Τι συμβαίνει τελικά με το ΕΣΥ; Είναι υπερφίαλοι οι εκπρόσωποι των γιατρών όταν απαιτούν και… απαιτούν, προειδοποιώντας για τη σταδιακή κατάρρευση και ιδιωτικοποίηση του συστήματος; Μήπως είναι πολύ θεωρητικοί οι τεχνοκράτες και οι αναλυτές, προτείνοντας μη εφαρμόσιμες στην πράξη προτάσεις; Και εν τέλει, τα κενά στο ΕΣΥ ισοδυναμούν με «έκτακτες» ή μόνιμες ανάγκες;

Δυστυχώς, η συζήτηση αυτή δεν είναι πρωτόγνωρη. Επαναλαμβάνεται την τελευταία και πλέον δεκαετία, με απελπιστική συχνότητα και εντοπισμένη περίοδο  κορύφωσης τους θερινούς μήνες – όταν δηλαδή τα κενά αποκαλύπτονται σε όλη την έκτασή  τους, στο σύνολο του ελλαδικού χάρτη.

Τα τελευταία επεισόδια της ίδιας «σειράς», που ήθελαν ακόμα και την επίταξη ιδιωτών γιατρών για την προσωρινή στελέχωση του ΕΣΥ (εγκαταλείφθηκε λόγω αντίδράσεων), αλλά και τη θεσμοθέτηση πρωτόγνωρων (τουλάχιστον για τη χώρα μας) μέτρων, όπως η είσοδος των δημοσίων γιατρών στον ιδιωτικό στίβο αλλά και το αντίστροφο, για ορισμένους αποτελούν δείγματα, εν απουσία συγκροτημένου σχεδίου, μιας απέλπιδας προσπάθειας στήριξης του συστήματος που σταδιακά χάνει την αίγλη του.

Η λύση σύμφωνα με τους ειδικούς είναι η πρόταση που έχει κατατεθεί ήδη από το 2020, χωρίς την ανάλογη κυβερνητική ανταπόκριση, για ενιαίες προκηρύξεις ανά ειδικότητα για την κάλυψη των κενών θέσεων πανελλαδικά

Το σύστημα απωθεί τους γιατρούς

«Στο σημερινό ΕΣΥ καταγράφονται σημαντικές ελλείψεις στο ιατρικό προσωπικό. Πολλοί γιατροί συνταξιοδοτούνται ή αποχωρούν, νέοι γιατροί δεν ενδιαφέρονται, με αποτέλεσμα το ιατρικό προσωπικό να τείνει να μετατραπεί σε γερασμένο και κουρασμένο σώμα λειτουργών, χωρίς ουσιαστικό όραμα και κίνητρο προσφοράς, με ιδιαίτερα χαμηλούς μισθούς, αλλά και δυσμενείς συνθήκες εργασίας» παρατηρεί μιλώντας στο «Βήμα» ο ομότιμος καθηγητής Ιατρικής του ΕΚΠΑ και διευθυντής του Ινστιτούτου Κοινωνικής και Προληπτικής Ιατρικής, Γιάννης Τούντας.

Και παραθέτει την ίδια ώρα δύο ακόμα δεδομένα που τεκμηριώνουν πως το δημόσιο σύστημα απωθεί τους λειτουργούς του Ιπποκράτη:  Αφενός σχεδόν 20.000 έλληνες γιατροί εργάζονται στο εξωτερικό και αφετέρου οι περισσότεροι γιατροί που εργάζονται στην Ελλάδα, με έμφαση στους νέους, δραστηριοποιούνται στον ιδιωτικό τομέα λόγω υψηλότερων αμοιβών και καλύτερων συνθηκών εργασίας.

