Σε μια θνησιγενή ειδικότητα εξελίσσεται η Εντατικολογία, με τους νέους επιστήμονες να γυρίζουν την πλάτη τους σε μια δύσκολη εργασιακή καθημερινότητα, χωρίς δελεαστικές απολαβές. Την ίδια ώρα καταγράφεται κύμα παραιτήσεων, με τις ήδη υποστελεχωμένες Μονάδες Εντατικής Θεραπείας (ΜΕΘ) να αναγκάζονται να κλείνουν πολύτιμες κλίνες, που αναπτύχθηκαν εν μέσω πανδημίας. Σήμερα, 90 κρεβάτια ΜΕΘ παραμένουν κλειστά.
Η αναδρομή στο παρελθόν είναι επιβεβλημένη: Το 2019, όταν ο SARS-CoV-2 δεν είχε ακόμη ταυτοποιηθεί ως κίνδυνος στα δημόσια νοσοκομεία της χώρας μας λειτουργούσαν μόλις 557 κλίνες εντατικής θεραπείας.
Η μαύρη τρύπα του ΕΣΥ
Η μαύρη αυτή τρύπα στο Σύστημα Υγείας ήταν ήδη εντοπισμένη, διογκώθηκε όμως τα χρόνια που ακολούθησαν λόγω της δυσανάλογης ζήτησης και συνεπακόλουθα αναδείχθηκε όσο ποτέ άλλοτε. Εκείνα για τα οποία προειδοποιούσαν χρόνια πριν οι εντατικολόγοι είχαν μετατραπεί σε καθημερινό εφιάλτη.
Εκτός όμως από κρεβάτια, έλειπε τότε – όπως και τώρα – το απαραίτητο προσωπικό. Τον Νοέμβριο της ίδιας χρονιάς, ακόμη 80 κλίνες πλήρως εξοπλισμένες αποδείχτηκαν… φαντάσματα στον υγειονομικό χάρτη, λόγω ελλείψεων σε έμψυχο υλικό (κυρίως νοσηλευτών αλλά και γιατρών), με τη χώρα μας να βρίσκεται κάτω από τον μέσο ευρωπαϊκό όρο σε διαθέσιμες κλίνες ανά 100.000 κατοίκους.
Ο απολογισμός, τέσσερα χρόνια μετά, δείχνει πως η εικόνα είναι σαφώς βελτιωμένη. Οι επιτακτικές ανάγκες που προκάλεσε ο κορωνοϊός συντέλεσαν ώστε να δημιουργηθούν οι κατάλληλες συνθήκες για την ανάπτυξη επιπλέον κλινών, καθώς στις Μονάδες Εντατικής Θεραπείας δόθηκε, όπως έχει ειπωθεί πολλές φορές, «η μητέρα των μαχών».
Ετσι, μία από τις… κληρονομιές της πανδημίας είναι πως σήμερα οι κλίνες έχουν αυξηθεί σχεδόν κατά 100%, με αποτέλεσμα να μην υπάρχουν λίστες αναμονής όπως στο παρελθόν. «Πλέον οι διαθέσιμες κλίνες ΜΕΘ πλησιάζουν τις 1.000 – πιο συγκεκριμένα εκτιμώνται σε 928. Σε αυτές συμπεριλαμβάνονται και τα κρεβάτια των στρατιωτικών νοσοκομείων, όχι όμως των παιδιατρικών ΜΕΘ ούτε και αυτές του ιδιωτικού τομέα. Παράλληλα όμως αποκτήθηκε και εξοπλισμός, μηχανήματα και αναπνευστήρες τελευταίας τεχνολογίας» τονίζει μιλώντας στο «Βήμα» η πρόεδρος της Ελληνικής Εταιρείας Εντατικής Θεραπείας (ΕΕΕΘ), Μαρία Θεοδωρακοπούλου.
Το ερώτημα βέβαια είναι αν λειτουργούν όλες. Επειτα όμως, τα όσα περιγράφει η ίδια αποδεικνύουν πως η στήριξη των Εντατικών δεν είναι εξίσου… εντατική από την Πολιτεία, με αποτέλεσμα να ξεθωριάζουν τα αντανακλαστικά που αναπτύχθηκαν εν μέσω πανδημίας. Σήμερα, σύμφωνα με την κυρία Θεοδωρακοπούλου, λειτουργούν 839 κλίνες – δηλαδή, περίπου 90 είναι κλειστές. Και τα παραδείγματα των δυσλειτουργιών που διατρέχουν το ΕΣΥ είναι πολλά.
