Ξημερώματα 16ης Μαΐου 2024. Μια ακόμη γυναικοκτονία. Θύμα η 40χρονη Ενκελέιντα, μητέρα δυο παιδιών. Θα μπορούσε να έχει αποφευχθεί; Πιθανότατα. Ωστόσο υπερίσχυσαν οι λανθασμένες αποφάσεις, ο φόβος, η αδυναμία αντίδρασης την κρίσιμη στιγμή, η έλλειψη αντανακλαστικών των Αρχών που επέλεξαν να αφήσουν ελεύθερο τον δράστη με περιοριστικούς όρους, ενώ οι νέες διατάξεις των νόμων έδιναν τη δυνατότητα να κρατηθεί με τη διαδικασία του αυτοφώρου. Ολα οδήγησαν σε μια ακόμη τραγική κατάληξη.
H «τομή» ωστόσο στην αντίδραση των θυμάτων βίας στη χώρα μας φαίνεται να ήρθε μετά τη γυναικοκτονία της Κυριακής Γρίβα – την οποία δολοφόνησε ο πρώην σύντροφός της Θανάσης έξω από το ΑΤ Αγίων Αναργύρων ενώ είχε πάει ακριβώς να καταγγείλει τον ίδιο – ενάμιση μήνα νωρίτερα. Οπως αποκαλύπτουν τα στοιχεία, μετά τον θάνατο της Κυριακής οι κλήσεις στην Αμεση Δράση από θύματα που βιώνουν ενδοοικογενειακή βία έφτασαν τις 2.165 (το πρώτο δεκαπενθήμερο του Απρίλιου του 2024), εκ των οποίων τα 161 θύματα-γυναίκες απέκτησαν την εφαρμογή του Panic Button και από αυτές οι 27 μεταφέρθηκαν με οχήματα της ΕΛ.ΑΣ. σε δομές.
Ο θάνατος της Κυριακής όταν βρισκόταν σε αστυνομικό τμήμα ζητώντας βοήθεια και προστασία από τις απειλές του πρώην συντρόφου της λειτούργησε αφυπνιστικά. Βοήθησε πολλές γυναίκες να καταγγείλουν όσα βιώνουν και να ζητήσουν βοήθεια από την Αμεση Δράση. Ωστόσο, όταν το θέμα «ξεχάστηκε», ο φόβος υπερίσχυσε ξανά και οι εκκλήσεις για βοήθεια και προστασία περιορίστηκαν.
Τα στοιχεία του υπουργείου Προστασίας του Πολίτη δείχνουν ότι το προηγούμενο χρονικό διάστημα μειώθηκαν κάτω από το ήμισυ τα άτομα που ζήτησαν βοήθεια από την Αμεση Δράση. Κατά την εβδομάδα 29 Απριλίου μέχρι τις 5 Μαΐου το κέντρο της Αμεσης Δράσης ανταποκρίθηκε σε 752 κλήσεις (2,8 φορές πιο κάτω από τον αριθμό του Απρίλιου, όταν ο θάνατος της Κυριακής ήταν «νωπός»). Αριθμός που φαίνεται να σημείωσε κάποια αύξηση κατά την εβδομάδα 6 Μαΐου με 12 Μαΐου, αφού το κέντρο της Αμεσης Δράσης ανταποκρίθηκε σε 828 κλήσεις.
Το γεγονός ότι και οι δύο γυναίκες δολοφονήθηκαν ενώ είχαν απευθυνθεί στις Αρχές δεν πέρασε ωστόσο απαρατήρητο, αλλά προκάλεσε νέο κύμα οργής τις προηγούμενες ημέρες, γιατί και οι δύο έκαναν τα δέοντα και εν τούτοις είχαν την ίδια κατάληξη.
Η ψυχολογία του θύματος
Το θύμα όταν βιώνει μια καθημερινότητα-κόλαση δεν έχει πάντα τη δύναμη να αντιμετωπίσει τον «εφιάλτη» της. Σύμφωνα με την κλινική ψυχολόγο-ψυχοθεραπεύτρια Αννα Κανδαράκη, «οι άνθρωποι μετά τις γυναικοκτονίες άρχισαν να βλέπουν κοινά σημεία με τις απειλές που άκουγαν στις δικές τους σχέσεις. Ενώ προηγουμένως θεωρούσαν ότι δεν είναι πιθανό να φτάσει μέχρι εκεί, μετά τις γυναικοκτονίες που ήρθαν στο φως της δημοσιότητας άρχισαν να πιστεύουν ότι είναι εφικτό και ο φόβος έγινε εντονότερος τολμώντας να ζητήσουν βοήθεια και κάνοντας καταγγελία» αναφέρει. Αυτό δεν είναι όμως μια στάση που τηρούσαν μόνιμα, οπότε συχνά την απέσυραν, σημειώνει η κυρία Κανδαράκη.
