάρει σάντουιτς γιατί πεινούσαμε. Μόλις επέστρεψε στη θέση του, μετά από ένα λεπτό, έγινε η σύγκρουση. Τη στιγμή εκείνη μια κυρία που καθόταν δίπλα μου με κράτησε από τη μέση γιατί «έφυγα» μπροστά. Μετά άνοιξα την πόρτα του βαγονιού και κατέβηκα. Κοίταξα αριστερά, είδα φλόγες και άκουγα ανθρώπους να φωνάζουν».
Η 22χρονη φοιτήτρια αναφέρει πως δεν τραυματίστηκε σοβαρά, σε αντίθεση με άλλους συνταξιδιώτες της. «Εγώ είχα μελανιές στα πόδια και πονούσε η πλάτη μου από το τράνταγμα. Εβγαιναν από το τρένο πάρα πολλοί τραυματισμένοι. Εβγαλα το μπουφάν μου και το έδωσα σε μια κοπέλα που κρύωνε από την αιμορραγία». Αφού πήγε στο αστυνομικό τμήμα της περιοχής και ενημέρωσε τους οικείους της για το πού βρίσκεται, επέστρεψε στο σημείο της σύγκρουσης: «Κάθισα στον κυκλικό κόμβο στον Ευαγγελισμό και το αγόρι μου κατέβηκε στο τρένο για να πάρει τα πράγματά μας. Εκεί βοηθούσαμε τα άτομα που έβγαιναν με όποιον τρόπο μπορούσαμε. Μετά πήγα στο σπίτι και προσπάθησα να κρατήσω την ψυχραιμία μου, για να μην τρομάξω τη μητέρα μου. Της είπα να πάει να κοιμηθεί, αλλά εγώ θυμάμαι ότι εκείνο το βράδυ δεν μπόρεσα να κοιμηθώ…».
Αναφερόμενη στην Εξεταστική Επιτροπή της Βουλής που έχει αναλάβει τη διερεύνηση του δυστυχήματος, δεν κρύβει την οργή της: «Βλέπω την κυρία Μαρία Καρυστιανού να κάνει τέτοιον αγώνα και νιώθω ότι την κοροϊδεύουν. Και μέσα από αυτήν κοροϊδεύουν και όλους τους υπόλοιπους – τους Ελληνες, τους επιβάτες, τους ανθρώπους που χάθηκαν. Όλους. Νιώθω ότι τους χλευάζουν. Και θυμώνω. Θυμώνω πολύ. Θεωρώ ότι όλα τα παιδιά που είτε ήμασταν μέσα σε εκείνη τη μοιραία αμαξοστοιχία είτε γενικά χρησιμοποιούμε το τρένο, νιώθουμε το ίδιο πράγμα. Υπάρχει ένα σύννεφο θυμού πάνω από αυτό το συμβάν».
«Αποκαθίσταται η μνήμη του πατέρα μου, μένει η απονομή δικαιοσύνης»
Η Αθανασία είναι 28 ετών και εργάζεται ως γεωπόνος. Οι περισσότεροι από εμάς ίσως να μην τη συναντούσαμε ποτέ, να μη μαθαίναμε ποτέ το όνομά της και λεπτομέρειες για τη ζωή της. Το ίδιο και τον πατέρα της που, όπως λένε όσοι τον γνώρισαν, ήταν ένας στοργικός πατέρας για την Αθανασία και τις αδερφές της, Χριστίνα και Ιωάννα, ένας καλοσυνάτος άνθρωπος και, κατά τους συναδέλφους του, ένας έμπειρος μηχανοδηγός.
Το απόγευμα της 28ης Φεβρουαρίου ο Γιώργος Κουτσούμπας βρέθηκε στη συνηθισμένη βάρδια στη μηχανή της επιβατικής αμαξοστοιχίας που εκτελούσε το δρομολόγιο Αθήνα – Θεσσαλονίκη. Λίγες ώρες αργότερα, το όνομά του βρέθηκε στη λίστα των 57 θυμάτων μίας από τις μεγαλύτερες τραγωδίες της σύγχρονης Ελλάδας. Κι όμως, καμία λίστα και καμία επίσημη καταγραφή δεν μπορεί να αποτυπώσει το μέγεθος του πόνου που συνοδεύει έναν τόσο βίαιο, αμετάκλητο αποχωρισμό.
