Αναμονές. Αυτή είναι η λέξη που στοιχειώνει την εικόνα του ΕΣΥ και «στραγγαλίζει» τη βιτρίνα των δημόσιων νοσοκομείων, που δεν είναι άλλη από τα Τμήματα Επειγόντων Περιστατικών (ΤΕΠ).
Στο γνωστό πολύωρο… περίμενε εγκλωβίστηκε πρόσφατα, όπως μαρτυρούν διασταυρωμένες πληροφορίες, ηλικιωμένος συγγενής γνωστού πρώην πολιτικού, ο οποίος αναγκάστηκε να αποχωρήσει αθόρυβα (χωρίς δηλαδή να επικαλεστεί το «βαρύ» οικογενειακό επώνυμο ώστε να παρακάμψει την ουρά), μέσα στη νύχτα και ταλαιπωρημένος, από εφημερεύον νοσοκομείο της Αθήνας. Η ίδια όμως ιστορία θέλει η κατάσταση υγείας του ίδιου ασθενούς να επιδεινώνεται, με αποτέλεσμα την αμέσως επόμενη ημέρα να διακομίζεται και πάλι σε νοσηλευτικό ίδρυμα του ΕΣΥ, λαμβάνοντας με καθυστέρηση την απαραίτητη ιατρική φροντίδα. Είναι άλλωστε τεκμηριωμένο και δημοσίως διατυπωμένο από την ηγεσία του υπουργείου Υγείας πως τα δεδομένα που συλλέγονται από την 1η και τη 2η Υγειονομική Περιφέρεια αποτυπώνουν μια σκληρή πραγματικότητα που απέχει μακράν από το ιδεατό.
Η αναμονή που επιφυλάσσει το Σύστημα για έναν ασθενή με ήπια συμπτώματα έως την πρώτη κλινική εξέταση από εφημερεύοντα γιατρό μπορεί να αγγίξει ακόμα και τις 6 ώρες. Ο χρόνος όμως δύναται να διπλασιαστεί εάν κριθεί αναγκαίο να υποβληθεί σε εργαστηριακές και απεικονιστικές εξετάσεις. Υπάρχουν ωστόσο και σημαντικά ποιοτικά στοιχεία που συνθέτουν – έστω αδρά – το προφίλ εκείνων που απευθύνονται πρωί, μεσημέρι αλλά και μέσα στη νύχτα στα νοσοκομεία, αναζητώντας γνωμάτευση, φροντίδα και ανακούφιση. Για κάθε 1.000 πολίτες που προσέρχονται στα ΤΕΠ εκτιμάται ότι μόλις το 20% κάνει εισαγωγή. Ανάμεσα σε αυτούς και ασθενείς (επείγοντα ή υπερεπείγοντα περιστατικά) των οποίων η ζωή είναι σε κρίσιμη κατάσταση ή κρέμεται από μία κλωστή. Τότε οι αναμονές συρρικνώνονται, καθώς κάθε λεπτό μετράει και αναδύεται το καλό πρόσωπο του δημόσιου συστήματος Υγείας. Από την άλλη, οι υπόλοιποι 800 ασθενείς αναλώνονται στο να χτυπάνε τις κλειστές πόρτες των εξεταστηρίων πασχίζοντας να κάνουν την παρουσία τους αισθητή, να αγωνιούν στα βουβά ή να εξεγείρονται για τις φτωχές υπηρεσίες που τους παρέχονται.
Στο μεταξύ, το ζήτημα των εφημεριών παραμένει και σε πολιτικό επίπεδο στο προσκήνιο, την ώρα που στην οδό Αριστοτέλους αξιολογούνται σχέδια που φιλοδοξούν να θεραπεύσουν ένα σύστημα που πάσχει.«Τον Οκτώβριο θα υπάρξουν σχετικές ανακοινώσεις για τη βελτίωση των εφημεριών» επιβεβαιώνει μιλώντας στο «Βήμα» ο υφυπουργός Υγείας Μάριος Θεμιστοκλέους. Παραδέχεται εντούτοις πως οι παρεμβάσεις θα πρέπει να είναι χειρουργικά μελετημένες, παρομοιάζοντας τα εφημερεύοντα νοσοκομεία με ένα αυτοκίνητο που τρέχει με 180 χλμ. την ώρα. «Και σε αυτό το εν κινήσει όχημα, θα πρέπει εμείς να κάνουμε αλλαγές». Και έπειτα εξηγεί πως δεν υπάρχουν περιθώρια για πειραματισμούς και αποτυχίες. «Τα ΤΕΠ είναι ένα από τα πιο νευραλγικά τμήματα του ΕΣΥ. Οι ασθενείς δικαιούνται και εμείς υποχρεούμαστε, παράλληλα με τους όποιους σχεδιασμούς, να διασφαλίζουμε ότι δεν θα διακοπεί η εξυπηρέτησή τους». Στην ίδια όμως εξίσωση εντάσσονται και άλλες σημαντικές παράμετροι με συνέπεια να γίνεται ακόμα πιο δυσεπίλυτη. Για παράδειγμα, η κτιριακή αναβάθμιση των ΤΕΠ σε νοσοκομεία-πυλώνες, όπως είναι για παράδειγμα ο «Ευαγγελισμός» και το «Αττικόν», προκαλούν ανελαστικούς χρονικούς περιορισμούς για τον σχεδιασμό και την έναρξη ενός πιο σύγχρονου εφημεριακού μοντέλου. Ετσι, για παράδειγμα, σενάρια που θέλουν λ.χ. την καθημερινή εφημέρευση από έξι έως οκτώ αυτόνομων ΤΕΠ ανά το Λεκανοπέδιο μπαίνουν αναγκαστικά στον «πάγο».