Τα ακόλουθα παραδείγματα, συμπυκνώνουν τις αιτίες: Εστιάζοντας στο Νοσοκομείο Λαμίας, διαπιστώνει κανείς πως στην Παιδιατρική Κλινική από τις έξι θέσεις είναι καλυμμένες μόνο οι δύο. Οι γιατροί αυτοί, σύμφωνα με πρόσφατη ανακοίνωση της Ενωσης Νοσοκομειακών Γιατρών Λαμίας, εφημέρευαν επί 15 ημέρες έκαστος τον περασμένο μήνα, με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Επιπροσθέτως, το Κεντρικό Συμβούλιο Υγείας (ΚΕΣΥ), όπως αναφέρει η Ενωση, ανέστειλε τη λήψη ειδικότητας από τη συγκεκριμένη Κλινική που λόγω των συνθηκών υπολειτουργεί, με αποτέλεσμα να χαθεί και η ανεκτίμητη προσφορά των ειδικευόμενων γιατρών.

Λύσεις-μπαλώματα από το υπουργείο

Αντίστοιχες καταγγελίες καταφθάνουν από κάθε γωνιά της χώρας: «Το Κέντρο Υγείας Τήνου αυτή τη στιγμή διαθέτει από ειδικευμένους γιατρούς μόνο μία παιδίατρο, έναν ορθοπαιδικό από μετακίνηση, μία μικροβιολόγο και έναν οδοντίατρο. Δεν υπάρχει γενικός γιατρός, δεν υπάρχει παθολόγος, δεν υπάρχει καρδιολόγος, δεν υπάρχει ακτινοδιαγνώστης, δεν υπάρχει τίποτα. Υπάρχουν μόνο αγροτικοί γιατροί που βγάζουν εφημερίες» τόνισε στις αρχές του μήνα ο πρόεδρος της ΠΟΕΔΗΝ, Μιχάλης Γιαννάκος. Το υπουργείο Υγείας απάντησε αντανακλαστικά με έκτακτες μετακινήσεις, λόγω Δεκαπενταύγουστου, επενδύοντας για μία ακόμα φορά σε λύσεις-μπαλώματα.

Στο Νοσοκομείο Ρόδου, πάλι, καταγράφεται μεγάλο έλλειμμα νοσηλευτών, ενώ, όπως αναφέρει ενδεικτικά ο γ.γ. της Ομοσπονδίας Ενώσεων Νοσοκομειακών Γιατρών Ελλάδας (ΟΕΝΓΕ) και νευροχειρουργός στο Νοσοκομείο Νίκαιας, Παναγιώτης Παπανικολάου, στην Αρτα επί τριάμισι χρόνια δεν έχει προκηρυχθεί ούτε μία θέση στη Μονάδα Εντατικής Θεραπείας (ΜΕΘ) του νοσοκομείου παρά τις αντικειμενικές ανάγκες. Μάλιστα και σύμφωνα με την Ομοσπονδία «πρόσφατα η διοίκηση του νοσοκομείου αναγκάστηκε να μειώσει τον αριθμό λειτουργούντων κλινών στη ΜΕΘ από 7 σε 4, ενώ είναι γνωστές οι ελλείψεις κλινών ΜΕΘ σε όλη την ευρύτερη περιοχή Δυτικής Στερεάς, Ηπείρου, Δυτικής Μακεδονίας».  Αντίστοιχα, ο διευθυντής της Νευροχειρουργικής Κλινικής του «Παπανικολάου» «επί δύο χρόνια παρακαλάει για την προκήρυξη δύο θέσεων επιμελητών Β’. Τελικά η διοίκηση τον εξανάγκασε να παραιτηθεί από επιστημονικά υπεύθυνος» προσθέτει ο ίδιος.