Για τη μεγαλύτερη κόρη του, Αθανασία, ο χρόνος σταμάτησε λίγο πριν από τα μεσάνυχτα εκείνης της μοιραίας νύχτας. Αυτό που περιμένει πλέον είναι η απονομή δικαιοσύνης αλλά και η δικαίωση της μνήμης του πατέρα της. Μιλώντας στο «Βήμα» επιχειρεί έναν οδυνηρό απολογισμό των τελευταίων 365 ημερών. Ερωτηθείσα σχετικά με τα όσα είδαν το φως της δημοσιότητας για τον «αμφιλεγόμενο» ρόλο του στο πολύνεκρο δυστύχημα που βύθισε τη χώρα στη θλίψη και την οργή, απαντά με νηφαλιότητα και ξεκάθαρα: «Οι κατηγορίες προς τον πατέρα μας ήταν κάτι που περιμέναμε από την πρώτη στιγμή, ιδίως γνωρίζοντας πως ο ίδιος ήταν αδύνατον να υπερασπιστεί τον εαυτό του. Η διαδικασία στην οποία μπήκαμε επιβάρυνε την ήδη άσχημη ψυχολογία μας. Πλέον, τόσο εγώ όσο και η οικογένειά μου είμαστε βέβαιες πως ο κόσμος γνωρίζει τι έχει συμβεί, η μνήμη του πατέρα μου αποκαθίσταται και το μόνο που περιμένουμε είναι η επίσημη δικαστική δικαίωση».
Η 28χρονη δεν χάνει την πίστη της στη Δικαιοσύνη. «Είμαι αισιόδοξη πως οι ανακριτικές και οι δικαστικές αρχές θα πράξουν τα δέοντα ώστε να τιμωρηθεί και ο τελευταίος υπεύθυνος για την απώλεια των ανθρώπων μας και για τον ανείπωτο πόνο που βιώνουμε. Ο δικηγόρος μας ενημερώνεται συνεχώς για την ανακριτική διαδικασία και περιμένουμε την απονομή δικαιοσύνης». Οπως λέει, η δικαίωση δεν θα είναι μόνο για όσους χάθηκαν για πάντα αλλά και για εκείνους που ζουν τον θάνατο εν ζωή, με το ανεπούλωτο τραύμα της απώλειας.
Είναι αλήθεια πως η πολιτεία ξεχνά εύκολα τα θύματα και τους συγγενείς τους; Ποια συναισθήματα ένιωσε στη μοναχική διαδρομή από το βίωμα της απώλειας ως την αποδοχή της; Η ίδια απαντά: «Δεν ένιωσα ποτέ μόνη. Είμαστε μία πολύ ενωμένη οικογένεια. Είμαστε μία γροθιά, όπως ακριβώς ήθελε να είμαστε και ο πατέρας μου. Εξ αρχής, πάντως, δεν περιμέναμε ουσιαστική συμπαράσταση από την πολιτεία, όπως και δεν πήραμε. Ευτυχώς, από την πρώτη στιγμή είχαμε δίπλα μας τους συγγενείς μας και τους φίλους μας που μας αγκάλιασαν».
«Πού πήγαν τα λεφτά για τα συστήματα ασφαλείας στον σιδηρόδρομο;»
Η 22χρονη Ιφιγένεια Μήτσκα είχε ταξιδέψει στην Αθήνα για το τριήμερο της Καθαράς Δευτέρας μαζί με τον αρραβωνιαστικό της. Το απόγευμα της Τρίτης, 28 Φεβρουαρίου, οι δυο τους επιβιβάστηκαν στο μοιραίο Intercity 62. Θα κατέβαιναν στο Πλατύ Ημαθίας για να επιστρέψουν στα Γιαννιτσά. Η Ιφιγένεια βρισκόταν στο τρίτο βαγόνι την ώρα της σύγκρουσης και έχασε ακαριαία τη ζωή της. Ο αρραβωνιαστικός της, Φάνης, που καθόταν δίπλα της, επέζησε με εγκαύματα.
Η μητέρα της Ιφιγένειας, Λίλια Βασιλίσιν, λέει στο «Βήμα»: «Εναν χρόνο τώρα, ζούμε μια κόλαση. Είμαστε όπως ήμασταν την πρώτη ημέρα μετά το δυστύχημα. Δεν μπορώ να κοιμηθώ πολλές ώρες, βλέπω εφιάλτες. Ο πόνος πλέον δεν είναι μόνο ψυχικός, αλλά και σωματικός».
