Στη Σύρο έχει έδρα το μοναδικό δευτεροβάθμιο νοσοκομείο των Κυκλάδων. Αποτελεί υγειονομικό σημείο αναφοράς στον χάρτη, καθώς τα δύσκολα περιστατικά (όχι μόνον από τη Σύρο αλλά και από το νησιωτικό σύμπλεγμα του Αιγαίου Πελάγους) μεταφέρονται – είτε διά θαλάσσης είτε διά αέρος – σε αυτό για να λάβουν νοσοκομειακή φροντίδα.
Οσα πάλι δεν μπορούν να αντιμετωπιστούν εκεί, αεροδιακομίζονται στην Αθήνα. Κι όμως, αυτός ο πυλώνας του ΕΣΥ εκδηλώνει εδώ και χρόνια σημάδια κατάρρευσης.
Οταν δε η «ακτινογραφία» των ελλείψεων σε αυτή την κομβική υγειονομική μονάδα διαπιστώνεται τόσο προβληματική, τότε κάθε άλλο παρά έκπληξη προκαλεί το γεγονός ότι η… πάθηση της υποστελέχωσης εξαπλώνεται και διατρέχει την υγειονομική ραχοκοκαλιά όλης της νησιωτικής χώρας προμηνύοντας ένα ακόμη δύσκολο καλοκαίρι. Σε περίοδο μάλιστα κατά την οποία η χώρα αναμένεται να υποδεχτεί συνολικά περίπου 35.000.000 τουρίστες στη διάρκεια της καλοκαιρινής περιόδου.
Τα παραδείγματα που… πληγώνουν
Παράδειγμα πρώτο: Στην Καρδιολογική Κλινική – Μονάδα Εμφραγμάτων του νοσοκομείου της Σύρου προβλέπονται τέσσερις οργανικές θέσεις. Από αυτές είναι όμως καλυμμένες μόνον οι δύο. Μάλιστα, ο ένας εκ των δύο γιατρών (ο διευθυντής του) εργάζεται με παράταση, δεδομένου ότι έχει συμπληρώσει τα συντάξιμα χρόνια του.
Παράδειγμα δεύτερο: Στην Παθολογική Κλινική προβλέπονται πέντε θέσεις, εκ των οποίων είναι καλυμμένες μόνον οι τρεις. Και σημειώνεται πως η διευθύντριά της εργάζεται επίσης σε καθεστώς παράτασης της θητείας της, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για το άμεσο μέλλον.
Τα στοιχεία αυτά, που συνηγορούν στο ότι η παρακμή στο ΕΣΥ οφείλεται κυρίως στην απουσία έμψυχου υλικού, δεν είναι τα μοναδικά. Η νευραλγική Παιδιατρική Κλινική πάσχει από νοσηλευτές, ενώ επί δύο χρόνια στη Σύρο δεν υπάρχει νευρολόγος. Θέσεις προκηρύσσονται, αλλά το ενδιαφέρον είναι μηδενικό.
Η ματαίωση (όχι όμως και παραίτηση) στη φωνή της Κατερίνας Καλογεράκη, προέδρου του Συλλόγου Εργαζομένων στο νοσοκομείο Σύρου και εκπροσώπου εργαζομένων στο διοικητικό συμβούλιο των νοσοκομείων Σύρου και Νάξου, όση ώρα αριθμεί τα κενά αποτυπώνει το κοινό αίσθημα του υγειονομικού προσωπικού.
Τονίζει πως «γιατροί και νοσηλευτές υπερβάλλουν εαυτόν για να μπορέσουν να διατηρήσουν την ποιότητα των προσφερόμενων υπηρεσιών. Δεν είναι τυχαίο πως η Μονάδα Τεχνητού Νεφρού στη Σύρο δέχεται αιτήματα τον χειμώνα από ασθενείς οι οποίοι επιθυμούν να προγραμματίσουν εγκαίρως τις καλοκαιρινές τους διακοπές. Η προσφορά της έχει αναγνωριστεί, όμως σήμερα υπηρετούν μόλις δύο αντί τριών νεφρολόγων. Ο ένας όμως γιατρός είναι επίσης με παράταση. Εάν φύγει, τότε η μονάδα είναι βέβαιο πως δεν θα μπορέσει να λειτουργήσει».
Εκτός όμως από τις ελλείψεις στέκεται και σε μία ακόμη παθογένεια: «Η πτητική βάση του νησιού κάθε δεύτερο μήνα μένει για περίπου δέκα ημέρες χωρίς ελικόπτερο. Η κατάσταση όμως αυτή συνεπάγεται πολύωρες καθυστερήσεις για ασθενείς, συχνά διασωληνωμένους, έως ότου προσεγγίσει το νησί ελικόπτερο από την Αθήνα» συμπληρώνει η κυρία Καλογεράκη.
Οι «μαύρες τρύπες» σε όλο το Αιγαίο
Ακόμη πιο αποκαρδιωτική είναι η συνολική λίστα των ελλείψεων που τηρούν οι εκπρόσωποι των εργαζομένων στα δημόσια νοσοκομεία (ΠΟΕΔΗΝ). Οπως υπογραμμίζει ο πρόεδρος της Ομοσπονδίας, Μιχάλης Γιαννάκος, «στο νοσοκομείο της Σαντορίνης δεν υπάρχει παθολόγος, πνευμονολόγος, ακτινολόγος και μικροβιολόγος. Επίσης υπηρετεί μόνον ένας καρδιολόγος, ένας παιδίατρος και ένας αναισθησιολόγος».