Οι μισθοί για τους νοσηλευτές και τους διασώστες του ΕΚΑΒ δεν είναι μόνο εξευτελιστικοί, αλλά ασύμβαοι με την επιβίωση. Είναι αδύνατον να μπροεί να ζήσει κάποιος σήμερα με 800-850 ευρώ τον μήνα

Μισθοί με τους οποίους δεν μπορείς να επιβιώσεις

Το υπουργείο Υγείας από την πλευρά του επιμένει πως πολλές προκηρύξεις ανά τη χώρα βγαίνουν συνεχώς «άγονες», με το ενδιαφέρον των νέων γιατρών να βρίσκεται σε κάθετη πτώση. «Είχαμε απευθύνει έκκληση για προσλήψεις στις αρχές του 2022 και πολύ περισσότερο το καλοκαίρι του 2023, παρατηρώντας την καταιγίδα παραιτήσεων γιατρών που λάμβανε ρυθμό ντόμινο. Ομως δεν μας εισάκουσαν. Οσον αφορά το λοιπό προσωπικό, η κατάσταση είναι παρόμοια. Οι  μισθοί για τους νοσηλευτές και τους διασώστες του ΕΚΑΒ δεν είναι μόνο εξευτελιστικοί, όπως αυτοί των γιατρών συγκρινόμενοι με τους αντίστοιχους στο εξωτερικό, αλλά και ασύμβατοι με την επιβίωση. Είναι αδύνατον να μπορεί να ζήσει κάποιος σήμερα με 800-850 ευρώ τον μήνα» τονίζει ο κ. Παπανικολάου.

Εν τω μεταξύ, όσο τα κενά εντείνονται ανά κλινική τόσο γιγαντώνεται και η άρνηση των γιατρών για εκδήλωση ενδιαφέροντος πλήρωσης μιας θέσης. Γνωρίζουν πως η εργασία που θα κληθούν να «σηκώσουν» θα είναι δυσανάλογη των δυνατοτήτων τους λόγω των κενών. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε πως ολοένα και συχνότερα τα τελευταία χρόνια οι γιατροί κάνουν λόγο για «επισφαλείς συνθήκες» εργασίας αλλά και νοσηλείας.

Η λύση, σύμφωνα με τον κ. Παπανικολάου, είναι η πρόταση που έχει κατατεθεί ήδη από το 2020, χωρίς την ανάλογη κυβερνητική ανταπόκριση, για ενιαίες προκηρύξεις ανά ειδικότητα για την κάλυψη των κενών θέσεων πανελλαδικά. «Παραδείγματος χάριν,  προκηρύσσονται όλες οι θέσεις των αναισθησιολόγων, περιλαμβάνοντας όλα τα κενά ανά την επικράτεια. Οι υποψήφιοι θα γνώριζαν κατά αυτόν τον τρόπο ότι οι θέσεις στο νοσοκομείου ενός νησιού θα καλύπτονταν ταυτόχρονα. Οχι να πάει ένας και να κάνει τον «καμικάζι»».

Οικονομικά κίνητρα από το υπουργείο

Στο μείζον θέμα της «ανισοκατανομής του προσωπικού στα νοσοκομεία και στα Κέντρα Υγείας μεταξύ των υγειονομικών περιφερειών» στέκεται και ο κ. Τούντας, συμπληρώνοντας πως «κατά κανόνα  παρατηρείται συγκέντρωση του ιατρικού κυρίως δυναμικού στα δύο αστικά κέντρα της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης». Ετσι, η Περιφέρεια, συνυπολογίζοντας τις ιδιαιτερότητες της νησιωτικής χώρας και των απομακρυσμένων περιοχών, παρακμάζει.

Το υπουργείο Υγείας επιχειρεί από την πλευρά του, μέσω της νομοθέτησης σειράς μέτρων, να καταστήσει ξανά ελκυστικό το ΕΣΥ στους νέους γιατρούς. Μεταξύ άλλων, περί τα τέλη Αυγούστου με αρχές Σεπτεμβρίου αναμένεται η υπουργική απόφαση που θα επικαιροποιήσει τον χάρτη των άγονων περιοχών (πρόκειται για σημεία ανά την επικράτειαόπου λόγω γεωγραφικών, συγκοινωνιακών και άλλων συνθηκών τα νοσοκομεία ή τα Κέντρα Υγείας αντιμετωπίζουν προβλήματα στελέχωσης) και θα φέρει και επιπλέον οικονομικά κίνητρα.