Τονίζει πόσο άδικο ήταν αυτό που συνέβη. «Η Ιφιγένεια είχε πάρει με άριστα το πτυχίο της από τη Ρόδο και ήταν έτοιμη να ανοίξει τα φτερά της. Κάποιοι είπαν την επόμενη ημέρα ότι τα παιδιά στο τρένο «θυσιάστηκαν». Το παιδί μου κανείς δεν το ρώτησε αν ήθελε να θυσιαστεί. Δεν ήταν για να θυσιαστεί, ήθελε να ζήσει. Θεωρώ πως πρόκειται για μια μαζική δολοφονία με δόλο, με σκοπό να αποκτήσουν κάποιοι χρήματα» λέει απαρηγόρητη και ρωτά επίμονα «πού πήγαν τα λεφτά για τα συστήματα ασφαλείας στον σιδηρόδρομο;».
Είναι θυμωμένη και ζητεί δικαίωση. «Είναι ιερή η δικαίωση του παιδιού μου. Δεν θα ησυχάσω ποτέ αν δεν μπουν στη φυλακή οι υπεύθυνοι» συμπληρώνει και ξεσπά κατά της πολιτικής ηγεσίας του υπουργείου Μεταφορών. «Μας είπε ψέματα ενώ γνώριζε ότι δεν λειτουργούσαν τα συστήματα ασφαλείας, επειδή επί σειρά ετών δεν έκαναν τη δουλειά τους οι υπεύθυνοι». Εξάλλου, η μητέρα της Ιφιγένειας θεωρεί πως τα όσα έχουν ακολουθήσει μετά το σιδηροδρομικό δυστύχημα αποτελούν προσπάθεια συγκάλυψης. «Συγκαλύφθηκαν όλα από την πρώτη στιγμή. Οι όποιες αποδείξεις βρίσκονται τώρα κάτω από το τσιμέντο. Πώς γίνεται να τσιμέντωσαν το σημείο της σύγκρουσης ενώ υπήρχε ακόμα αγνοούμενο άτομο;» (σ.σ.: αναφέρεται στην 23χρονη Εριέττα Μόλχο, για την οποία δεν βρέθηκε γενετικό υλικό).
Εναν χρόνο μετά τη δυσκολότερη ημέρα στη ζωή κάθε μητέρας, η Λίλια Βασιλίσιν κάνει τον απολογισμό της: «Εναν χρόνο τώρα, έχουμε γίνει νομικοί και βουλευτές, έχουμε διαβάσει, έχουμε ακούσει και μιλήσει με εμπειρογνώμονες. Ηταν ένας χρόνος γεμάτος με «γιατί». Εμείς, θα το ζήσουμε αυτό μέχρι να κλείσουμε τα μάτια μας. Μας καταδίκασαν σε μια ζωή ατελείωτου πόνου, μου πήραν ό,τι είχα και δεν είχα» προσθέτει, περιγράφοντας τα όσα ζει η ίδια αλλά και οι οικογένειες των υπόλοιπων 56 θυμάτων της πρωτοφανούς τραγωδίας. «Είμαστε σε επικοινωνία με τους υπόλοιπους συγγενείς θυμάτων και θα είμαστε όλοι στα Τέμπη στις 28 του μήνα. Προσδοκούμε όλοι μαζί τη δικαίωση. Θα παλεύω για αυτήν μέχρι να κλείσουν τα μάτια μου» καταλήγει.
