Αύριο στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών «Τραγουδάμε για τους ανθρώπους που δεν έχουν φωνή» σε μια βραδιά που διοργανώνει το Ελληνικό Τμήμα της Διεθνούς Αμνηστίας. Ο διευθυντής του, Γαβριήλ Σακελλαρίδης, μας μίλησε για τον ρόλο της Αμνηστίας σήμερα αλλά και για την προσωπική του διαδρομή, την επώδυνη παραίτησή του από το βουλευτικό αξίωμα και την κεντρική πολιτική σκηνή.
– Τα τελευταία χρόνια υπάρχει έντονη δυσπιστία απέναντι σε ΜΚΟ και σε οτιδήποτε παρουσιάζεται ως ανιδιοτελής προσφορά στο κοινωνικό σύνολο. Μαζί με τα ξερά έχουν καεί και πολλά χλωρά, αλλά μήπως μας είναι πολύ δύσκολο πια να αποδεχθούμε πως υπάρχουν άνθρωποι που λειτουργούν δίχως ίδιον όφελος;
«Δεν είναι παράλογη η αμφισβήτηση που υπάρχει απέναντι στις ΜΚΟ. Από τις αρχές της δεκαετίας του 2000, ένας εύκολος τρόπος πλουτισμού ήταν να φτιάξει κάποιος μια ΜΚΟ και εκμεταλλευόμενος τις επαφές με κάποια υπουργεία να εξασφαλίσει σημαντική χρηματοδότηση. Υπήρξε μια ανεξέλεγκτη περίοδος που κάποιοι σίγουρα επωφελήθηκαν. Σήμερα η διαχείριση των κονδυλίων για το Προσφυγικό γίνεται μέσω των ΜΚΟ, αφού αυτή είναι η πολιτική της ΕΕ. Πιθανά αυτό συνοδεύεται από ζητήματα διαφάνειας και διαχείρισης των χρημάτων σε κάποιες περιπτώσεις. Από την άλλη πλευρά, έχουν δημιουργηθεί πολλές θέσεις εργασίας, ενώ έχει καλυφθεί ένα κενό στην κοινωνική πρόνοια, που θα έπρεπε φυσικά να καλύπτει το κράτος. Το ουσιώδες ζήτημα ωστόσο είναι ότι συχνά βλέπουμε να αξιοποιείται αυτή η συζήτηση για να απαξιωθούν συνολικά η κοινωνική προσφορά και η αλληλεγγύη. Για παράδειγμα, όσοι είναι εκ θέσεως εχθρικοί στους πρόσφυγες αναπαράγουν με έναν ακραίο τρόπο ότι οι ΜΚΟ πλουτίζουν μέσω του Προσφυγικού. Νομίζω ότι θα πρέπει αφενός να μην είμαστε ισοπεδωτικοί και αφετέρου να μην επιτρέψουμε, υπό το βάρος αυτής της συζήτησης, να απαξιωθεί η συλλογική οργάνωση και δράση, προς όφελος μιας επιστροφής στον ατομισμό».
– Πώς θωρακίζεται η Διεθνής Αμνηστία απέναντι σε μια τέτοιου είδους δυσπιστία;
«Για τη Διεθνή Αμνηστία είναι πιο εύκολο, επειδή από θέση αρχής δεν διαχειρίζεται κονδύλια για το Προσφυγικό ή για οτιδήποτε άλλο και δεν παίρνει δεκάρα τσακιστή ούτε από την κυβέρνηση ούτε από την Ευρωπαϊκή Ενωση ούτε από την Υπατη Αρμοστεία. Και ο λόγος είναι απλός: δεν μπορούμε να χρηματοδοτούμαστε από αυτούς που καλούμαστε να ελέγξουμε αν θέλουμε η οργάνωση να παραμείνει αμερόληπτη και αξιόπιστη. Επομένως η καλύτερη θωράκιση είναι μέσα από τις δράσεις μας και μέσα από τη γνωστοποίηση στο κοινό ότι δεν χρηματοδοτούμαστε από κυβερνήσεις και ΕΕ».