Μάλιστα εκτός από τον τριπλασιασμό του επιδόματος για τις άγονες περιοχές, αναμένεται να προβλεφθεί και επιπλέον μπόνους για τις «άγονες» ειδικότητες. Πιο συγκεκριμένα, οι ειδικότητες αιχμής που λείπουν από το σύστημα με έμφαση στην Περιφέρεια είναι παθολόγοι, αναισθησιολόγοι, παιδίατροι, ακτινολόγοι και μικροβιολόγοι, τις οποίες οι τεχνοκράτες στην οδό Αριστοτέλους προσπαθούν να… ανανήψουν καθιστώντας τες ελκυστικότερες.

Το στοίχημα της άσκησης ιδιωτικού έργου

Η δυνατότητα άσκησης ιδιωτικού έργου στους δημόσιους γιατρούς είναι ένα ακόμα «στοίχημα» για την ηγεσία στην οδό Αριστοτέλους, προσδοκώντας πως κατ’ αυτόν τον τρόπο θα μετριαστεί η μισθολογική ματαίωσή τους. Μια μεγάλη μερίδα τους εν τούτοις φαίνεται να μην πείθεται.

Χαρακτηριστική είναι η τοποθέτηση του Σωματείου Ειδικευμένων Γιατρών ΕΣΤ του Νομού Μεσσηνίας. Περιγράφουν τον κίνδυνο  της «κατάρρευσης μεγάλων κλινικών του Νοσοκομείου Καλαμάτας, καθώς δουλεύουν με τον μισό αριθμό των απαιτούμενων γιατρών, όπως οι παθολογικές και η καρδιολογική». Εστιάζουν στις αναμονές για τα εξωτερικά ιατρεία που «είναι τεράστιες» και αναφέρονται στο Τμήμα Επειγόντων Περιστατικών που καλύπτεται «με τον μισό αριθμό των γιατρών που ορίζει το οργανόγραμμα».

Μετά τη χαρτογράφηση των ελλείψεων (ο νομός, όπως λένε, μετρά περίπου 40 κενές οργανικές θέσεις γιατρών, την ώρα που το 1/3 της δύναμης καλύπτεται από επικουρικό προσωπικό), καταλήγουν πως στην πράξη δεν υπάρχει ελεύθερος χρόνος για ιδιωτικό έργο. «Απλά δεν γίνεται να δουλέψεις παραπάνω. Συμφέρον δικό μας και αναπόφευκτα και των ασθενών μας είναι να έχουμε ανθρώπινα ωράρια, αξιοπρεπείς μισθούς και ελεύθερο χρόνο».

«Προτεραιότητα της κυβέρνησης θα πρέπει να είναι η Υγεία, ώστε να αισθάνονται οι πολίτες ασφαλείς. Και βέβαια, όταν προκύψουν εκ νέου δύσκολες υγειονομικές συνθήκες όπως συνέβη κατά την πανδημία, τα νοσοκομεία να είναι σε θέση να αντεπεξέλθουν» υπογραμμίζει από την πλευρά της η πρόεδρος της Ενωσης Ιατρών Νοσοκομείων Αθήνας – Πειραιά (ΕΙΝΑΠ) και συντονίστρια διευθύντρια στη Γ’ Παθολογική Κλινική του Νοσοκομείου «Γ. Γεννηματάς», Ματίνα Παγώνη.  Και υπενθυμίζει πως η θέση της ΕΙΝΑΠ είναι μόνιμες προσλήψεις με γιατρούς πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης. Η ίδια επιμένει πως πρέπει να προκηρυχθούν όλες οι θέσεις. «Παράλληλα να οριστούν συμβούλια κρίσεων που θα τρέξουν τις διαδικασίες ώστε να παρουσιαστούν άμεσα οι γιατροί στα νοσοκομεία. Επιπρόσθετα θα πρέπει να νομοθετηθούν κίνητρα-«πακέτο» για τις παραμεθόριες και τις νησιωτικές περιοχές. Δηλαδή, οικονομικά μπόνους, προσφορά στέγης, δικαίωμα επιστροφής έπειτα από ένα εύλογο χρονικό διάστημα (π.χ. τριών ετών) στην πόλη που επιθυμούν, αλλά και ευκαιρίες επιστημονικής ανέλιξης».

