Σε αναζήτηση σύγχρονων διδακτικών πολιτικών εν όψει της σύνταξης των νέων αναλυτικών προγραμμάτων στα σχολεία της χώρας βρίσκεται το υπουργείο Παιδείας, έχοντας συγκεντρώσει τα αποτελέσματα της περίφημης ελληνικής «PISA», του προγράμματος ερευνών, δηλαδή, που έγινε εφέτος και επικεντρώθηκε στα προβλήματα του εκπαιδευτικού μας συστήματος.
Με δεδομένη δε τη «δυσκολία» των σχολείων να… εξηγήσουν στους μαθητές και στις μαθήτριές τους το πώς θα χρησιμοποιήσουν τις γνώσεις από τα μαθήματά τους στην καθημερινότητα και στη ζωή τους, η εκπαιδευτική συζήτηση αυτές τις ημέρες επικεντρώνεται σε έναν ακόμη κρίσιμο τομέα: στην τραυματική μετάβαση των μαθητών και μαθητριών από το Δημοτικό στο Γυμνάσιο, καθώς οι επιδόσεις τους και ο βαθμός κατανόησης των μαθημάτων τους από τη μια βαθμίδα στην άλλη «πέφτει» κάθετα.
Το πρόβλημα αυτό έχει συχνά αναλυθεί τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό, με τις περισσότερες χώρες όμως να σχεδιάζουν και να εφαρμόζουν σχετικά μέτρα. Στην Ελλάδα, η απότομη αύξηση στο επίπεδο διδασκαλίας από το Δημοτικό στο Γυμνάσιο, η νέα εκπαιδευτική «γλώσσα», τα συχνά δυσνόητα και κακογραμμένα σχολικά βιβλία και, φυσικά, η αντικατάσταση του ενός δασκάλου ή δασκάλας του Δημοτικού από πολλούς εκπαιδευτικούς ανά εκπαιδευτικό αντικείμενο, φαίνεται ότι αγχώνουν πολλούς μαθητές και μαθήτριες σε τέτοιον βαθμό που συχνά δημιουργεί μη αναστρέψιμες εκπαιδευτικές «βλάβες».
Σε αυτή τη μετάβαση, η ελληνική «PISA» έδειξε ότι τα Μαθηματικά ως μάθημα τοποθετούνται στην κορυφή της «πυραμίδας» των δυσνόητων επιστημονικών αντικειμένων (παρότι χρήσιμα στις περισσότερες πλευρές της ζωής μας), με τη μεγαλύτερη μερίδα των εξετασθέντων από το Γυμνάσιο να μην απαντούν σωστά στις διαγνωστικές ερωτήσεις που τους δόθηκαν (μόνο 45,5% του συνόλου των απαντήσεων είναι σωστές), ενώ στην ίδια βαθμίδα το 57% απάντησε σωστά στα θέματα της Γλώσσας.
«Οι εκπαιδευτικοί του δημοτικού σχολείου πρέπει να προετοιμάζουν τα παιδιά των τελευταίων τάξεων της βαθμίδας για τις αλλαγές που θα βρουν στο Γυμνάσιο και εκείνοι του Γυμνασίου να μπορούν να τα υποδεχθούν» λέει ο πρόεδρος της Αρχής αξιολόγησης της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, έμπειρος καθηγητής Διδακτικής κ. Ηλίας Ματσαγγούρας. «Πολλοί εκπαιδευτικοί βέβαια το αγνοούν αυτό ή το υποτιμούν ως φαινόμενο» προσθέτει.
Γνώση και πραγματική ζωή
Τι γίνεται όμως όταν δεν φταίνε οι εκπαιδευτικοί ή οι μαθητές, αλλά το… σύστημα; Είναι γνωστό ότι οι νέοι πρέπει να εξοικειώνονται σιγά-σιγά στη διάρκεια της σχολικής ζωής τους στα στοιχεία του επιστημονικού λόγου. Ωστόσο ποιος είναι ο καταλληλότερος τρόπος για να γίνει αυτό; Και πώς θα συσχετιστεί η επιστημονική γνώση με τα φαινόμενα της πραγματικής ζωής, καθώς αυτός είναι ο λόγος της αναζήτησης γνώσης: το να μπορούμε να ερμηνεύουμε με ορθολογικό τρόπο τα φαινόμενα της καθημερινότητάς μας και (όσο είναι δυνατόν) να τα ερευνούμε και να βρίσκουμε λύσεις στα προβλήματά τους.
Οι παρεμβάσεις που απαιτείται να σχεδιαστούν στοχεύουν σε τρία επίπεδα: στα αναλυτικά προγράμματα, στα νέα βιβλία και στον τρόπο διδασκαλίας. Εφόσον τα δύο πρώτα βρίσκονται σε στάδιο προετοιμασίας, ο κ. Ματσαγγούρας στρέφει το ενδιαφέρον του στο τελευταίο: στον τρόπο που διδάσκεται στη σχολική τάξη το βιβλίο που υλοποιεί το αναλυτικό πρόγραμμα κάθε μαθήματος.
Και βεβαίως επαναλαμβάνει τα προβλήματα της έλλειψης επαρκούς κατάρτισης των πτυχιούχων «καθηγητικών» σχολών, αλλά και συγκρότησης των αντίστοιχων πανεπιστημιακών τμημάτων όχι με ακαδημαϊκά κριτήρια, αλλά με βάση το «ποια επιστημονική ομάδα είναι κυρίαρχη σε κάθε πανεπιστήμιο ώστε να επιβάλει τις θέσεις των καθηγητών της».