«Υπάρχουν βάσιμες υποψίες και για άλλους νεκρούς που δεν καταγράφηκαν ποτέ»
«Αν μπορούσα να γυρίσω τον χρόνο πίσω ώστε να μην έμπαινε ποτέ μέσα σε αυτό το τρένο…». Αυτά είναι τα λόγια του Αρέφ από το Αφγανιστάν, ο οποίος μιλάει στο «Βήμα» συγκινημένος για τον φίλο και συγκάτοικο που έχασε πριν από έναν χρόνο. Ποιος όμως ήταν ο Μοχαμάντ-Εντρίζ Μία και πώς το νήμα της ζωής του που τον οδήγησε από το Μπανγκλαντές στην Ελλάδα κόπηκε τόσο βίαια στη διάρκεια ενός ταξιδιού ρουτίνας;
Ο Μοχαμάντ γεννήθηκε το 1989 στο Μπανγκλαντές και μεγάλωσε φτωχικά στο Χαθαζάρι της Τσιταγκόνγκ, της δεύτερης μεγαλύτερης πόλης του Μπανγκλαντές. Το 2014, μετά από ένα δύσκολο ταξίδι, έφτασε στην Ελλάδα, αναζητώντας μία καλύτερη ζωή. Γεμάτος ελπίδες και όνειρα, ρίζωσε στη χώρα μας, έπιασε δουλειά ως μικροπωλητής κοσμημάτων και κατάφερε να δημιουργήσει έναν νέο κοινωνικό κύκλο. «Ο Μοχαμάντ ήταν ένα συνεσταλμένο, καλοσυνάτο και εργατικό παιδί. Δεν ήθελε ποτέ να γυρίσει στο Μπανγκλαντές και ονειρευόταν να βρει τον αδελφό του στο Ντουμπάι, περιμένοντας να βρει κι εκείνος τα πατήματά του» περιγράφει ο δικηγόρος του Αθανάσιος Χατζάκος, ο οποίος τον γνώριζε χρόνια και τον βοηθούσε με τις νομικές και τις γραφειοκρατικές διαδικασίες.
Ο 34χρονος ζούσε στη Θεσσαλονίκη και ερχόταν τακτικά στην Αθήνα για επαγγελματικούς λόγους. Το απόγευμα της 28ης Φεβρουαρίου 2023 αναχώρησε από την Αθήνα με προορισμό τη Θεσσαλονίκη. Βρισκόταν στις θέσεις του κυλικείου. Αυτό το δρομολόγιο έμελλε να είναι και το τελευταίο της σύντομης ζωής του. Ο Μοχαμάντ-Εντρίζ Μία ήταν ο τελευταίος από τους 57 νεκρούς που αναγνωρίστηκε και προστέθηκε στη λίστα των επίσημα καταγεγραμμένων θυμάτων της σιδηροδρομικής τραγωδίας των Τεμπών.
Ο δικηγόρος του, εξηγώντας πώς έφτασαν στη σκληρή αλήθεια που βρισκόταν πίσω από την εξαφάνισή του, αναφέρει: «Ο καλός του φίλος Αρέφ ήταν αυτός που τον αναζητούσε για τουλάχιστον έξι ημέρες και απευθύνθηκε σε εμένα, ενημερώνοντάς με για το ταξίδι του Μοχάμαντ με το συγκεκριμένο τρένο». Ο ίδιος επισημαίνει επίσης πως μία οδοντόβουρτσα του 34χρονου που παρέδωσε ο Αρέφ ταυτοποιήθηκε με βιολογικό υλικό που, όπως αποδείχθηκε, ανήκε στον άτυχο νεαρό. «Ευτυχώς που βρέθηκε η οδοντόβουρτσα με το DNA του και τον εντοπίσαμε, διαφορετικά δεν θα είχαμε μάθει ποτέ τι του συνέβη και θα τον αναζητούσαμε ακόμη».
«Ημασταν τυχεροί που ταυτοποιήθηκε. Αν δεν είχε γίνει αυτό θα βρισκόμασταν σε εικασίες χωρίς να μπορούμε να αποδείξουμε τίποτα» λέει χαρακτηριστικά, τονίζοντας πως υπάρχουν βάσιμες υποψίες και για άλλα νεκρά άτομα που δεν καταγράφηκαν ποτέ στη λίστα των επιβατών και συνεπώς στη λίστα των θανόντων: «Ισως έτσι δικαιολογείται η βιασύνη να μπαζωθεί γρήγορα το σημείο, ώστε να μην ανέλθουν τα θύματα από 57 σε… 100». Αναφερόμενος στους οικείους του Μοχαμάντ, ο Αθανάσιος Χατζάκος σημειώνει πως είναι ενήμεροι και αναμένουν την εξέλιξη της υπόθεσης: «Μου έχουν ζητήσει να κάνω ό,τι μπορώ για τη δικαίωση της μνήμης του» καταλήγει.
Συντονισμός: Άγγελος Σκορδάς
Επιμέλεια: Παναγιώτης Σωτήρης