Και συνεχίζει: «Στα Κύθηρα δεν υπάρχει αναισθησιολόγος για να εκτελέσει μία επείγουσα διασωλήνωση, στο Κέντρο Υγείας Τήνου ο παιδίατρος εκτελεί και χρέη παθολόγου, στο νοσοκομείο της Κω, παρά τις προκηρύξεις, δεν υπηρετεί ούτε ένας παθολόγος. Στην Αμοργό υπάρχει ένας μόνον καρδιολόγος και τέσσερις νοσηλεύτριες…».
Σε κάθε περίπτωση, ο κ. Γιαννάκος κάνει λόγο για ένα διαχρονικό πρόβλημα που κάθε χρόνο διογκώνεται. «Οι μέχρι τώρα προσπάθειες επικεντρώνονται κυρίως στις μετακινήσεις προσωπικού. Χρειάζονται όμως γενναία κίνητρα και μόνιμες προσλήψεις. Στην αντίθετη περίπτωση, θα συνεχιστεί τα επόμενα χρόνια η αιμορραγία του ΕΣΥ με τους γιατρούς και τους νοσηλευτές να παραιτούνται για να μετακινηθούν στον ιδιωτικό τομέα ή το εξωτερικό».
Ο ίδιος παραθέτει το παράδειγμα της Κύπρου, αναδεικνύοντας έτσι τις αντιθέσεις του εξωτερικού με την ελληνική πραγματικότητα που «συνθλίβει» τους υγειονομικούς. «Οι ετήσιες απολαβές για έναν γιατρό που εργάζεται εκεί ανέρχονται σε 80.000 ευρώ ενώ για έναν νοσηλευτή σε 40.000 ευρώ. Και βέβαια, θα πρέπει να συνυπολογιστούν οι φοροελαφρύνσεις που εφαρμόζονται στην Κύπρο, της τάξεως του 50%».
Το υπουργείο Υγείας δεν φαίνεται να αποφεύγει το θέμα της υποστελέχωσης του ΕΣΥ αλλά ούτε και το ζήτημα της εντεινόμενης δυσαρέσκειας των υγειονομικών εξαιτίας των χαμηλών απολαβών. Σήμερα, ο ευρωπαϊκός μέσος όρος των παθολόγων και των γενικών γιατρών ανέρχεται στο 25%, ενώ στην Ελλάδα το ίδιο ποσοστό μετά βίας αγγίζει το 8%. Ετσι, αρκετοί γιατροί δεν ενδιαφέρονται να καλύψουν θέσεις σε νησιά και απομακρυσμένες περιοχές εν απουσία οικονομικών κινήτρων και ευκαιριών εξέλιξης.
Στο πλαίσιο αυτό λειτουργικές ανάσες αναζητούνται και για το ΕΚΑΒ, ώστε να καλυφθούν τα κενά που υπάρχουν εν μέσω της τρέχουσας τουριστικής περιόδου. Στο πλαίσιο αυτό και μετά τη συνδρομή των Ενόπλων Δυνάμεων για την ενίσχυση του ΕΚΑΒ, μέτρο που ισχύει ήδη από το περασμένο καλοκαίρι, μια ακόμη τροπολογία επιχειρεί να αυξήσει το δυναμικό του Κέντρου.
Κάλυψη αναγκών από σπουδαστές ΙΕΚ
Πιο συγκεκριμένα και για πρώτη φορά σπουδαστές των ΙΕΚ θα μπορούν να πραγματοποιούν αμισθί την πρακτική τους, καλύπτοντας έτσι έκτακτες ανάγκες, υπό την προϋπόθεση πως έχουν ολοκληρώσει επιτυχώς το θεωρητικό μέρος των σπουδών τους.
Το υπουργείο Υγείας έχει ανακοινώσει προκηρύξεις για 781 συνολικά μόνιμους διασώστες, σύμφωνα όμως με ασφαλείς υπολογισμούς οι προσλήψεις αυτές – που κατ’ εκτίμηση θα ολοκληρωθούν τα δύο επόμενα έτη – είναι σχεδόν ισάριθμες με το επικουρικό προσωπικό που ήδη απασχολείται και αναμένεται να μονιμοποιηθεί. Γι’ αυτό άλλωστε και η διοίκηση του Κέντρου επαναλαμβάνει την ανάγκη πρόσληψης επιπλέον 800 διασωστών.
Ετσι και εφέτος κρίνεται αναγκαίο το μέτρο της εθελοντικής μετακίνησης διασωστών από τα αστικά κέντρα σε τουριστικές περιοχές. Στόχος είναι το «δανεικό» αυτό προσωπικό (κάθε χρόνο δηλώνουν ενδιαφέρον περί τους 500-600 εργαζομένους του Κέντρου) να… κατεβάσει το χειρόφρενο ενός δεύτερου ασθενοφόρου σε νευραλγικά σημεία του χάρτη όπως είναι η Σαντορίνη, η Μύκονος, η Τήνος, η Νάξος κ.ο.κ., ενώ ο ίδιος σχεδιασμός προβλέπει και μοτοσυκλέτες ταχείας πρόσβασης μαζί με έμπειρο προσωπικό να ταξιδεύουν όλο το καλοκαίρι προς τα νησιά του Αιγαίου, και όχι μόνον, ακολουθώντας το επιτυχημένο περυσινό μοντέλο.
Στα παραπάνω δεν πρέπει να λησμονείται το σημαντικό πρόβλημα εύρεσης στέγης των γιατρών στις τουριστικές περιοχές, για το οποίο καλούνται, μεταξύ άλλων, οι δήμαρχοί τους για να βρουν λύση.