Η είδηση:
Η αποξένωση παιδιών από τους γονείς τους με βάση ψευδή στοιχεία. Παιδιά υποβάλλονται σε πρακτικές ψυχικής χειραγώγησης προκειμένου να πάρει ο ένας γονιός από τον άλλον την επιμέλεια. Εμπλεκόμενες δύο ψυχολόγες, η μία εκ των οποίων που τέθηκε σε διαθεσιμότητα είναι ψυχολόγος, αξιωματικός της Ελληνικής Αστυνομίας (!). Κατηγορούνται για ψευδείς γνωματεύσεις ασέλγειας μπαμπάδων στα ανήλικα παιδιά τους. Πρόκειται για μια μηχανή καταστροφής του παιδικού ψυχισμού.
Η πραγματικότητα κλονίζεται. Η αλήθεια προβάλλει ως ψεύδος και το ψεύδος ως αλήθεια. Το βίωμα ενός γυάλινου, υπό κατάρρευση κόσμου, θυμίζει την οδύνη που βιώνει ένα άτομο με ψύχωση. Μια οδύνη που ακατάπαυστα, πέρα από την οικογενειακή παθολογία, τροφοδοτείται από τη λειτουργία διάτρητων, εξίσου παθολογικών θεσμών, που αντί να περιθάλπουν και να προστατεύουν αναπαράγουν και τροφοδοτούν την οδύνη και την οδηγούν στα άκρα.
***
Γνωρίζω μια ιστορία αλλόκοτη και τρομαχτική για ένα αγόρι. Το λέγανε Αδόλφο. Θα μπορούσε να ήταν φίλος μου αν είχε καταφέρει να ζήσει. Αν, δηλαδή, τον είχανε αφήσει να φτάσει στην ηλικία μου και να γίνει 12 χρονών. Ομως είχε την ατυχία να γεννηθεί σε μια άλλη εποχή και σε μια άλλη χώρα. Στη Γερμανία τότε που ήταν ο Χίτλερ, κι όλα ήταν φρικτά κι απαίσια, κι ο πατέρας του αγοριού περίμενε πώς και πώς να γεννηθεί το μωρό. Αδημονούσε να το κρατήσει στα χέρια του και να σπεύσει με υπερηφάνεια να το παρουσιάσει στον Φίρερ. Αλλωστε προς τιμήν του Χίτλερ είχε δώσει στον γιο του το όνομα Αδόλφος.
Ο μικρός Αδόλφος όμως είχε την ατυχία να γεννηθεί χωρίς βλεφαρίδες. Επιπλέον, έφερε στο σώμα του το σημάδι ενός εκφυλισμού της ζωής. Ασχημης, άρρωστης, μη κανονικής ζωής. Πρώτος το διαπίστωσε ο πατέρας. Από την πρώτη στιγμή κατάλαβε ότι ο γιος του είχε ένα σοβαρό γενετικό πρόβλημα. Πόσο είναι λογικό, σκέφτηκε, να ζήσει ένα παιδί καθυστερημένο, αλλόκοτο, σχεδόν άχρηστο, και μάλιστα να φέρει το όνομα ενός δοξασμένου ηγέτη; Ετσι, νηστικό και δίχως νερό, το νεογέννητο αφήνεται να πεθάνει στην αγκαλιά της μητέρας του.
Ευτυχισμένο μωρό! Δεν πρόλαβε να μεγαλώσει. Δεν πρόλαβε να υποπτευθεί ποιος εν τέλει θέλει το κακό του: Ο πατέρας; Η μητέρα του; Kαι οι δυο μαζί; Ή μήπως η σκοτεινή εκείνη εποχή στην οποία έτυχε να γεννηθεί τόσα χρόνια πριν από τη δική μας… Μήπως να πέθαινα κι εγώ προτού προλάβω να μεγαλώσω; Δεν θα ήταν μια σπουδαία ιδέα; Κοιτάζω στον καθρέφτη και βλέπω τις αραιές, σχεδόν ανύπαρκτες, βλεφαρίδες μου.
