Σε μία σκηνή της «Βίλας των οργίων» – της κωμωδίας του Ντίνου Δημόπουλου που βασίζεται στο ομώνυμο θεατρικό έργο του Γεράσιμου Σταύρου – ένας αστυνομικός (Γιάννης Βογιατζής) επιχειρεί να οδηγήσει στο αυτόφωρο τον επιχειρηματία και υποψήφιο βουλευτή Χάρη Ζάβαλο (Λάμπρος Κωνσταντάρας). «Ξέρεις ποιος είμαι εγώ;» αντιδρά με απειλητική διάθεση ο συλληφθείς: «Ξέρεις σε ποιον μιλάς; Ξέρεις πόσο ψηλά στέκομαι; Ο Ζάβαλος είμαι!». Και όταν το όργανο της τάξης επιμένει πως πρέπει να γίνει εκείνο που επιτάσσει ο νόμος, ο υπεράνω νόμου Ζάβαλος συνεχίζει: «Θα τον καταργήσω τον νόμο, δεν με ξέρεις καλά εμένα! Ζάβαλος!».
Ναρκισσιστική κοινωνία
Στην πραγματικότητα η ταινία περιγράφει έναν τύπο που τον ξέρουμε. Που ζει και κινείται δίπλα μας. Στον οποίο μπορεί να αναγνωρίσουμε τον ίδιο μας τον εαυτό κάθε φορά που εκδηλώνει την κακομαθημένη και ναρκισσιστική πλευρά του ζητώντας ειδική μεταχείριση, απαιτώντας τα προνόμια που θεωρεί πως η ζωή του χρωστάει. Χαρακτηριστικά σαν αυτά που διαγνώσαμε τώρα στη Ζέτα Μακρυπούλια και πέσαμε να τη φάμε. «Ακόμα και σε στιγμές που, δεν σας κρύβω, έχω αργήσει, με έχουν βάλει με έναν τρόπο μέσα στο αεροπλάνο» είπε η ηθοποιός και παρουσιάστρια καταγγέλλοντας αεροπορική εταιρεία που την άφησε εκτός πτήσεως επειδή… δεν ήταν στην ώρα της στον έλεγχο για την επιβίβαση. Τι άλλο υπονοούσε αν όχι ότι έπρεπε να τη βάλουν και αυτή τη φορά «με έναν τρόπο μέσα στο αεροπλάνο» επειδή είναι επώνυμη; Και ας περίμεναν οι υπόλοιποι επιβάτες που είχαν επιβιβαστεί στην ώρα τους. Παρεμπιπτόντως, με ποιους τρόπους την έβαζαν εδώ και τόσο καιρό σε αεροπλάνα που έπρεπε να έχουν φύγει δέκα λεπτά πριν;
Επικοινωνιακό λάθος
Ειλικρινά, δεν μπορώ να καταλάβω τι μπορεί να έσπρωξε έναν άνθρωπο έξυπνο, ευγενικό, ετοιμόλογο αλλά και πάντα προσεκτικό στα λόγια του και στις συμπεριφορές του όπως η Μακρυπούλια (γιατί αυτή την εικόνα δίνει ως παρουσιάστρια του «Ρουκ Ζουκ») σε ένα τόσο άτσαλο επικοινωνιακό λάθος. Σε μια δημόσια καταγγελία τόσο παράλογη που τελικά λειτούργησε ως μπούμερανγκ. Αποκαλύπτοντας μία Ζέτα με δείγματα υπεροψίας. Πιθανώς να ισχύει αυτό που λένε πως η επιτυχία και η δημοσιότητα τυφλώνουν. Πως η αναγνωρισιμότητα φέρνει αλαζονεία. Πως το σταριλίκι σε κακομαθαίνει και σε αλλοτριώνει. Εθισμένη ως φαίνεται και εκείνη σε συμπεριφορές κολακευτικές προς το πρόσωπό της, όταν της τις αρνήθηκαν σάστισε, μπλόκαρε και αντέδρασε σπασμωδικά. Από δίπλα η ηθοποιός Μαρία Σολωμού, προσπαθώντας να συμπαρασταθεί στη συνάδελφό της και μιλώντας για τις δικές της εμπειρίες στα αεροδρόμια τα έκανε ακόμα χειρότερα λέγοντας: «Δεν μου έχουν ζητήσει ούτε ταυτότητα, εγώ πετάω δύο χρόνια κάθε εβδομάδα στη Θεσσαλονίκη, και δεν μου ζήτησαν ποτέ ταυτότητα. Με χαιρετάνε στον έλεγχο». Τις διάσημες τις χαιρετάνε, εμένα με σταματούν και ζητούν να δουν τα ταξιδιωτικά μου έγγραφα. Τι να πω, «έτσι είναι η κοινωνία τη σήμερον, άλλους τους ανεβάζει και άλλους τους κατεβάζει» (Μίτση Κωνσταντάρα στην ταινία «Ο στρίγγλος που έγινε αρνάκι»). Αν και εν προκειμένω η Ζέτα Μακρυπούλια ούτε ανέβηκε στο αεροπλάνο ούτε κατέβηκε, απέμεινε στην τζαμαρία του αεροδρομίου να του κουνάει το μαντίλι της. Και άκουσε και τα εξ αμάξης!