Υπό το δεδομένο αυτό και, όπως σημειώνουν στο «Βήμα» καλά πληροφορημένες πηγές, σε πρώτη φάση οι δρομολογούμενες αλλαγές θα είναι ήπιες, όπως είναι για παράδειγμα ο ανασχεδιασμός των ομάδων των νοσοκομείων που συνεφημερεύουν ή/και του ωραρίου λειτουργίας τους σε μια προσπάθεια καλύτερης κατανομής και διαχείρισης των περιστατικών.
Προσλήψεις 500 τραυματιοφορέων
Επίσης, οι επικείμενες προσλήψεις 500 τραυματιοφορέων αναμένεται να εκτονώσουν μερικώς την κατάσταση, με τον υπουργό Υγείας Αδωνι Γεωργιάδη να θέτει ως εφικτό στόχο το 2025 ο χρόνος αναμονής να μειωθεί κατά μία με μιάμιση ώρα.
Υπάρχει εντούτοις ακόμα ένας σημαντικός παράγοντας που συμβάλλει στο εφημεριακό «κραχ». Οι ελλείψεις προσωπικού στα βιολογικά εργαστήρια, σε συνδυασμό με το ότι πρέπει να συγκεντρωθεί μια συγκεκριμένη ποσότητα δειγμάτων στους αναλυτές, μπλοκάρουν περαιτέρω το σύστημα και συνεπακόλουθα «ξεχειλώνουν» τους χρόνους αναμονής. Αντίστοιχες καθυστερήσεις όμως καταγράφονται και στον απεικονιστικό τομέα (π.χ. αξονικές τομογραφίες), εξού και το υπουργείο Υγείας προωθεί νομοθετική ρύθμιση που θα δίνει το πράσινο φως για διαγνώσεις εξ αποστάσεως από συνεργαζόμενους γιατρούς (του δημόσιου ή του ιδιωτικού τομέα). Το υπουργείο Υγείας επενδύει επιπρόσθετα και σε ψηφιακά εργαλεία που βρίσκονται υπό ανάπτυξη και χρηματοδοτούνται από το Ταμείο Ανάκαμψης και Αποδοτικότητας (RRF). Στο πλαίσιο αυτό, έως τα τέλη του 2025 οι πολίτες, σύμφωνα με τον κ. Θεμιστοκλέους, θα έχουν τη δυνατότητα να ενημερώνονται σε πραγματικό χρόνο για τις αναμονές, δημιουργώντας έτσι έναν χάρτη πλοήγησης για τους περιπατητικούς ασθενείς.
«Του προηγούμενου αιώνα το μοντέλο του προσωπικού γιατρού»
Σε τροχιά αναβάθμισης είναι η Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας (ΠΦΥ), που διαχρονικά αποτελεί το πλέον παραμελημένο πεδίο του συστήματος, με συνέπεια να αδυνατεί να εκπληρώσει τον ρόλο του «κυματοθραύστη».
Ετσι, καθημερινά, οι πολίτες συνεχίζουν να συρρέουν στα Επείγοντα των εφημερευόντων νοσοκομείων, τα οποία σηκώνουν δυσανάλογο βάρος. Δεν είναι τυχαίο πως το σχέδιο που κατέθεσε η Ειδική Επιτροπή της Ενωσης Ιατρών Νοσοκομείων Αθήνας – Πειραιά (ΕΙΝΑΠ) πρόσφατα στην οδό Αριστοτέλους υπογραμμίζει μεταξύ άλλων την ανάγκη δημιουργίας δικτύου αστικού τύπου Κέντρων Υγείας σε όλο το Λεκανοπέδιο, µε επέκταση και στελέχωση των υπαρχουσών δοµών, ώστε να µπορούν να καλύπτουν επείγοντα περιστατικά πρωτοβάθµιας περίθαλψης σε 24ωρη βάση. Αρκεί, δε, κανείς να αναλογιστεί πως η Ελληνική Εταιρεία Επείγουσας Ιατρικής εκτιμά ότι το 25%-45% των περιστατικών ήπιας βαρύτητας θα μπορούσαν να αντιμετωπιστούν από τον προσωπικό γιατρό ή σε ένα Κέντρο Υγείας.
Εστιάζοντας στο βρετανικό μοντέλο ο καθηγητής Πολιτικής της Υγείας του LSE Ηλίας Μόσιαλος διευκρινίζει μιλώντας στο «Βήμα» πως στο NHS η Πρωτοβάθμια είναι χρηματοδοτούμενη από το σύστημα, οι γιατροί όμως δεν είναι υπάλληλοι του NHS. «Εκεί το πρόβλημα εντοπίζεται στο γεγονός πως οι γενικοί γιατροί δεν μπορούν να αντιμετωπίσουν τα σύνθετα περιστατικά. Στη χώρα μας, το μειονέκτημα που προκύπτει από το πλεόνασμα γιατρών διαφόρων ειδικοτήτων μπορεί να μετατραπεί σε πλεονέκτημα, λόγω της αλλαγής των επιδημιολογικών προτύπων και του μεγάλου αριθμού ασθενών με συννοσηρότητες». Ο ίδιος σχολιάζει πως το μοντέλο του προσωπικού γιατρού «ανήκει στον προηγούμενο αιώνα.
Η αποσυμφόρηση των νοσοκομείων θα μπορούσε να επιτευχθεί και με τη δημιουργία Κέντρων Υγείας αστικού τύπου, όχι απαραίτητα δημόσιων στο σύνολό τους, με κρατική χρηματοδότηση, εποπτεία, ποιοτικό έλεγχο αλλά και κλειστό προϋπολογισμό, ώστε να μην υπάρχει πληθωρισμός μη αναγκαίων ιατρικών πράξεων»