– Μαμά, γιατί είναι έτσι τα μάτια μου; Είναι σαν να μην έχω τσίνορα.
– Δεν θυμάσαι;
– Oχι.
– Ο μπαμπάς σου μια μέρα θύμωσε μαζί σου. Ησουν τότε μικρούλης. Φώναζες, έκανες θόρυβο και δεν τον άφηνες ήσυχο.
– Και;
– Σε άρπαξε στα χέρια του, άγρια, πολύ άγρια, τόσο άγρια, πήρε ένα ψαλίδι κι έκοψε τις βλεφαρίδες σου… Τι κάνεις εκεί; του φώναξα. Αλλά εκείνος συνέχιζε.
– Δεν θυμάμαι τίποτα.
– Ηταν νύχτα, είχε πιει και δεν καταλάβαινε τι έκανε, ή μπορεί και να καταλάβαινε και να ήθελε να σου κόψει τις βλεφαρίδες για να σου βάλει μυαλό και να μην κάνεις φασαρία.
– Ναι, ίσως… δεν ξέρω… τώρα που μου το λες κάτι λίγο θυμάμαι.
Κι έπιασα τα μάτια μου. Ενας πόνος οξύς με διαπέρασε. Ο μπαμπάς μου σαν τον μπαμπά του Αδόλφου ήθελε λοιπόν να πεθάνω;
– Γι’ αυτό δεν βλέπω πια τον μπαμπά;
– Ναι, γι’ αυτό.
– Δεν με αγαπάει;
– Αν σε αγαπούσε, δεν θα σου έκοβε τις βλεφαρίδες.
Ο μπαμπάς μου θέλει το κακό μου. Κι αν έχει δίκιο; Αν δεν αξίζω την αγάπη του; Είμαι ο πιο κοντός στην τάξη, είμαι άσχημος, έχω σπυριά, και είμαι φοβητσιάρης. Γιατί να με θέλει;
– Κι αυτό το σημάδι εδώ, κάτω από τον αφαλό μου; Aυτό το κόκκινο καφέ σημαδάκι; Τι είναι αυτό;
– Σου το είπα, μην τον αφήνεις να σε αγγίζει. Εχε τον νου σου. Καλά θα κάνουμε να μην τον βλέπεις.
– Nαι, ίσως, έχεις δίκιο, μαμά.
Σκέφτηκα τον μικρό Αδόλφο που δεν πρόλαβε να γεννηθεί. Μικρέ μου πεθαμένε φίλε, ογδόντα χρόνια μετά, ένα αγόρι από την Ελλάδα σε σκέφτεται με αγάπη και στοργή. «Θες να γίνουμε φίλοι; Με λένε Ηλία». Γεννηθήκαμε χωρίς βλεφαρίδες. Μας εκτέλεσαν οι γονείς μας. Δεν προλάβαμε να ζήσουμε. Δεν προλάβαμε να μεγαλώσουμε. Μας κατάπιανε γονείς-βοές. Εσένα σε σκότωσαν μια φορά, εμένα κάθε μέρα… Αλλάζουμε θέση; Toν μπαμπά μου τον λένε Κώστα, τη μητέρα μου Ελένη. Είναι και μια κυρία ψυχολόγος. Ακουσα, κρυφά, τη μαμά να μιλάει στο τηλέφωνο μαζί της:
– Ναι, ναι, του τα έχω όλα πει όπως μου είπες. Τα έχει καταλάβει. Είναι όλα υπό έλεγχο. Μια χαρά θα τα πει. O τύπος θα πληρώσει ακριβά.
Ποιος είναι ο τύπος και ποιος θα πληρώσει ακριβά; Eγώ, ο πατέρας μου ή ο μικρός Αδόλφος; Oμως καλά! Εκείνος σκοτώθηκε νωρίς.
* Η κυρία Φωτεινή Τσαλίκογλου είναι καθηγήτρια Ψυχολογίας, συγγραφέας.