2013 η πρώτη καταγγελία
Η 40χρονη μητέρα, η 6η γυναικοκτονία από τις αρχές του 2024, δολοφονήθηκε στη συμβολή των οδών Πάρνηθος και Αριστοτέλους στο Μενίδι, μόλις 50 μέτρα από το σπίτι που είχε αγοράσει για να ζήσει με τα δύο της παιδιά. Η άτυχη γυναίκα είχε προβεί σε καταγγελίες για ενδοοικογενειακή βία, ο δράστης είχε αναζητηθεί και συλληφθεί στα όρια του αυτοφώρου. Τότε στη 40χρονη είχε δοθεί Panic Button, ενώ της είχε δοθεί και η δυνατότητα μεταφοράς της σε δομή φιλοξενίας, αλλά είχε αρνηθεί.
Η πρώτη καταγγελία της έγινε στις 3 Απριλίου 2013 με τη γυναίκα να τον καταγγέλλει για ενδοοικογενειακή βία. Τότε ο άνδρας συνελήφθη και οδηγήθηκε στον εισαγγελέα. Το 2018 υπήρξε δικαστική απόφαση με την οποία τού απαγορευόταν να μείνει μαζί της, αλλά δεν εφαρμόστηκε άμεσα. Σύμφωνα με το οικογενειακό περιβάλλον του θύματος, ο δράστης την είχε απειλήσει αρκετές φορές με μαχαίρι, ακόμα και όταν ήταν έγκυος, είχε χειροδικήσει σε βάρος της και την είχε απειλήσει ότι θα τη σκοτώσει, ενώ το θύμα δεν ζούσε μαζί του εδώ και ενάμιση χρόνο. Η δεύτερη καταγγελία από το θύμα έγινε στις 18 Σεπτεμβρίου 2022 με τη 40χρονη να καταγγέλλει τον εν διαστάσει σύζυγό της για απειλή, σωματική βλάβη και εξύβριση. Ο άνδρας συνελήφθη και πάλι και οδηγήθηκε στον εισαγγελέα.
Στις 7 Μαΐου του 2024 έγινε η τελευταία καταγγελία που αφορούσε και πάλι ενδοοικογενειακή βία-απειλή, σωματική βλάβη και εξύβριση. Η υπόθεση παραπέμφθηκε για δίκη στο Αυτόφωρο Μονομελές Πλημμελειοδικείο της Αθήνας την επόμενη ημέρα, στις 8 Μαΐου. Παρόλο που η εκδίκαση της υπόθεσης ξεκίνησε κανονικά στις 8 Μαΐου, εν τούτοις αναβλήθηκε για τις 17 Μαΐου λόγω απουσίας της παθούσας. Πάντως οι ρυθμίσεις που τέθηκαν σε ισχύ από την 1η Μαΐου, οι οποίες αυστηροποιούν την ποινική μεταχείριση εκείνων που προβαίνουν σε εγκλήματα ενδοοικογενειακής βίας (παιδιά, γυναίκες κ.λπ.), δίνουν τη δυνατότητα στους δικαστές – παρά την απουσία της καταγγέλλουσας –να προχωρήσουν στην εκδίκαση της υπόθεσης σε τρεις ημέρες, όσες προβλέπει ο νόμος για τα αυτόφωρα, και να κρατήσουν τον δράστη. Oμως οι δικαστικοί λειτουργοί έκριναν ότι όφειλαν να έχουν μπροστά τους όλα τα δεδομένα και άφησαν ελεύθερο τον δράστη με περιοριστικούς όρους. Οπότε το δικαστήριο όρισε δικάσιμο για τις 17 Μαΐου. Ομως τα γεγονότα «πρόλαβαν» τη Δικαιοσύνη. Ο δράστης αυτή τη φορά δεν έμεινε μόνο στις απειλές και προέβη και στη μοιραία πράξη και σκότωσε το θύμα του.
Σε βάρος του ασκήθηκε ποινική δίωξη για ανθρωποκτονία από πρόθεση σε ήρεμη ψυχική κατάσταση και παράνομη οπλοφορία / οπλοχρησία, ενώ θα απολογηθεί αύριο στον ανακριτή.