– Εχω την εντύπωση πως η Διεθνής Αμνηστία κάποτε ήταν πιο κραταιή και ίσως και περισσότερο παρεμβατική. Εχει υποχωρήσει διεθνώς η δυναμική της;
«Διεθνώς όχι, δεν νομίζω. Εξακολουθεί να είναι η μεγαλύτερη οργάνωση ανθρωπίνων δικαιωμάτων στον κόσμο, αριθμώντας πάνω από 7 εκατομμύρια μέλη. Ακόμα και σε χώρες όπου οι προβολείς της δημοσιότητας δεν φτάνουν εύκολα, οι ερευνητές/ερυνήτριες της Διεθνούς Αμνηστίας είναι εκεί για να καταγράψουν και να δημοσιοποιήσουν τις παραβιάσεις. Επιπλέον, ο δημόσιος λόγος της δύσκολα αγνοείται από κυβερνήσεις, οργανισμούς και πολυεθνικές επιχειρήσεις, αφού δεν αμφισβητείται η αξιοπιστία του, αλλά και επειδή η κινητοποίηση των μελών και των ακτιβιστών/ακτιβιστριών της δεν αφήνει περιθώρια σε όσους παριστάνουν τους έκπληκτους. Για την Ελλάδα όμως θα συμφωνήσω μαζί σας, η παρεμβατικότητα της Διεθνούς Αμνηστίας έχει υποχωρήσει σε σχέση με το παρελθόν. Αυτό οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην κρίση, που εκτός από οικονομική είναι και κρίση των συλλογικοτήτων».
– Ποια θέματα είναι σήμερα πιο ψηλά στην ατζέντα σας;
«Σίγουρα το Προσφυγικό είναι από τις βασικές μας προτεραιότητες, αφού δεν μπορούμε να κλείσουμε τα μάτια στις άθλιες συνθήκες που επικρατούν στους καταυλισμούς στα νησιά, ούτε να μην καταγγέλλουμε την απαράδεκτη ευρωπαϊκή πολιτική για το άσυλο που ρίχνει όλο το βάρος της ευθύνης σε χώρες όπως η Ελλάδα και η Ιταλία. Υψηλά στην ατζέντα μας είναι το θέμα της έμφυλης βίας. Οι βιασμοί, οι σεξουαλικές παρενοχλήσεις και οι διακρίσεις σε βάρος των γυναικών είναι δυστυχώς στην ημερήσια διάταξη. Παράλληλα μια υπόθεση για την οποία διοργανώνουμε διεθνή εκστρατεία είναι η υπόθεση του λιντσαρίσματος μέχρι θανάτου του Ζακ Κωστόπουλου στην Ομόνοια. Αυτή η υπόθεση είναι συμβολική γιατί συμπυκνώνει όλες τις αντιφάσεις και τις προκαταλήψεις της ελληνικής κοινωνίας. Μετά τον θάνατό του, άνοιξε το καπάκι του υπονόμου και ξεπετάχτηκαν όλες οι φοβίες και τα κατώτερα ένστικτα. Παράλληλα όμως ξεπήδησε και ένα κύμα αλληλεγγύης που είπε: «Ως εδώ. Δεν μπορεί να σκοτώνεται ένας άνθρωπος με τέτοιον τρόπο και να σφυρίζουμε αδιάφορα, επειδή η διαφορετικότητά του τρομάζει κάποιους». Και απαιτούμε να αποδοθούν ευθύνες. Τέλος, ήταν αδυναμία της Διεθνούς Αμνηστίας, λόγω αντικειμενικών δυσκολιών, που μέσα στα χρόνια της κρίσης δεν ασχολήθηκε με τα κοινωνικά και οικονομικά δικαιώματα των πολιτών. Αυτό το κενό μέσα στο 2019 θέλουμε να το αναπληρώσουμε».