Θέλουμε όμως πολίτες που μπορούν να μελετούν και να αποφασίζουν ή πολίτες που είναι εύκολο να χειραγωγηθούν;
Τα ερωτήματα για τη μετέπειτα εξέλιξη και οι μαθητές με ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες
Σημαντικά πεδία μελλοντικής διερεύνησης των προσδιοριστικών χαρακτηριστικών του σοκ της μετάβασης αποτελούν τα ερωτήματα που αφορούν τη διαχρονική εξέλιξη και τις επιδράσεις του σε χαρακτηριστικά της προσωπικότητας και της ακαδημαϊκής επίδοσης των μαθητών σε επόμενες φάσεις της μετάβασης κατά τη διάρκεια της εισαγωγικής χρονιάς, αλλά και κατά τον προβιβασμό από τάξη σε τάξη στο Γυμνάσιο. Ενδιαφέρον πεδίο βέβαια το οποίο αξίζει λεπτομερέστερης διερεύνησης αποτελεί η εξέταση του τρόπου με τον οποίο βιώνουν το σοκ μετάβασης μαθητές με ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες, όπως είναι οι αδύναμοι και οι υψηλών δυνατοτήτων μαθητές.
Πιο έντονη η αίσθηση του φόβου στα κορίτσια
Σε έρευνα με θέμα τη μετάβαση από το Δημοτικό στο Γυμνάσιο που έκαναν ο κ. Ματσαγγούρας και ο διδάκτωρ Επιστημών της Αγωγής κ. Σταμάτης Βούλγαρης εμφανίζεται ότι τα κορίτσια βιώνουν περισσότερο έντονα συναισθήματα φόβου και ανησυχίας για το νέο μαθησιακό περιβάλλον από ό,τι τα αγόρια, καθώς και μεγαλύτερη δυσαρέσκεια, που εστιάζεται στη δυσκολία των εργασιών και στην αυστηρότητα κανόνων στο Γυμνάσιο. Τα αγόρια δείχνουν μεγαλύτερη δυσαρέσκεια στον τομέα των σχέσεων με τους συμμαθητές στο Γυμνάσιο, ίσως διότι βιώνουν το μαθησιακό περιβάλλον περισσότερο ανταγωνιστικά από ό,τι τα κορίτσια.Στη μελέτη αυτή, όπως αναφέρουν οι ερευνητές, προέκυψαν ενδείξεις ότι τα χαρακτηριστικά του σοκ της μετάβασης διαφοροποιούνται ανάλογα με την περιοχή στην οποία ανήκει το Δημοτικό αποφοίτησης και το Γυμνάσιο υποδοχής. Το τελευταίο συμπέρασμα αναδεικνύει την ανάγκη συνδυαστικής μελέτης ατομικών χαρακτηριστικών των μαθητών και χαρακτηριστικών των σχολείων αποφοίτησης και υποδοχής. Τέτοια χαρακτηριστικά μπορεί να είναι το μέγεθος των σχολείων, το μέγεθος των τάξεων και των τμημάτων, η σύνθεση του μαθητικού πληθυσμού και η υιοθέτηση συγκεκριμένων παιδαγωγικών πρακτικών, όπως η προετοιμασία των μαθητών από τους δασκάλους στο Δημοτικό για την επερχόμενη μετάβαση στο Γυμνάσιο.
Πιο μεγάλο το χάσμα στα χρόνια της COVID
Η διευθύντρια του 2ου Γυμνασίου Παλλήνης κυρία Βάσω Γογούλου επιβεβαιώνει το εκπαιδευτικό χάσμα μεταξύ των βαθμίδων των σχολείων, αλλά προσθέτει ότι τα προβλήματα έχουν γίνει πολύ σοβαρότερα μετά την περίοδο της πανδημίας καθώς «δεν λειτούργησε καθόλου η τηλεκπαίδευση». «Τα κενά σε γνώσεις που βλέπουμε πλέον μέσα στις τάξεις είναι τεράστια και πολλές φορές δυσκολευόμαστε να τα καλύψουμε» λέει η κυρία Γογούλου. «Πράγματι, πάντα υπήρξε μια δυσκολία στη μετάβαση μεταξύ Δημοτικού και Γυμνασίου λόγω της προσαρμογής των παιδιών στα νέα δεδομένα που αντιμετώπιζαν. Πέρυσι όμως το πρόβλημα γιγαντώθηκε» αναφέρει. «Τα δεδομένα βέβαια έχουν αλλάξει» συνεχίζει. «Οι οικογενειακές σκέψεις πλέον είναι διαφορετικές, ενώ τα παιδιά δεν καλλιεργούν καθόλου τις λεκτικές τους δεξιότητες, κάτι που δυσκολεύει ακόμη περισσότερο η επικοινωνία τους σχεδόν μόνο μέσω των μέσων κοινωνικής δικτύωσης» αναφέρει χαρακτηριστικά. Προσθέτει όμως ότι μεγάλο κομμάτι του προβλήματος είναι το στατικό μέρος της διδασκαλίας των μαθημάτων στα σχολεία, καθώς οι νέοι ανταποκρίνονται πάντα και συνήθως με χαρά και ενθουσιασμό σε ομαδικά προγράμματα, δραστηριότητες, έρευνα κ.λπ. «Δυστυχώς το σχολείο όπως το είχαμε εμείς στο μυαλό μας οι παλαιότερες γενιές, δεν μπορεί να ανταποκριθεί σήμερα στις ανάγκες των σύγχρονων νέων» καταλήγει.