Ξέσπασμα φθόνου
Γιατί το να είσαι διάσημος εκτός από θαυμασμό (και διευκολύνσεις στον έλεγχο εισιτηρίων) επιφέρει και φθόνο. Η παρουσιάστρια με την στα όρια του κωμικού καταγγελία της παρέδωσε τον εαυτό της στη χλεύη του πλήθους. Τα περισσότερα από τα σχόλια που δημοσιεύτηκαν στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης ήταν από επιθετικά έως χυδαιότατα. Ας πρόσεχε. Την ίδια όμως στιγμή σε μια κοινωνία όπου, θα επαναλάβω, είναι πολλοί εκείνοι που ζητούν καθημερινά ειδική μεταχείριση, δεν μπορεί όλο το ανάθεμα να πέφτει στη Ζέτα. Είναι η ίδια κοινωνία όπου αν πας στην ώρα σου στο θέατρο θα βαρεθείς να περιμένεις ώσπου να αρχίσει η παράσταση με δεκάδες καθυστερημένους θεατές να προσέρχονται και δέκα και δεκαπέντε και είκοσι πέντε λεπτά μετά την προγραμματισμένη ώρα έναρξης. Ολοι αυτοί δεν χρειάστηκε καν να γίνουν διάσημοι για να θεωρούν αυτονόητο πως έχουν προτεραιότητα και πως όλοι οι υπόλοιποι πρέπει να τους περιμένουν. Και αυτό είναι ένα μόνο πρόχειρο παράδειγμα, αλιευμένο από τον κόσμο όπου κινείται και ζει και η κυρία Μακρυπούλια – πόσες φορές αλήθεια δεν θα έχει και εκείνη αναγκαστεί να περιμένει στις κουίντες για να μπει στο θέατρο και ο τελευταίος καθυστερημένος θεατής προκειμένου να αρχίσει η παράσταση στην οποία παίζει;
Οι κακομαθημένοι
Ας μην κρυβόμαστε: Παρατηρώντας γύρω μας, από το πώς οδηγούμε, πώς στεκόμαστε στην ουρά του σουπερμάρκετ (δυσανασχετώντας φωναχτά και προσπαθώντας να πάρουμε τη θέση εκείνου που προηγείται) ως το πώς συμπεριφερθήκαμε σε δύσκολες περιόδους όπως στην πανδημία (όπου χιλιάδες «ξέρεις ποιος είμαι εγώ;» αγνόησαν επιδεικτικά τα μέτρα που επέβαλε η Πολιτεία) διαπιστώνουμε ότι οι κακομαθημένοι «σταρ» που απαιτούν ειδική μεταχείριση είναι πλειοψηφία. Κάποιοι επειδή είναι διάσημοι ή επειδή σταδιοδρομούν ως influencers στο Διαδίκτυο. Αλλοι (βλέπε κατηγορία «γόνοι επωνύμων»), επειδή ο παππούς τους ήταν βιομήχανος, ο θείος τους αντιστασιακός και στη συνέχεια βουλευτής και ο μπαμπάς τους βραβευμένος εικαστικός, λογοτέχνης, εφευρέτης κ.λπ. Ή επειδή έχουν λεφτά σε τράπεζα της Ζυρίχης, σπίτι με πισίνα στη Μύκονο και αυτοκίνητο που εύκολα πιάνει τα 200 χιλιόμετρα (στην Πατησίων). Πολλοί χωρίς να ψάχνουν δικαιολογίες που να επιβεβαιώνουν την υπεροχή τους, απλώς επειδή… το αξίζουν, είναι οι καλύτεροι!
Σε αυτόν τον κόσμο με τους χιλιάδες «ξέρεις ποιος είμαι εγώ;» να επιβάλλονται με το θράσος τους και με τις κακοποιητικές συμπεριφορές τους, το παράπονο της Ζέτας Μακρυπούλια που έμεινε εκτός πτήσης θα μπορούσε να είναι ένα ακόμα παιχνίδι στο ψυχαγωγικό «Ρουκ Ζουκ», με την παρουσιάστρια να ρωτά: «Πείτε μου τέσσερις σοβαρούς λόγους για τους οποίους θα πρέπει να με περιμένει το αεροπλάνο μου». Και με τους παίκτες να απαντούν: «Για την ομορφιά σου, τη δημοφιλία σου, το ταλέντο σου και το χαμόγελό σου». Και να κερδίζουν!