– Σε εποχές που ο εθνικισμός και η Ακροδεξιά διεκδικούν πάλι χώρο στην Ευρώπη, ποιος είναι ο ρόλος της Διεθνούς Αμνηστίας;
«Είναι κρίσιμη η περίοδος και έχω την αίσθηση πως αν δεν υπάρξει συνειδητοποίηση της απειλής, στο εγγύς μέλλον θα αναρωτιόμαστε τι δεν κάναμε σωστά όταν μπορούσαμε. Εθνικισμός δεν είναι η αγάπη για την πατρίδα, εθνικισμός είναι να μισείς τις πατρίδες των άλλων, να τους αντιμετωπίζεις σαν διαρκή απειλή και να βλέπεις παντού συνωμοσίες από αυτούς που «επιβουλεύονται τα δίκαια του περιούσιου λαού». Και αυτοί οι τελευταίοι δεν είναι μόνο άλλα κράτη, αλλά και άτομα εντός των τειχών που μπορεί να έχουν άλλο χρώμα, άλλη θρησκεία, άλλη ιδεολογία και εκφεύγουν από αυτό που η «πλειοψηφία» θεωρεί «κανονικό». Το μίσος και ο ρατσισμός βρίσκουν πάτημα σε τέτοιες αντιλήψεις και δημιουργούν το πρόσφορο έδαφος για την ενίσχυση της Ακροδεξιάς. Ως Διεθνής Αμνηστία βάζουμε στον πυρήνα της δράσης μας την ανθρώπινη αξιοπρέπεια και τον σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων ως τον μόνο τρόπο να διασφαλίζουμε ένα μέλλον χωρίς την τοξικότητα αυτών των αντιλήψεων».
«Αλλιώς αξιολογεί ο καθένας αν μένει ή αν φεύγει»
– Οταν παραιτηθήκατε από βουλευτής και αποχωρήσατε από το πολιτικό προσκήνιο, το πρώτο συναίσθημα ήταν πως «προδοθήκατε» από συντρόφους σας ή απλώς θεωρήσατε εφικτό κάτι που στην πράξη αποδείχθηκε αξεπέραστο;
«Την έννοια της “προδοσίας” δεν τη συμμερίζομαι γιατί απλοποιεί πολύ σύνθετες ιστορικές στιγμές. Αυτή η απλοποίηση αποθεώνει τον υποκειμενικό παράγοντα και παραβλέπει λάθη που μπορεί να έγιναν σε βάθος χρόνου με ευθύνη όλων όσοι συμμετείχαμε. Απλώς εγώ ο ίδιος ένιωσα ότι από ένα σημείο και μετά μού ήταν αδύνατον να νιώσω χρήσιμος στην κατεύθυνση που ακολουθήθηκε. Δεν το λέω ως μια πράξη ευθύνης, δεν ζητάω να μου πιστωθεί κάτι τέτοιο. Για κάποιους/κάποιες μπορεί να είναι και πράξη αδυναμίας, και ίσως αυτό να έχει και ψήγματα αλήθειας. Ωστόσο νιώθω εντάξει με τη συνείδησή μου, μια και αυτό είναι κάτι προσωπικό, και αλλιώς αξιολογεί ο καθένας το αν μένει ή αν φεύγει και τι κάνει μετά».
– Η Αριστερά έχει λόγο να είναι στην εξουσία μόνο αν μπορεί να εφαρμόσει εκείνα που ευαγγελίζεται ή είναι θεμιτή και η προσαρμοστικότητα στις συνθήκες;
«Αυτή η ερώτηση δεν επιδέχεται καθαρή απάντηση. Ναι, σίγουρα χρειάζεται προσαρμοστικότητα, δεν το αρνείται κανείς. Η “συγκεκριμένη ανάλυση της συγκεκριμένης κατάστασης” είναι τσιτάτο που χρησιμοποιείται κατά κόρον ως πυξίδα, ενδεχομένως όμως και να γίνεται κατάχρηση, αφού το δύσκολο είναι να μη χάνονται οι αξιακές άγκυρες στον βωμό της προσαρμοστικότητας. Σαν απάντηση σε μια συνέντευξη απαντάται σε δύο λεπτά, στην πράξη όμως είναι πιο δύσκολο να συμβιβάσεις και τα δύο».