«Στο Νοσοκομείο Παπανικολάου Θεσσαλονίκης η Γ’ Μονάδα Εντατικής Θεραπείας, δυναμικότητας 18 κλινών, είναι σήμερα κλειστή. Επρόκειτο για μια σημαντική δωρεά της Επιτροπής «Ελλάδα 2021″ για την ενίσχυση του Εθνικού Συστήματος Υγείας στη μάχη κατά της πανδημίας, όμως στην πράξη δεν μπορεί να αξιοποιηθεί. Το προσωπικό της μεταφέρθηκε στην Α’ και στη Β’ ΜΕΘ που λειτουργούν στο ίδιο νοσηλευτικό ίδρυμα, ώστε να είναι πλήρως επανδρωμένες» εξηγεί.
Οσο μιλάει διαπιστώνει κανείς πως οι ελλείψεις δεν έχουν γεωγραφικά όρια. «Η Εντατική της Πτολεμαΐδας επίσης είναι κλειστή τους τελευταίους δύο μήνες, ενώ η Μονάδα του Νοσοκομείου Αγρινίου υποστηρίζεται από μετακινήσεις γιατρών του Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου Ιωαννίνων».
Δεν πληρούνται όρια ασφαλείας
Ακόμα όμως και στα νοσοκομεία της πρωτεύουσας ο κανόνας είναι η υποστελέχωση, καθώς το προσωπικό δεν επαρκεί για να εξασφαλιστούν τα κατώτατα όρια ασφαλείας – όπως αυτά έχουν θεσπιστεί. «Καμία Μονάδα στην Αττική δεν πληροί το όριο που θέλει τρεις νοσηλευτές να αναλογούν για μία κλίνη, ώστε να βγαίνουν οι βάρδιες και οι εφημερίες. Γι’ αυτό και υπάρχουν αιτήματα από διευθυντές να κλείσουν και άλλα κρεβάτια» υπογραμμίζει η πρόεδρος της Εταιρείας. Και αναφέρεται ενδεικτικά στην περίπτωση του ΚΑΤ: «Στη μία εκ των Μονάδων που λειτουργεί στο νοσοκομείο, είναι διαθέσιμες 21 κλίνες. Κανονικά σε αυτήν θα έπρεπε να υπηρετούν 63 νοσηλευτές, στην πράξη όμως δεν ξεπερνούν τους 35. Και βέβαια, συχνά έχουμε τη στήριξη και άλλων ιατρικών ειδικοτήτων, κυρίως από το Αναισθησιολογικό Τμήμα, που συνεπικουρούν στις εφημερίες».
Η έγνοια της κυρίας Θεοδωρακοπούλου, όση ώρα μιλάει, είναι να καταστήσει σαφές πως οι Μονάδες εργάζονται ακατάπαυστα. Και το προσωπικό οφείλει να είναι πάντα σε ετοιμότητα.
Οι προβλέψεις για το μέλλον όμως είναι δυσοίωνες, καθώς παράλληλα μειώνεται το ενδιαφέρον των νέων γιατρών να εξειδικευθούν στην Εντατικολογία. Οπως προκύπτει από τα στοιχεία που έχουν συγκεντρωθεί, το 80% των θέσεων είναι κενές. «Οι γιατροί που εξειδικεύονται έχουν ήδη αποκτήσει ιατρική ειδικότητα (π.χ. Παθολογίας, Πνευμονολογίας, Καρδιολογίας), παρ’ όλα αυτά κατά τα δύο επόμενα χρόνια εκπαίδευσης αμείβονται ως ειδικευόμενοι» λέει σχετικά εντατικολόγος κεντρικού νοσοκομείου της πρωτεύουσας.
«Θα πρέπει να δοθούν επιπλέον κίνητρα»
«Ο μισθός των εξειδικευμένων είναι χαμηλός, συγκριτικά με τον φόρτο εργασίας, τις ευθύνες, το στρες. Θα πρέπει να δοθούν επιπλέον οικονομικά κίνητρα, που θα δελεάσουν έναν νέο γιατρό να μπει και να παραμείνει στη Μονάδα Εντατικής Θεραπείας. Η ενίσχυση του επιδόματός μας και η αυτοτελής φορολόγηση των εφημεριών μας θα ήταν μια ανακούφιση» συνεχίζει.
Δεν είναι τυχαίο πως το τελευταίο διάστημα από την Πολυδύναμη Μονάδα του «Σωτηρία» παραιτήθηκαν πέντε γιατροί (επιμελητές Β), οι οποίοι είχαν ενταχθεί στο δυναμικό εν μέσω πανδημίας. Τελικά οι συνθήκες εργασίας τούς ώθησαν προς τον ιδιωτικό τομέα.