Η «μαύρη τρύπα» και ο χάρτης-πυξίδα

Πόσο μεγάλη είναι η «μαύρη τρύπα» στα νοσοκομεία της χώρας; Ο κ. Παπανικολάου κάνει λόγο για 8.500 κενές θέσεις γιατρών σε νοσοκομεία, Κέντρα Υγείας και ΕΚΑΒ. Αναφερόμενος στο λοιπό προσωπικό (νοσηλευτές, τραυματιοφορείς, τεχνικό προσωπικό κ.ά.) συμπληρώνει πως οι κενές οργανικές θέσεις ανέρχονται σε περίπου 35.000. Και έπειτα γεννάται ένα δεύτερο ερώτημα: Τα οργανογράμματα ανταποκρίνονται στις ανάγκες τού σήμερα;

Η απάντηση εκκρεμεί έως ότου εκδοθεί ο πολυδιαφημιζόμενος αλλά προς το παρόν… άφαντος Υγειονομικός Χάρτης. Κάπως έτσι εκθέσεις, προτάσεις, σχέδια βγαίνουν και ξαναμπαίνουν στα… υπουργικά συρτάρια, εν απουσία τεκμηριωμένων ποιοτικών και ποσοτικών στοιχείων, πολιτικής βούλησης (δρομολογούμενες μεταρρυθμίσεις κατά το παρελθόν είχαν ξεσηκώσει έντονες αντιδράσεις), συναίνεσης αλλά και ανατροπών (π.χ. πανδημία).

Σε κάθε περίπτωση, οι παθογένειες είναι γνωστές, όπως η ανορθολογική κατανομή υπηρεσιών που συνεπάγεται κατασπατάληση πόρων (έμψυχων και άψυχων) χωρίς να αποδίδονται τα μέγιστα προς όφελος των πολιτών. Κάπως έτσι έχει οικοδομηθεί και διατηρηθεί ένα ΕΣΥ «δύο ταχυτήτων»: Νοσοκομεία μη βιώσιμα λόγω χαμηλής πληρότητας και νοσηλευτικά ιδρύματα-«πυλώνες» που αναπτύσσουν ράντζα λόγω της υπερσυγκέντρωσης ασθενών. Συνεπώς η μεγαλύτερη πρόκληση είναι η υλοποίηση μεταρρυθμίσεων.

Την αργοπορία αυτή σχολιάζει και ο κ. Τούντας επιμένοντας πως λύσεις υπάρχουν. Σύμφωνα με τον ίδιο, τρία σημαντικά έργα που θα είχαν θετική επίδραση μακροπρόθεσμα, αλλά στην πράξη η εφαρμογή τους καθυστερεί, είναι η οργάνωση της Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας (ΠΦΥ), που θα αποσυμφόριζε τα νοσοκομεία, ο νέος νοσοκομειακός χάρτης, ο οποίος θα λειτουργούσε ως «πυξίδα» για την ανακατανομή των ανθρώπινων και υλικών πόρων με βάση τις πραγματικές ανάγκες του πληθυσμού ανά περιφέρεια, αλλά και η οργάνωση νοσοκομειακών συμπλεγμάτων υπό ενιαία διοίκηση, που θα διευκόλυνε την κινητικότητα του προσωπικού εντός κάθε περιφέρειας. Αναφερόμενος δε στις πρόσφατες πρωτοβουλίες για την ενίσχυση των απολαβών με τα απογευματινά ιατρεία, τη μερική απασχόληση, αλλά και την απασχόληση ιδιωτών γιατρών στα δημόσια νοσοκομεία, σχολιάζει πως «κινούνται προς τη σωστή κατεύθυνση αλλά δεν αρκούν».